MACEDONIA

PAIONIANS

About

Kαλώς ήλθατε στη σελίδα μας!

Είμαι ο Αστεροπαίος απο την Παιονία της Μακεδονίας έλαβα μέρος στον πόλεμο της Τροίας στα χρόνια των Ηρώων, στη μεριά των Τρώων. Ενας πόλεμος μεταξύ αδελφών κράτησε 10 ολόκληρα χρόνια.............. Πολέμησα για την Ελένη την ωραιότερη γυναίκα που είδε άνθρωπος ποτέ στον κόσμο όλο. Οι σπουδαιότεροι πολεμιστές του κόσμου βρέθηκαν εκει για να διεκδίκησουν τούτο το θησαυρό.

Οδυσσέας Ελύτης

Εδω θα βρείτε προσωπικούς προβληματισμούς και ενδιαφέροντα θέματα για την Ελλάδα.

ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΘΕΟΣ : ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ

Ασκληπιός - Θεός θεραπευτής.

θΕΑ της νόησης = ΑΘΗΝΑ

ΑΘΗΝΑ ΘΕΑ ΤΗΣ ΝΟΗΣΗΣ - Προστάτιδα του Ομηρικού Οδυσσέα.

ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ

ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ σήμερα

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Η Σοφία και Μουσικότητα της Ελληνικής Γλώσσας

Η Αγγλική γλώσσα έχει 490.000 λέξεις από τις οποίες 41.615 λέξεις… είναι από την Ελληνική γλώσσα.. (Bιβλίο Γκίνες)

Η Ελληνική με την μαθηματική δομή της είναι η γλώσσα της πληροφορικής και της νέας γενιάς των εξελιγμένων υπολογιστών, διότι μόνο σ' αυτήν δεν υπάρχουν όρια.
(Μπιλ Γκέιτς, Microsoft)

Η Ελληνική και η Κινέζικη… είναι οι μόνες γλώσσες με συνεχή ζώσα παρουσία από τους ίδιους λαούς και.....στον ίδιο χώρο εδώ και 4.000 έτη. Όλες οι γλώσσες θεωρούνται κρυφοελληνικές, με πλούσια δάνεια από την μητέρα των γλωσσών, την Ελληνική.
(Francisco Adrados, γλωσσολόγος).

Η Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο Μόνον η Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει τη ζωή από τον βίο, την αγάπη από τον έρωτα. Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον.

Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η Ελληνική γλώσσα μας διδάσκει συνεχώς πως να γράφουμε σωστά. Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε ποιός είναι ο σωστός τρόπος γραφής ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε δει ή γράψει.

Το «πειρούνι» για παράδειγμα, για κάποιον που έχει βασικές γνώσεις Αρχαίων Ελληνικών, είναι προφανές ότι γράφεται με «ει» και όχι με «ι» όπως πολύ άστοχα το γράφουμε σήμερα. Ο λόγος είναι πολύ απλός, το «πειρούνι» προέρχεται από το ρήμα «πείρω» που σημαίνει τρυπώ-διαπερνώ, ακριβώς επειδή τρυπάμε με αυτό το φαγητό για να το πιάσουμε.

Επίσης η λέξη «συγκεκριμένος» φυσικά και δεν μπορεί να γραφτεί «συγκεκρυμμένος», καθώς προέρχεται από το «κριμένος» (αυτός που έχει δηλαδή κριθεί) και όχι βέβαια από το «κρυμμένος» (αυτός που έχει κρυφτεί). Άρα το να υπάρχουν πολλά γράμματα για τον ίδιο ήχο (π.χ. η, ι, υ, ει, οι κτλ) όχι μόνο δεν θα έπρεπε να μας δυσκολεύει, αλλά αντιθέτως να μας βοηθάει στο να γράφουμε πιο σωστά, εφόσον βέβαια έχουμε μια βασική κατανόηση της γλώσσας μας.

Επιπλέον η ορθογραφία με την σειρά της μας βοηθάει αντίστροφα στην ετυμολογία αλλά και στην ανίχνευση της ιστορική πορείας της κάθε μίας λέξης. Και αυτό που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την καθημερινή μας νεοελληνική γλώσσα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι η γνώση των Αρχαίων Ελληνικών.

Είναι πραγματικά συγκλονιστικό συναίσθημα να μιλάς και ταυτόχρονα να συνειδητοποιείς τι ακριβώς λές, ενώ μιλάς και εκστομίζεις την κάθε λέξη ταυτόχρονα να σκέφτεσαι την σημασία της.

Είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα να διδάσκονται τα Αρχαία με τέτοιον φρικτό τρόπο στο σχολείο ώστε να σε κάνουν να αντιπαθείς κάτι το τόσο όμορφο και συναρπαστικό.


Η ΣΟΦΙΑ

Στην γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια). Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα. Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, και από την στιγμή που το συμφωνήσουμε και εμπρός να είναι έτσι. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Γι’ αυτόν τον λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.

Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πει «Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο».

Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις». Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη (άρα=γή +έχων). Και πραγματικά, ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δική του γη / δικό του σπίτι.

Ο «βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω. Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο στον ουρανό (α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).

Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για την σκέψη.

Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά-σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» – ελαττώνει σαν ανθρώπους – και μας φθίνει μέχρι και τη υγεία μας. Και φυσικά όταν θέλουμε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει πως το λέμε; Μα φυσικά «άφθονο».

Έχουμε την λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έρθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι ένα φρούτο ούτε άγουρο ούτε σαπισμένο, και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή δεν μπορούμε να το απολαύσουμε.

Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά . Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις την δυνατότητα να πάς όπου αγαπάς. Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία…

Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά). Άρα για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και ιατρευόμαστε. Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με την σωματική μας υγεία.

Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα», η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι. Για σκεφτείτε το λίγο…

Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη Λατινική λέξη για το άγαλμα (που άλλο από Λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε σαν λέξη, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα.

Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με την σκέψη του ανθρώπου. Όπως λέει και ο George Orwell στο αθάνατο έργο του «1984», απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη. Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει την γλώσσα για να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις.

«Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση», έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου, εθνικός ποιητής των Ρουμάνων.

Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού. Το να μιλάς σωστά σημαίνει να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.


Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ

Η Ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «αυδή». Η λέξη αυτή δεν είναι τυχαία, προέρχεται από το ρήμα «άδω» που σημαίνει τραγουδώ.

Όπως γράφει και ο μεγάλος ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος:

«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα ποταμάκι που μουρμουρίζει. Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω Ελληνικά, επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε Μεταξύ τους με μουσική».

Ο γνωστός Γάλλος συγγραφεύς Ζακ Λακαρριέρ επίσης μας περιγράφει την κάτωθι εμπειρία από το ταξίδι του στην Ελλάδα: «Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν σε μια γλώσσα που ήταν για μένα αρμονική αλλά και ακατάληπτα μουσική. Αυτό το ταξίδι προς την πατρίδα – μητέρα των εννοιών μας – μου απεκάλυπτε έναν άγνωστο πρόγονο, που μιλούσε μια γλώσσα τόσο μακρινή στο παρελθόν, μα οικεία και μόνο από τους ήχους της. Αισθάνθηκα να τα έχω χαμένα, όπως αν μου είχαν πει ένα βράδυ ότι ο αληθινός μου πατέρας ή η αληθινή μου μάνα δεν ήσαν αυτοί που με είχαν αναστήσει».

Ο διάσημος Έλληνας και διεθνούς φήμης μουσικός Ιάνης Ξενάκης, είχε πολλές φορές τονίσει ότι η μουσικότητα της Ελληνικής είναι εφάμιλλη της συμπαντικής.

Αλλά και ο Γίββων μίλησε για μουσικότατη και γονιμότατη γλώσσα, που δίνει κορμί στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των αισθήσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά σύμβολα για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα γράμματα του αλφαβήτου.

«Οι τόνοι της Ελληνικής γλώσσας είναι μουσικά σημεία που μαζί με τους κανόνες προφυλάττουν από την παραφωνία μια γλώσσα κατ’ εξοχήν μουσική, όπως κάνει η αντίστιξη που διδάσκεται στα ωδεία, ή οι διέσεις και υφέσεις που διορθώνουν τις κακόηχες συγχορδίες», όπως σημειώνει η φιλόλογος και συγγραφεύς Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου.

Είναι γνωστό εξάλλου πως όταν οι Ρωμαίοι πολίτες πρωτάκουσαν στην Ρώμη Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν να αποθαυμάσουν, ακόμη και όσοι δεν γνώριζαν Ελληνικά, τους ανθρώπους που «ελάλουν ώς αηδόνες».

Δυστυχώς κάπου στην πορεία της Ελληνικής φυλής, η μουσικότητα αυτή (την οποία οι Ιταλοί κατάφεραν και κράτησαν) χάθηκε, προφανώς στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Να τονίσουμε εδώ ότι οι άνθρωποι της επαρχίας του οποίους συχνά κοροϊδεύουμε για την προφορά τους, είναι πιο κοντά στην Αρχαιοελληνική προφορά από ότι εμείς οι άνθρωποι της πόλεως.

Η Ελληνική γλώσσα επεβλήθη αβίαστα (στους Λατίνους) και χάρη στην μουσικότητά της.

Όπως γράφει και ο Ρωμαίος Οράτιος «Η Ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη με μία γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα».

Πηγή: http://www.ellinikoarxeio.com/2011/05/sofia-mousikotita-ellhnikhs-glwssas.html#ixzz1NLIBWKEz

Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Η ευσέβειά μου, σεβασμιώτατε, δεν έφτασε στο σημείο ν’ αφήσω στη γαλήνη, ούτε την τέφρα των βασιλιάδων. Σκόρπισα στον άνεμο την τέφρα του Αγησίλαου...


"Όποιος μπαίνει στη Μάνη δεν ξαναβγαίνει, μου είπαν στη Λειβαδιά και στ' Ανάπλι. Αλλά, όπως διαπίστωσα ο ίδιος, ο μόνος κίνδυνος να μην ξαναβγή κανείς από τη Μάνη προέρχεται από τη θερμή φιλοξενία και την καλωσύνη των κατοίκων της".
(Morritt, Αγγλος περιηγητής, 1794-1796)


"Βρίσκομαι σ' ένα φοβερό τόπο, στην περίφημη Μάνη. Κακός λαός, κι είμαι ευτυχής που γλύτωσα. Έφυγα από τη βάρβαρη πατρίδα τους χωρίς να αποκομίσω τίποτα το αξιόλογο, τίποτα για να βγουν τουλάχιστον τα έξοδά μου. Για να ξεσπάσω, για να εκδικηθώ αυτό το σκυλολόι, ρίχτηκα πάνω στην αρχαία Σπάρτη. Δεν ήθελα να μείνει τίποτα από την πόλη που έχτισαν οι πρόγονοί τους. Την έσβησα, την ανασκάλεψα, την ξεθεμελίωσα, δεν έμεινε λίθος επί λίθου".
( Αββάς Fourmont, Γάλλος βάνδαλος, 1729 )


O Γάλλος Αββάς Μιχαήλ Φουρμόντ
Από τους πιο γνωστούς αρχαιοθήρες, τους πιο επικίνδυνους βανδάλους των ελληνικών αρχαιοτήτων, είναι ο Γάλλος Αββάς Φουρμόντ. Γεννημένος το 1690, αφού διδάχθηκε την ελληνική, την εβραϊκή και τη συριακή γλώσσα, το 1720 χειροτονήθηκε κληρικός και στη συνέχεια έγινε καθηγητής της συριακής στο γαλλικό κολλέγιο και διερμηνέας στη Βασιλική Βιβλιοθήκη. Τέλος, το 1724 κατάφερε να ανακηρυχθεί μέλος της Ακαδημίας Επιγραφών και Καλών Τεχνών.



Τον Φεβρουάριο του 1729, συνοδευόμενος από τον ανηψιό του, ο Φουρμόντ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και εφοδιάστηκε με φιρμάνι του Σουλτάνου Αχμέτ Γ’, με το οποίο αποκτούσε το δικαίωμα να ερευνήσει και να μελετήσει όσους αρχαιολογικούς χώρους ήθελε στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Φουρμόντ έστελνε στην ανατολή ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΕ’, με την εντολή να συλλέξει βυζαντινά χειρόγραφα και άλλες αρχαιότητες, που θα ήταν εύκολο να μεταφερθούν στο Παρίσι.
Πρώτος σταθμός του Γάλλου ιερωμένου στην Ελλάδα υπήρξε η Αθήνα, όπου έμεινε πέντε μέρες. Έπειτα πήγε στην Πελοπόννησο. Ο Μοριάς την εποχή εκείνη ταλανιζόταν από την πανούκλα, που προξενούσε μεγάλο θανατικό. Αφού «ερεύνησε» και ξεσήκωσε ό,τι μπορούσε από την Κορινθία, την Αργολίδα, την Αρκαδία και την Αχαΐα, κατέληξε στη Μεσσηνία. Από την Καλαμάτα, όπου έφτασε τον Μάρτιο του 1730, έγραψε ένα γράμμα προς τους προκρίτους της γειτονικής Ζαρνάτας της Μάνης και τους ρωτούσε αν μπορούσε να επισκεφθεί τη χώρα τους. Για να επισκεφθεί άλλες τουρκοκρατούμενες περιοχές, Ο Γάλλος Αββάς δε χρειαζόταν άδεια, γιατί ήταν εφοδιασμένος με σουλτανικό φιρμάνι, το οποίο του εξασφάλιζε κάθε ελευθερία και προστασία. Αλλά επειδή η Μάνη ήταν και τότε, όπως και πάντοτε, αυτοδιοικούμενη, όφειλε να ζητήσει από τους Μανιάτες καπεταναίους την άδεια για να επισκεφθεί την πατρίδα τους.

Σε πέντε ημέρες πήρε απάντηση από τους καπεταναίους της Ζαρνάτας και τους ηγουμένους των γειτονικών μοναστηριών, ότι ήταν ευπρόσδεκτος στην περιοχή τους. Έτσι με τη συνοδεία ντόπιων ενόπλων έφτασε στην Ζαρνάτα, αφού κατά τη διαδρομή μελέτησε και αντέγραψε μερικές αρχαίες επιγραφές. Για τους κατοίκους έγραψε το 1730 από την Σπάρτη προς τον Γάλλο πρόξενο στην Αθήνα Γάσπαρη, ότι είναι μεν φτωχοί αλλά διακρίνονται από το θάρρος, το πνεύμα και τη λεπτότητα. Από την Ζαρνάτα δεν προχώρησε στα ενδότερα της Μάνης, γιατί όπως γράφει: «οι κάτοικοι της μέσα Μάνης ευρίσκονται διαρκώς εις πόλεμον, πότε με τους Τούρκους πότε αναμεταξύ των, ότι οι παπάδες, οι μοναχοί και οι Επίσκοποι ακόμη περιφέρονται ένοπλοι και ότι οι γυναίκες της Μάνης φέρουν πιστόλες. Οι Μανιάτες είναι λαός άγριος, αλλά έχει αγάπη προς την ελευθερίαν και μόνος του πόθος είναι η απόκτησις ωραίων όπλων.»

Αφού γύρισε στην Καλαμάτα έφτασε μέσω Μεγαλοπόλεως στον Μυστρά, όπου οι δημογέροντες τον υποδέχτηκαν φιλοφρονέστατα. Ο Γάλλος κληρικός «με τον Παυσανία στο χέρι» αναζητούσε στην περιοχή της Λακεδαίμονος τα ερείπια της αρχαίας Σπάρτης και των άλλων σημαντικών πόλεων της Λακωνίας. Τις πρώτες μέρες της παραμονής του στον Μυστρά ο ανηψιός του, που τον βοηθούσε στις έρευνές του, ανακάλυψε εντοιχισμένα στο μεσαιωνικό τείχος ενεπίγραφα αρχαία βάθρα. Αμέσως, με δέκα εργάτες, τα «ξήλωσε» από την αρχική τους θέση. Έπειτα βρέθηκαν στο τείχος των Παλαιολόγων είκοσι ακόμη κομμάτια ενεπίγραφων λίθων, που είχαν την ίδια με τα προηγούμενα τύχη. Αμέσως ο Φουρμόντ προσέλαβε άλλους πενήντα εργάτες.
Επί 53 συνεχώς μέρες δε, άφησε στην κυριολεξία «λίθον επί λίθου» στον Μυστρά, στην Σπάρτη και στις Αμύκλες. Ο Φουρμόντ κατεδαφίζοντας και ανασκάπτοντας αποκάλυψε 300 επιγραφές τις οποίες αντέγραψε, και διάφορα ανάγλυφα, αναθήματα και μικροτεχνήματα, τα οποία αποκόμισε στην πατρίδα του. Η κατεδάφιση των μεσαιωνικών τειχών του Μυστρά και η ανασκαφή των αρχαίων μνημείων και τάφων της Σπάρτης, γενόμενη από τον Φουρμόντ, δυσχεραίνει πολύ την αρχαιολογική έρευνα στη Σπάρτη, όταν μετά από δύο περίπου αιώνες η έρευνα αυτή επιχειρήθηκε από την επιστήμη.

Στην Σπάρτη, το καταστροφικό έργο του Γάλλου αρχαιοκάπηλου εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη βαρβαρότητα. Το εκπληκτικό είναι ότι ο Φουρμόντ καυχιέται για τους βανδαλισμούς αυτούς: «Τα ισοπέδωσα όλα, τα ξεθεμελίωσα όλα» έγραφε τον Απρίλιο του 1730 προς το φίλο του Φρενέ, «Από την μεγάλη αυτή πολιτεία (την Σπάρτη), δεν απόμεινε λίθος επί λίθου. Εδώ και ένα μήνα συνεργεία από τριάντα και μερικές φορές σαράντα ή εξήντα εργάτες γκρεμίζουν, καταστρέφουν, εξολοθρεύουν τη Σπάρτη. Ο βρόντος από το γκρέμισμα των τειχών, το κατακύλισμα των λίθων ως τις όχθες του Ευρώτα, ακούγεται όχι μονάχα στη Λακωνία αλλά και σ’ ολόκληρο τον Μοριά και παραπέρα ακόμη. Τούρκοι, Εβραίοι, Έλληνες έρχονται να δουν από πενήντα λεύγες μακριά. Αλλά το μόνο που αντικρύζουν είναι χιλιάδες ενεπίγραφα μάρμαρα.

Μια μέρα ο ανηψιός μου, που επιστατούσε στις εργασίες, βρήκε μια ντουζίνα μάρμαρα, τα καλύτερα του κόσμου, γεμάτα επιγραφές. Έστειλε αμέσως να με πληροφορήσει, φροντίζοντας στο δρόμο να το διαλαλήσει σε όλη την περιοχή. Σε λίγο έφτασε στην Σπάρτη όλος ο Μυστράς. Αυτή τη στιγμή μόνον τέσσερις πύργοι απομένουν όρθιοι… Για να είμαι ειλικρινής, απορώ κι εγώ με αυτή την εκστρατεία. Από όσα έχω διαβάσει κανείς δε σκέφτηκε ως τώρα να ξεθεμελιώσει πολιτείες ολόκληρες…»

Αλλά η επιστολή αυτή έχει και συνέχεια: «Δεν θέλω να αφήσω λίθο επί λίθου. Δεν ξέρω κύριε και αγαπητέ φίλε αν υπάρχει στον κόσμο πράγμα ικανό να δοξάσει μια αποστολή περισσότερο από του να σκορπίσεις στους ανέμους τη στάχτη του Αγησιλάου, από το να ανακαλύψεις τα ονόματα των εφόρων, των γυμνασιαρχών, αγορανόμων, φιλοσόφων, γιατρών, ποιητών, ρητόρων, διάσημων γυναικών, ψηφίσματα της Γερουσίας, τους νόμους του Λυκούργου. Οι Αμύκλες είναι πολύ κοντά για να τις παραμελήσω. Έστειλα εργάτες και γκρέμισαν τα λείψανα του περίφημου ναού του Απόλλωνα.

Φανταστείτε τη χαρά μου, αλλά θα ήταν μεγαλύτερη αν είχα λίγη άνεση χρόνου. Υπάρχουν ακόμη η Μαντινεία, η Στύμφαλος, το Παλλάδιον, η Τεγέα και κυρίως η Νεμέα και η Ολυμπία. Θα άξιζε να τις φέρω άνω κάτω, απ’ τα θεμέλια ως την κορυφή. Έχω τη δύναμη να το κάνω. Απόκτησα μια οξυδέρκεια σ’ αυτού του είδους. Εγώ δε μοιάζω με αυτούς που τρέχουν από πόλη σε πόλη για να ιδούν. Θέλω να παίρνω χρήσιμα πράγματα.
Όταν θα καταστρέψω ολοκληρωτικά τη Σπάρτη και τις Αμύκλες, θα πάω στο Ναύπλιο για λίγη ανάπαυση. Από κει θα μπορέσω να μπαρκάρω για την επιστροφή στη Γαλλία. Τώρα είμαι απασχολημένος με την καταστροφή του ναού του Απόλλωνα στις Αμύκλες. Βρίσκω κάθε μέρα θαυμαστά πράγματα. Δεν μετανιώνω.»

Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 20 Απριλίου 1730, ο Φουρμόντ γράφοντας στον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη Βιλλενεβέ, δικαιολογεί τους βανδαλισμούς του στην Σπάρτη σαν εκδίκηση, από την κακή απέναντί του συμπεριφορά των Μανιατών: «Βρίσκομαι σε έναν φοβερό τόπο, στην περίφημη Μάνη. Κακός λαός κι είμαι ευτυχής που γλίτωσα. Έφυγα από την βάρβαρη πατρίδα τους χωρίς να αποκομίσω τίποτα αξιόλογο, τίποτα για να βγουν τουλάχιστον τα έξοδά μου. Για να ξεσπάσω, για να εκδικηθώ αυτό το σκυλολόι, ρίχτηκα πάνω στην αρχαία Σπάρτη. Δεν ήθελα να μείνει τίποτα από την πόλη που έκτισαν οι πρόγονοί τους. Την έσβησα, την ανασκάλεψα, την ξεθεμελίωσα, δεν έμεινε λίθος επί λίθου.

Και γιατί, θα ρωτήσει η εξοχότης σας, επέπεσα με τόση μανία πάνω σε αυτή την πόλη, ώστε να γίνει αγνώριστη πληρώνοντας τις αμαρτίες των απογόνων της; Έχω την τιμή να σας απαντήσω. Ήταν πολύ αρχαία και έκρυβε με φιλαργυρίαν πολλούς θησαυρούς. Αυτό δεν μπορούσα να το συγχωρέσω. Ως τώρα κανένας ταξιδιώτης δεν τόλμησε να τους αγγίξει. Οι Βενετοί, μ’ όλο που υπήρξαν κάποτε κυρίαρχοι αυτής της χώρας, τους σεβάστηκαν. Έκρινα πως δεν έπρεπε να τρέφω τέτοιο σεβασμό. Τη ισοπέδωσα λοιπόν με κάθε επισημότητα. Κι αυτό προκάλεσε το θαυμασμό των Τούρκων, ενώ οι Έλληνες λύσσαξαν και οι Εβραίοι έμειναν κατάπληκτοι. Είμαι ήσυχος, πολύ περισσότερο γιατί απόκτησα από το ταξίδι μου πράγματα ικανά να θαμπώσουν όλους τους σοφούς.

Ποιος θα φανταζόταν ποτέ ότι θα ήταν δυνατόν να βρεθεί ο τάφος του Αγησιλάου και του Λύσανδρου, των περίφημων βασιλιάδων της Σπάρτης; Ποιος θα φανταζόταν πως ύστερα από τόσους πολέμους, σεισμούς και άλλες θεομηνίες που αφάνισαν αυτή την πόλη, θα έβρισκα ακόμη θαυμαστά μάρμαρα που μας κάνουν γνωστούς όλους τους εφόρους, ρήτορες και άλλες προσωπικότητες, άγνωστες ως την τελευταία καταστροφή που έγινε από εμένα;
Βιβλία δεν υπάρχουν», συνεχίζει στην επιστολή του ο βάνδαλος. «Πολλοί δεν ξέρουν σ’ αυτή την χώρα ούτε να γράφουν, ούτε να διαβάζουν. Χρησιμοποιούν τα χειρόγραφα για φυσέκια. Κι αφού δεν υπάρχουν βιβλία φρόντισα για κάτι άλλο, ώστε το ταξίδι μου να ωφελήσει τα Γράμματα. Αφοσιώθηκα με τόσο ενθουσιασμό σ’ αυτό κι έδωσα τέτοια χτυπήματα, που ο αντίλαλός τους θα ακουστεί σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν γκρεμίζει κανείς δύο και τρεις πολιτείες χωρίς θόρυβο. Εγώ τις ξεθεμέλιωσα, ενώ οι παλαιότεροι περιηγητές έρχονταν μόνο για να τις βρουν.»

Αποκαλυπτικό για το ανεξήγητο μίσος που έτρεφε ο Φουρμόντ προς την Σπάρτη και τα μέσα που χρησιμοποιούσε, είναι και η επιστολή του προς τον Καρδινάλιο Φλερύ. Του αναγγέλει ότι πήγε στην Λακωνία σε αναζήτηση παλαιών χειρογράφων. «Αλλά σεβασμιώτατε», γράφει σ’ αυτήν, «ο λαός, αυτά τα παιδιά της Λακεδαίμονος, δεν κράτησαν από τους προγόνους τους τίποτε άλλο από την αγάπη της ελευθερίας και την μανία του πολέμου. Το όνειρό τους είναι να αποκτήσουν όπλα. Τα βιβλία τα χρησιμοποιούν για τα φυσέκια τους…

Έριξα την θλίψη μου πάνω στην κυριότερη πόλη της περιοχής, την αρχαία Σπάρτη. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στα κτίσματα που κατά την γνώμη μου έκρυβαν θησαυρούς για τα Γράμματα. Ήταν κίονες, ανάβαθρα, ενεπίγραφες μετώπες. Ν’ αφήσω όλα αυτά σε άλλους (γιατί δεν είμαι εδώ ο μοναδικός ερευνητής), θα ήταν έλλειψη καλού γούστου, θα ήταν αδιαφορία για την τιμή του έθνους μου, θα σήμαινε πως είμαι ανάξιος να αντιληφθώ τις προθέσεις του βασιλιά μου και να εκπληρώσω τις διαταγές μου. Πρόκειται, όπως θα κατάλαβε η εξοχότης σας, για το καλό των Γραμμάτων.

Γι’ αυτό μίσθωσα εργάτες και κατέστρεψα ως τα θεμέλια τα λείψανα της υπέροχης αυτής πολιτείας, σε σημείο που να μην απομείνει λίθος επί λίθου. Μπορεί, σεβασμιώτατε, να καταντήσει σε λίγο ένας άγνωστος τόπος εγώ όμως έχω τον τρόπο να την αναστήσω στο πνεύμα των ανθρώπων, ακόμη και των πιο μακρινών γενεών, γιατί έχω καταρτίσει ολόκληρο κατάλογο των ιερέων και ιερειών της, των εφόρων, των αγορανόμων και των γυμνασίαρχων. Η καλή μου τύχη θέλησε να ανακαλύψω επιγραφές για πολλούς φιλοσόφους, ρήτορες, στρατηγούς, ποιητές, καλλιτέχνες, ακόμα και διάσημες γυναίκες, άγνωστες ως τώρα. Οι επιγραφές αυτές μας πληροφορούν ποιοι αυτοκράτορες ευεργέτησαν την πόλη, ποιοι ευλαβείς ιδιώτες έκτισαν ναούς, ποιοι από αλαζονεία χρηματοδοτούσαν δημόσια θεάματα.

Η ευσέβειά μου, σεβασμιώτατε, δεν έφτασε στο σημείο ν’ αφήσω στη γαλήνη, ούτε την τέφρα των βασιλιάδων. Σκόρπισα στον άνεμο την τέφρα του Αγησίλαου. Μπήκα στον τάφο του Λύσανδρου και ανακάλυψα τον τάφο του Ορέστη.»

Φαίνεται ότι η βουλιμία του Φουρμόντ να αφανίσει την πόλη του Λυκούργου, οφείλετο ως ένα σημείο και στην εδώ παρουσία και άλλων τυχοδιωκτών. Ο Γάλλος βάνδαλος αποκαλύπτει ότι στη Σπάρτη βρίσκονταν και άλλοι ερευνητές και ότι υπήρχε κίνδυνος να επωφεληθούν εκείνοι από τα δικά του ευρήματα. Σε ένα άλλο γράμμα του στον φίλο του Μπινώ, σημειώνει ότι στην Λακεδαίμονα βρισκόταν κάποιος Μόρισον, Άγγλος αρχαιοσυλλέκτης «μέθυσος, βάρβαρος, αγροίκος». Και προσθέτει «λύσσαξε που τον πρόλαβα.»
Σε άλλη επιστολή του, προς τον υπουργό του Λουδοβίκου Μορεπώ, αναφέρει: «Αν ήμουν ο μοναδικός ερευνητής, αν δεν έβρισκα αρχαιολογικούς θησαυρούς, αν δεν ανησυχούσα μήπως επωφεληθούν άλλοι από τις ανακαλύψεις μου, θα έφευγα αμέσως».
Η μεγάλη χαρά του μισέλληνα και απαίδευτου ρασοφόρου, η αγαλλίασή του για τη βεβήλωση και τον αφανισμό των λειψάνων της αρχαιότητος, εκδηλώνεται σε μια επιστολή του, πάλι από την Σπάρτη, προς τον Ιταλό μισσιονάριο Ντομένικο Ντελλαρόκα, που υπηρετούσε στη γαλλική Πρεσβεία της Πόλης: «Δεν άφησα λίθο επί λίθου» γράφει. «Πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι βρίσκομαι σ’ ένα παραλήρημα χαράς που κατόρθωσα να καταστρέψω ολότελα τις ξακουστές αυτές πολιτείες, έτσι όπως γίνεται σε πόλεμο. Το έκανα για την Γαλλία, για την Αυτού εξοχότητα. Αυτό αποτελεί για μένα μια νέα δόξα».
Φαίνεται ότι οι ντόπιοι, έστω και αργά, προσπάθησαν να αντιδράσουν, όταν κατάλαβαν τον πραγματικό ρόλο του σατανικού Γάλλου ιερωμένου, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, αφού ο Φουρμόντ είχε την έγκριση και την προστασία των Τούρκων. Σε μια παράγραφο στο γράμμα που έστειλε στον Σεβέν, γράφει: «Κατέβαλα πολύν κόπον για να κερδίσω με το μέρος μου τους Μυστριώτες. Εχρειάσθη να μεταχειρισθώ πολλήν σωφροσύνην, πολιτική, λεπτότητα, υπομονήν και αν θέλετε σθένος. Εκέρδισα προ πάντων με το μέρος μου τους Τούρκους και τους Εβραίους. Οι Έλληνες που είναι εδώ πολύ ισχυροί κατ’ αρχάς ήσαν πολύ ευχαριστημένοι να βλέπουν τα μάρμαρα αυτά αλλά όταν είδαν να ανέρχονται εις χιλιάδας και αντελήφθησαν ότι θα τα εναπόθετα πάλιν εις την γην βαθύτερα από όσον ήταν πρώτα, χωρίς να τους επιτρέψω να λάβουν αντίγραφα, επανήλθον εις τον φυσικόν των χαρακτήρα με την ελεεινήν των καχυποψίαν, αλλ’ έχων τους Τούρκους υπέρ εμού δεν τους φοβούμαι καθόλου».

Η πραγματική αλήθεια είναι ότι ένας μόνον Έλληνας έβρισκε θεσπέσιο το έργο του Γάλλου βανδάλου. Πρόκειται για τον γιατρό του Μυστρά Ηλία Δόξα, τουρκολάτρη, και μια από τις πιο σκοτεινές μορφές στην πολιτική ζωή της Πελοποννήσου. Εις την τειχωρυχίαν αυτήν, ο Γάλλος Αββάς είχε την υποστήριξη και τη συνδρομή του ιατρού Ηλία Δόξα.
Κατά τον σοφό καθηγητή του πανεπιστημίου Σωκράτη Κουγέα, ο Δόξας παρέσυρε τον Μητροπολίτη Παρθένιο και τους προκρίτους του Μυστρά «όχι μόνον εις το να βλέπουν τον βανδαλισμό του Φουρμόντ σιωπώντες και αδιαμαρτύρητοι, αλλά και να τους εκφράσουν δια ομαδικής επιστολής ευχαριστίας δι’ αυτόν».

Στην επιστολή του ο Παρθένιος και οι προύχοντες του Μυστρά, μεταξύ των οποίων και ο Δόξας, γράφουν: «Εμείς, πρέπει να κηρύττωμεν ευεργεσίαν δια της οποίας έμελλε, καθώς δεν μας έπρεπε, να δούμε εις τον καθ’ ημάς χρόνον, όλο το κάλλος και στολήν της παλαιάς πατρίδος. Ευχαριστούμεν ημείς τοιαύτην την μεγαλουργίαν, το κηρύττει η Πελοπόννησος, το υμνεί η Ελλάς, θέλει να δεχθή ως ένδοξον λείψανον της παλαιάς εκείνης ευδαιμονίας.

Δεν μένει άλλο να επιθυμήσωμεν θειότατε άνερ, παρά ή να μας αξιώσης και αύθις της γαληνοτάτης σου θέας και να μην μας αλησμονήσης καθώς μας έταξες εις τας ημέρας της δόξης σου, και ημείς θέλομεν το γράψει για άκραν ευλάβειαν εις την καρδίαν μας και θέλομεν το παραδώσει εις του απογόνους δια να το μεταδώσωσιν εις τους μέλλοντας αιώνας. Ω! πόσον οι πρόγονοί μας ήθελον στενάξει να ησθάνοντο τοσαύτην χάριν της θαυμασίας σου μεγαλοφροσύνης! Ας χαίρει η μεγαλόπολις Παρισίων όπου δέχεται εις τους θριάμβους της την παλαιάν Σπάρτην, και μεθ’ ημών την δούλην και ταπεινήν. Έρρωσο, τρισμέγιστε άνερ και δια την χάριν και δια την σοφίαν και δια την πατρίδα.»

Αλλά τόσος ήταν ο θαυμασμός του Δόξα προς τον Φουρμόντ, ώστε να του αφιερώσει και ένα ηρωοελεγειακό ποίημα. Το «ελεγείο» προσφωνείται: «τω σοφωτάτω και ελλογιμοτάτω ανδρί κυρίω Μιχαήλ Φουρμόντ, τω Παρισίησιν της εγκυκλοπαιδικής μαθήσεως και των υπό τας Ανατολάς γλωσσών αρίστω διδασκάλω κατά την παλαιάς Σπάρτης ανασκαφήν». Το ποίημα που αποτελείται από 34 στίχους, είναι ύμνος προς το κλέος της αρχαίας Σπάρτης και έπαινος προς τον Μιχαήλ Φουρμόντ, «όστις έφερεν εις το φώς τον κόσμον αυτής.» Παρά το ότι το μέτρο του ποιήματος δεν είναι τέλειο, οι στίχοι του δείχνουν εν τούτοις μια εκπληκτική αρχαιομάθεια του λογίου ιατρού του Μυστρά, αλλά συγχρόνως και τη δουλοπρέπεια ενός γραικύλου ο οποίος υπογράφει: «Εις αϊδίου ευλαβείας μαρτύριον Ηλίας Δόξας ο Σπαρτιάτης.»

Το εγκληματικό όργιο της καταστροφής των αρχαιοτήτων από τον Φουρμόντ, έγινε γνωστό στο Παρίσι και οι προϊστάμενοί του έσπευσαν να τον ανακαλέσουν. Σπουδαιότερος όμως λόγος της ανακλήσεως του Γάλλου τυχοδιώκτη ήταν ότι δεν κατόρθωσε ούτε ένα χειρόγραφο να αποκτήσεις, κάτι για το οποίο είχε κυρίως σταλεί στην Ελλάδα. Ανακλήθηκε ενώ βρισκόταν ακόμα στη Σπάρτη, τον Απρίλιο του 1730. Γύρισε στη Γαλλία και κατακρίθηκε δριμύτατα για τη λεηλασία των αρχαίων μνημείων και κατηγορήθηκε για πλαστογραφία και απάτη, αφού οι κριτικοί αμφισβήτησαν τη γνησιότητα της επιγραφικής συλλογής του, την οποία αποτελούσαν αντίγραφα 2.600 επιγραφών.

Η επιδρομή του Φουρμόντ στην Ελλάδα και η έκταση των καταστροφών που προξένησε στις αρχαιότητες, αποτέλεσαν σοβαρότατο πρόβλημα για την αρχαιολογική έρευνα για δύο σχεδόν αιώνες. Το 1801, ο Άγγλος περιηγητής Ντοντγουέλ που επισκέφτηκε τη Σπάρτη, ερεύνησε για τη δράση του Φουρμόντ συγκεντρώνοντας υλικό από διάφορες αφηγήσεις και προσπαθώντας να δώσει μια ευλογοφανή εξήγηση των βανδαλισμών του. Γράφει ο Άγλλος περιηγητής: «Ενώ ξεσήκωνα μερικές επιγραφές, βλέπω τον Μανουσάκη (ντόπιο εργάτη) να αναποδογυρίζει τα μάρμαρα και να τα κρύβει κάτω από τους θάμνους. Όταν τον ρώτησα τι σημαίνουν αυτά, μου εξήγησε ότι ήθελε να προφυλάξει τις επιγραφές, γιατί πριν πολλά χρόνια, ένας Γάλλος μυλόρδος που πήγε στη Σπάρτη, αφού ξεσήκωσε πολλές επιγραφές, εξαφάνισε με καλέμι τα γράμματα. Και πραγματικά μου έδειξε μεγάλες μαρμάρινες πλάκες από τις οποίες είχαν πελεκηθεί με βάρβαρο τρόπο οι επιγραφές. Αυτό είναι πασίγνωστο στον Μυστρά και το άκουσα από πολλούς σαν παράδοση, που όλοι θεωρούν πραγματικό γεγονός. Χωρίς αμφιβολία η καταστροφή των επιγραφών ήταν μια από τις ποταπές, ιδιοτελείς και αδικαιολόγητες πράξεις του Αββά Φουρμόντ, που περιηγήθηκε την Ελλάδα με διαταγή του Λουδοβίκου του ΙΕ’ το 1729.»

Τα χειρόγραφά του, τα ημερολόγια και οι επιγραφές βρίσκονται στη Βασιλική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι. Σ’ ένα γράμμα του προς τον κόμη Μωρεπά, ο Φουρμόντ καυχιέται ότι κατέστρεψε τις επιγραφές για να μην αντιγράψει κάποιος άλλος περιηγητής στο μέλλον. Πολλοί όμως υποθέτουν και όχι αβάσιμα, ότι ο Φουρμόντ με την καταστροφή των επιγραφών είχε σκοπό να ανακατέψει πλαστές και γνήσιες χωρίς να αφήσει ίχνη.

Ωστόσο από τη μελέτη των αναφορών και επιστολών του Φουρμόντ και του οδοιπορικού του φαίνεται ότι οι βανδαλισμοί του δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα ματαιοδοξίας, θρησκοληψίας ή κατοχύρωσης προσωπικών επιστημονικών θεωριών. Στο βάθος ο Φουρμόντ εκφράζει τον άγριο αγγλογαλλικό ανταγωνισμό στην αρπαγή Ελληνικών θησαυρών, που είχε αρχίσει από τον 16ο αιώνα. Όπως προαναφέρθηκε πανηγυρίζει που κατόρθωσε να προλάβει στη Σπάρτη έναν Άγγλο αρχαιοσυλλέκτη. Τέτοια αντιζηλία υπήρχε ανάμεσα στις δύο χώρες, ώστε οι λαφυραγωγήσεις των αριστουργημάτων της ελληνικής τέχνης να φτάνουν σε ακρότητες: Άγγλοι και Γάλλοι μοίρασαν το κεφάλι του αγάλματος του Απόλλωνα στη Δήλο το 1639, πριονίζοντάς το κάθετα από το μέτωπο ως το πηγούνι… Δεν είναι λοιπόν διόλου περίεργο, ότι ο Φουρμόν έφτασε ως την βαρβαρότητα για να παρεμποδίσει τις έρευνες των Άγγλων ανταγωνιστών. Αλλά αν αυτό δε συμβαίνει, πρέπει να δεχτούμε ότι ο Γάλλος τυχοδιώκτης, συντρίβοντας τις επιγραφές, τα μάρμαρα και τα κτίρια της Σπάρτης, ενεργούσε με σαλεμένο λογικό.

Τώρα, ύστερα από 290 ολόκληρα χρόνια, τα θύματα του Φουρμόντ βρίσκονται στα μουσεία και τις βιβλιοθήκες της Ευρώπης. Φυλακισμένοι θεοί, θεσπέσια μάρμαρα, πολύτιμα χειρόγραφα λουσμένα από τον ήλιο τον ελληνικό και μυρωμένα από την αύρα του Ταϋγέτου, σαπίζουν στις ανήλιαγες αίθουσες, περιφρονημένα κι απ’ αυτούς ακόμα τους ανθρώπους του χώρου που τα γέννησε.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΛΕΥΤΕΡΗ ΜΙΑ ΨΥΧΗ ΠΟΥ ΕΛΠΙΖΕΙ;


— Δεν καταλαβαίνω, Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο· πάλι μας μιλάς με παραβολές.
— Θα καταλάβεις στο γυρισμό, Σαριπούτο. Τώρα, σας είπα, είναι πολλά νωρίς. Χρόνια ζω τη ζωή και τον πόνο του ανθρώπου, χρόνια μεστώνω· ποτέ δεν είχα φτάσει, σύντροφοι, σε τόση ελευτερία. Γιατί; Γιατί πήρα μια μεγάλη απόφαση.
— Μια μεγάλη απόφαση, Δάσκαλε; Έκαμε ο Άναντα κι ανασήκωσε το κεφάλι, έσκυψε, φίλησε το άγιο πόδι του Βούδα· ποια απόφαση;
— Δε θέλω να πουλήσω την ψυχή μου στο Θεό, σε αυτό που λέτε εσείς Θεό· δε θέλω να πουλήσω την ψυχή μου στον Πειρασμό, σε αυτό που λέτε εσείς πειρασμό· δε θέλω να πουληθώ σε κανένα. Είμαι λεύτερος! Χαρά σε αυτόν που ξεφεύγει από τα νύχια του Θεού και του Πειρασμού, αυτός, αυτός μονάχα λυτρώνεται.
— Λυτρώνεται από τι; έκαμε ο Σαριπούτο κι ο ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του· λυτρώνεται από τι; Ένας λόγος απόμεινε στα χείλια σου, Δάσκαλε, και σε καίει.
— Δε με καίει, Σαριπούτο, με δροσίζει· δεν ξέρω, συμπαθάτε με, αν αντέχετε, αν μπορείτε να τον ακούσετε χωρίς να σας κυριέψει τρόμος.
— Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο, πάμε στον πόλεμο, μπορεί να μη γυρίσουμε· μπορεί να μη σε ξαναδούμε· φανέρωσέ μας το στερνό ετούτο λόγο, το στερνό σου· λυτρώνεται από τι;
Αργά, βαριά, σαν κορμί στην άβυσσο, έπεσε από τα σφιγμένα χείλια του Βούδα ο λόγος:
— Από τη λύτρωση.
— Από τη λύτρωση; Λυτρώνεται από τη λύτρωση; ξεφώνισε ο Σαριπούτο. Δάσκαλέ μου, δεν καταλαβαίνω!
— Καλύτερα, Σαριπούτο, καλύτερα· αν καταλάβαινες, θα τρόμαζες. Όμως, μάθετέ το, σύντροφοι, ετούτη είναι η λευτεριά η δικιά μου· λυτρώθηκα από τη λύτρωση!
Σώπασε· μα δεν μπορούσε πια να κρατηθεί:
— Κάθε άλλη λευτεριά, μάθετέ το, είναι σκλαβιά· αν ήταν να ξαναγεννιόμουν, για τη μεγάλη ετούτη λευτεριά θα πολεμούσα: για τη λύτρωση από τη λύτρωση… Μα φτάνει· πρώιμα είναι ακόμα να μιλούμε· θα τα πούμε σαν γυρίσετε από τον πόλεμο, αν γυρίσετε· έχετε γεια!
Ανάσανε βαθιά, έβλεπε τους μαθητές του να κοντοστέκουνται, χαμογέλασε.
— Τι κάθεστε; είπε· το χρέος σας ακόμα ο πόλεμος, σύρτε να πολεμήστε· έχετε γεια!
— Καλή αντάμωση, Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο, πάμε, κι ο Θεός βοηθός!
Ο Άναντα έμεινε ακίνητος· ο Βούδας τον κόχεψε ευχαριστημένος.
— Εγώ θα μείνω μαζί σου, Δάσκαλέ μου, είπε και κατακοκκίνισε.
— Άναντα αγαπημένε, έκαμε ο Βούδας, από φόβο;
— Από αγάπη, Δάσκαλέ μου.
— Δε φτάνει πια η αγάπη, πιστέ μου σύντροφε· δε φτάνει.
— Το ξέρω, Δάσκαλέ μου· την ώρα που μιλούσες είδα μια φωτιά ν' αγλείφει το στόμα σου.
— Δεν ήταν φωτιά, Άναντα, δεν ήταν φωτιά, ήταν ο λόγος. Καταλαβαίνεις, εσύ, μικρέ μου, πιστέ μου φίλε, τον περάνθρωπο τούτο λόγο;
— Καταλαβαίνω, θαρρώ· γι’ αυτό κι απόμεινα μαζί σου.
— Τι κατάλαβες;
— Όποιος λέει πως υπάρχει λύτρωση είναι σκλάβος· γιατί την πάσα στιγμή φλωροζυγιάζει κάθε του λόγο, κάθε του πράξη και τρέμει: Θα σωθώ; Δε θα σωθώ; Θα πάω στον ουρανό; Θα πάω στην Κόλαση; Πώς μπορεί να 'ναι λεύτερη μια ψυχή που ελπίζει; Όποιος ελπίζει, φοβάται τη ζωή ετούτη, φοβάται τη ζωή την άλλη, κρέμεται μετέωρος και περιμένει την τύχη ή το έλεος του Θεού.
Ο Βούδας έβαλε την απαλάμη στα μαύρα μαλλιά του Άναντα.
— Μείνε, είπε.
Κάμποση ώρα έμειναν αμίλητοι κάτω από το ανθισμένο δέντρο. Ο Βούδας χάδεψε αργά, πονετικά, τα μαλλιά του αγαπημένου μαθητή.
— Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή 'ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;
Ο Άναντα είχε σκύψει το κεφάλι και δε μιλούσε.
— Καταλαβαίνεις λοιπόν τώρα ποιος είναι ο τέλειος Λυτρωτής…
Σώπασε, και σε λίγο, παίζοντας ανάμεσα στα δάχτυλά του έναν ανθό που 'χε πέσει από το δέντρο:
— Ο Λυτρωτής που θα λυτρώσει τους ανθρώπους από τη λύτρωση.

Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, κεφάλαιο ΚΔ'

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Δα-Μήτηρ, Δήμητρα-Μητέρα

Η Δήμητρα ήταν κόρη του Κρόνου και της Ρέας. Αδερφή της Ήρας, της Εστίας, του Δία και του Ποσειδώνα. Η γέννηση της ακολούθησε την ίδια μοίρα με των αδερφών της. Ο Κρόνος κατάπινε τα παιδιά τους μόλις γεννιόντουσαν από φόβο μην του πάρουν το θρόνο. Η Ρέα μην αντέχοντας άλλο να χάνει τα παιδιά της, βοήθησε τον μικρότερο, τον Δία, να εκθρονίσει τον Κρόνο με ένα τέχνασμα και να ελευθερώσει τα αδέρφια του από την κοιλιά τους πατέρα τους.


Η θεά Δήμητρα ανήκε στο δωδεκάθεο του Ολύμπου και ήταν θεά της γονιμότητας και της βλάστησης του εδάφους, προστάτιδα της γεωργίας και μητέρα των δημητριακών, όπως δηλώνει και το όνομά της. Ήταν κόρη του Κρόνου και της Ρέας και αδελφή του Δία. Μαζί του απέκτησε την Περ*σεφόνη, ενώ από τον άλλο της αδελφό, τον Ποσειδώνα, που ενώθηκε μαζί της μεταμορφωμένος σε άλογο, απέκτησε επίσης μια κόρη που κανείς δεν τολμούσε να αναφέρει το όνομά της και ένα άλογο, τον Αρείονα.


Η Δήμητρα δίδαξε στους ανθρώπους την καλλιέργεια της γης. Σύμφωνα με το μύθο, μετά την απαγωγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, περιπλανήθηκε για εννιά μέρες κρατώντας πυρσούς και αναζητώντας την κόρη της. Τελικά έφθασε στην Ελευσίνα μεταμορφωμένη σε γριά, , όπου φιλοξενήθηκε στο ανάκτορο του βασιλιά Κελεού. Σε ανταπόδοση, ανέθρεψε το γιο του Δημοφώντα και καθιέρωσε τα Ελευσίνια Μυστήρια, που έγιναν η σπουδαιότερη γιορτή προς τιμήν της. Η Ελευσίνα ήταν και το κυριότερο κέντρο της λατρείας της, ενώ ιερά της υπήρχαν και σε πολλά ακόμη μέρη.


Η Δήμητρα ταυτίσθηκε με την πανάρχαια θεότητα της γονιμότητας και της ευφορίας και η λατρεία της ήταν διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα. Εκτός από τα Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια, προς τιμήν της τελούνταν τα λεγόμενα «Μικρά Μυστήρια» και τα Θεσμοφόρια κάθε φθινόπωρο, δηλαδή την εποχή της σποράς, στα οποία συμμετείχαν μόνο παντρεμένες γυ*ναίκες. Σύμβολά της ήταν τα στάχυα, ένα καλάθι γεμάτο καρπούς, η παπαρούνα, ο νάρκισσος και το ρόδι.


ΘΕΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΔΗΜΗΤΡΑ


Κατά τις ανασκαφές που έκανε στην Ελευσίνα η Αρχαιολογική Εταιρεία της Αθήνας, βρέθηκαν δυο ανάγλυφα αφιερωμένα στο θεό και στη θεά, χωρίς να αναφέρουν το όνομά τους.


Μια άλλη πανάρχαιη θεότητα της Ελευσίνος η Δάειρα ήταν σύμφωνα με το μύθο θυγατέρα του Ωκεανού και απόκτησε με τον Ερμή τον επώνυμο ήρωα της Ελευσίνας. Κι ενώ στην αρχή ήταν αντίζηλη και έχθρα της Δήμητρας, ενσωματώθηκε αργότερα στη λατρεία και μάλιστα ταυτίστηκε με την κόρη της θεάς, την Περσεφόνη. Η Περσεφόνη παίζει στην ελευσινιακή θρησκεία -όπου εξάλλου δεν παρουσιάζεται απ' αρχής- ένα λιγότερο σημαντικό ρόλο από της Δήμητρας. Είναι γνωστό πως η Περσεφόνη θεωρούνταν σύζυγος του Άδη και βασίλισσα των νεκρών. Αναρωτιέται κανένας "αν Περσεφόνη και Κόρη είναι δυο ονόματα της ίδιας θεότητας ή αν εκπροσωπούν δυο διαφορετικές θεότητες που συγχωνεύτηκαν.


Πιστεύω πως πρέπει να ταχτούμε με τη δεύτερη άποψη, επειδή η Περσεφόνη παρουσιάζεται μάλλον ως βασίλισσα του Άδη, ενώ η Κόρη ως θεά της νεαρής βλάστησης και προπαντός ως θυγατέρα και σωσίας της Δήμητρας, που μ' αυτήν είχε περίπου ταυτιστεί και σε σπάνιες μονάχα περιπτώσεις είχε επιτρέψει αυτή στη λατρεία της να ζήσει μιαν ανεξάρτητη ζωή". Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι στην Ελευσίνα η θυγατέρα της Δήμητρας ονομάζεται πάντα Κόρη και ποτέ Περσεφόνη. Ο Foucart πιστεύει πως πρόκειται για μια νέα θεότητα "πολύ διαφορετική από τη σκληρή και σκοτεινή συντρόφισσα του Άδη, η νεόφερτη δείχνει πραότητα και την καλοσύνη που χαρακτηρίζουν τη μητέρα της, τη Δήμητρα".


Κατά τη γνώμη του, η Κόρη δεν ήταν παρά ένα αντίγραφο της Δήμητρας κι ένα αντικαθρέπτισμα της. Για να εξηγήσει τούτο το γεγονός διατυπώνει την άποψη πως "η έννοια και το όνομα το ίδιο της Δήμητρας υποβάλλουν την ιδέα της γονιμότητας και της μητρότητας. Θα ήταν αντιφατικό να την φανταστούμε στείρα κι έτσι το θεώρησαν φυσικό να της αποδώσουν μια κόρη".


Στα αρχαιότερα έργα τέχνης συχνά είναι δύσκολο να πούμε κατηγορηματικά, αν η θεά που έχει παραστήσει ο καλλιτέχνης είναι η Δήμητρα ή η Κόρη, και όταν είναι και οι δυο μαζί, ποια είναι η Δήμητρα και ποια η Κόρη. Οι δυο αυτές θεότητες ακόμα και στη λατρεία είναι στενά δεμένες, η θυγατέρα όμως εξαρτάται πάντα από τη μητέρα. Είναι πραγματικό γεγονός πως βρέθηκαν έξω από την Ελευσίνα ίχνη λατρείας που αφορούσε μονάχα την Κόρη και είχαν υποθέσει μερικοί πως τα Μικρά Μυστήρια της Άγρας ήταν αφιερωμένα σ' αυτήν ειδικά. Ωστόσο, άλλοι συγγραφείς δεν δέχονται αυτήν την περίπτωση.



http://visaltis.blogspot.com

Στίβεν Χόκινγκ : Δεν υπάρχει παράδεισος


Οι δηλώσεις του Στίβεν Χόκινγκ για μια ακόμη φορά αναμένεται να πυροδοτήσουν ποικίλες αντιδράσεις. Σε συνέντευξή του υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει ζωή μετά θάνατον.
Ο 69χρονος Χόκινγκ αναμενόταν ότι θα πεθάνει μέσα σε λίγα χρόνια από τη στιγμή που διαγνώστηκε ότι πάσχει από μια ασθένεια του νευρομυϊκού συστήματος (πλευρική αμυοτροφική σκλήρυνση ή νόσο Lou Gehrig) σε ηλικία 21 ετών, αλλά τελικά έγινε ένας από τους διασημότερους επιστήμονες στον κόσμο με το βιβλίο του "Το Χρονικό του Χρόνου" το 1988.

"Ζω με την προοπτική του πρόωρου θανάτου τα τελευταία 49 χρόνια. Δεν φοβάμαι τον θάνατο, αλλά δεν βιάζομαι και να πεθάνω. Έχω τόσο πολλά να κάνω, " δηλώνει στην εφημερίδα Guardian.

"Θεωρώ τον εγκέφαλο έναν υπολογιστή που θα σταματήσει να λειτουργεί όταν καταρρεύσουν τα εξαρτήματά του. Δεν υπάρχει παράδεισος ή ζωή μετά θάνατον για κατεστραμμένους υπολογιστές. Αυτό είναι ένα παραμύθι για όσους φοβούνται το σκοτάδι."

Ερωτηθείς για το πως πρέπει να ζούμε απάντησε: "Πρέπει να αναζητούμε την ύψιστη αξία των πράξεών μας."

Ο Χόκινγκ παραχώρησε τη συνέντευξη ενόψει της διάσκεψης της Google Zeitgeist στο Λονδίνο, όπου θα είναι ομιλητής μαζί με τον Βρετανό υπουργό Οικονομικών Τζορτζ Όσμπορν και τον βραβευμένο με Νομπέλ, οικονομολόγο Γιόζεφ Στίγκλιτς.

Απαντώντας στην ερώτηση "Γιατί βρισκόμαστε εδώ;" θα επιχειρηματολογήσει ότι μικρές κβαντικές διακυμάνσεις στα πρώτα στάδια του σύμπαντος άνοιξαν τον δρόμο για την εξέλιξη της ανθρώπινης ζωής.


Πάντα στο στόχαστρο

Ο πρώην Λουκασιανός καθηγητής Μαθηματικών και Θεωρητικής Φυσικής στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, μία θέση που στο παρελθόν κατείχε και ο Ισαάκ Νεύτων, έχει παράδοση στα σχόλιά του περί θρησκείας που προκαλούν αντιδράσεις.

Το βιβλίο του το 2010 "Το Μεγάλο Σχέδιο" προκάλεσε έντονες αντιδράσεις μεταξύ των θρησκευτικών ηγετών, ανάμεσά τους και στον ραβίνο Σακς, για την θέση του ότι δεν χρειάζεται μία θεϊκή δύναμη για να εξηγήσει κανείς την δημιουργία του σύμπαντος.

Εξαιτίας της ανίατης ασθένειάς του, ο Χόκινγκ είναι σχεδόν παράλυτος και καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι. Επικοινωνεί χρησιμοποιώντας έναν υπολογιστή και ένα ειδικό φωνητικό σύστημα.

Το 2009 νοσηλεύτηκε σε σοβαρή κατάσταση μετά από μία εκπαιδευτική περιοδεία του στις ΗΠΑ, αλλά έκτοτε επέστρεψε στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ ως διευθυντής ερευνών στο τμήμα εφαρμοσμένων Μαθηματικών.

Πηγή: http://astrikiprovoli.blogspot.com/

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

ΠΑΙΟΝΙΑ: «εἴμ᾽ ἐκ Παιονίης ἐριβώλου»


ΠΑΙΟΝΙΑ: «εἴμ᾽ ἐκ Παιονίης ἐριβώλου» 'ιστορική προσέγγιση'
Η επιγραφή του 'Διόνυσου του Παιονικού'. Βρέθηκε στην περιοχή του Κιλκίς

Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος
http://echedoros-a.blogspot.com/2009/06/blog-post_13.html


Μια επιγραφή που βρέθηκε στην περιοχή Τίκβες του κράτους των Σκοπίων και δημοσιεύθηκε πριν από μια εικοσαετία περίπου, αναφέρεται στον βασιλιά των Παιόνων Δροπίωνα το γιο του Λέοντος.
Η επιγραφή αυτή έχει ως εξής:
«ΔΡΟΠΙΟΝΑ ΛΕΟΝΤΟΣ Π(ΑΤΕΡΑ?)
ΚΑΙ ΜΩΑΝΤΑ
ΒΑΣΙΛΕΑ ΠΑΙΟΝΩΝ
ΤΩΝ Π- ΑΠΕΤΗ»
Η γραφή της επιγραφής, που ήταν στην ελληνική, δεν εντυπωσίασε ιδιαίτερα την ιστορική κοινότητα. Εκείνο, όμως, που ανέτρεπε δεδομένα ήταν η αναφορά της στο βασιλιά της Παιονίας Δροπίωνα!
Ο Δροπίων βασίλευσε περί το 279 π.Χ., και αναφέρεται από τον Παυσανία. Έστησε, μάλιστα, στους Δελφούς, όπως αναφέρει, ως τιμητικό ανάθεμα, μια χάλκινη κεφαλή βίσωνος. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως σύμφωνα με τον Παυσανία οι βίσωνες της περιοχής ήταν ιδιαίτερα δασείς (μαλλιαροί) στο στήθος και στη γενειάδα. (Παυσ. Θ, 21.)
Εντυπωσίασε, λοιπόν, το γεγονός της παρουσίας των Παιόνων στη μετααλεξανδρινή εποχή με ελληνική γραφή και ελληνικά ονόματα. Μέχρι τότε πιστεύονταν πως επρόκειτο για ένα βόρειο και άγριο λαό, σχεδόν βάρβαρο. Ήταν γνωστά, βέβαια, τα βασιλικά ονόματα των Παιόνων αλλά δεν γνωρίζαμε τίποτε σχετικά με τη γλώσσα και τη γραφή του λαού αυτού.
Οι μαρτυρίες του Ηροδότου, του Στράβωνα, του Παυσανία ή ακόμη και του Θουκυδίδη, δεν ήταν πολύ κολακευτικές για τον λαό αυτόν.
Όταν όμως ανακαλύφθηκε το έτος 1877, στην Ολυμπία, το βάθρο ενός ανδριάντα στο οποίο υπήρχε ανάγλυφη επιγραφή που έγραφε πως είχε στηθεί από το Κοινό των Παιόνων προς τιμή του βασιλιά Δροπίωνα, τότε διασαφηνίστηκε πλήρως πως επρόκειτο για ένα αρχαίο ελληνικό φύλο.

Η επιγραφή της Ολυμπίας:

“[Δρω]πίωνα Λέοντος
[βα]σιλέα Παιόνων
[κ]αὶ κτίστην τὸ κοινὸν
τῶν Παιόνων ἀνέθηκε
ἀρετῆς ἕνεκεν
καὶ εὐνοίας τῆς ἐς αὐτούς”
Επιβεβαιώθηκε έτσι πως οι Παίονες συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες στους οποίους έπαιρναν μέρος μόνον Έλληνες.
Η ιστορική ενασχόληση περί Μακεδονίας τον τελευταίο μισό αιώνα, είχε βάλει στο περιθώριο την έρευνα αυτού του αρχέγονου και σκληροτράχηλου ελληνικού φύλου.
Νέα διάσταση έδωσε μια άλλη επιγραφή που βρέθηκε το 1961, στο χωριό Κεντρικό του Κιλκίς (αρχαία Κρηστωνία). Η επιγραφή αυτή που είναι ανάγλυφη σε βάθρο και είναι διπλής όψης έχει ως εξής:
«ΔΙΟΝΥΣΟΝ ΠΑΙΟΝΙΚΟΝ ΙΕΡΗΤΕΥΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΑΝΕΘΗΚΕΝ»
Και στην άλλη όψη αναγράφονται τα εξής:
«ΔΑΡΕΑΣ ΣΩΠΑΤΡΟΥ ΔΙΟΝΥ
ΣΩ ΠΑΙΟΝΙΚΩ ΙΕΡΗΤΕΥΩΝ
ΑΝΕΘΗΚΕΝ ΜΕΤΑ ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ
[ΤΟΥ] ΥΙΟΥ ΕΚ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ»

Μέσα από τη θρησκευτική αυτή διάσταση της επιγραφής, όπου λατρεύεται ο Διόνυσος ο Παιονικός, στην πάλαι ποτε Κρηστωνία, αναφαίνεται η λαλούσα γλώσσα, των απλών κατοίκων Παιόνων της περιοχής. Στη συγκεκριμένη επιγραφή έχουμε τα ονόματα κατοίκων που είναι: Δαρέας, Σώπατρος και Νικάνωρ. Κοινά ελληνικά ονόματα.
Τον 5ο αιώνα π.Χ., με την επέκταση των Μακεδόνων, το κράτος των Παιόνων είχε συρρικνωθεί βορειότερα της λίμνης Δοϊράνης.


Ιστορική διαδρομή

Πολλές αναφορές γίνονται στην Ιλιάδα του Ομήρου για τους Παίονες και την ηρωϊκή συμπεριφορά τους.
Στον πόλεμο της Τροίας βρίσκονταν με το πλευρό των Τρώων. Πρωτεύουσά τους, τότε, ήταν η Αμυδώνα που βρισκόταν στις όχθες του Αξιού ποταμού. Αρχηγός τους ήταν ο Πυραίχμης. (όνομα που προέρχεται από: πυρ & αιχμή).



Αναφέρει σχετικά ο Όμηρος:
"Αὐτὰρ Πυραίχμης ἄγε Παίονας ἀγκυλοτόξους
τηλόθεν ἐξ Ἀμυδῶνος ἀπ᾽ Ἀξιοῦ εὐρὺ ῥέοντος,
Ἀξιοῦ οὗ κάλλιστον ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν"
(Ιλιάς β’ 850)


δηλαδή,

"Οι τοξοφόροι Παίονες με τον Πυραίχμην ήλθαν
μακρόθεν, από τον Αξιόν, πλατύροο ποτάμι
το ωραιότερο της γης, και απ’ την Αμυδώνα."

Στη διάρκεια των ομηρικών χρόνων οι Παίονες είχαν ένα δυνατό και μεγάλο κράτος. Η Παιονία συνόρευε με τη Δαρδανία και τους Αρδιαίους Θράκες, είχε υπό την κατοχή της όλες τις περιοχές περί τον Αξιό ποταμό, περί το Στρυμόνα και έφθανε μέχρι το Παγγαίο όρος.
Αναφέρει ο Στράβων:
«Ὅτι καὶ πάλαι καὶ νῦν οἱ Παίονες φαίνονται πολλὴν τῆς νῦν Μακεδονίας κατεσχηκότες, ὡς καὶ Πέρινθον πολιορκῆσαι, καὶ Κρηστωνίαν καὶ Μυγδονίδα πᾶσαν καὶ τὴν Ἀγριάνων μέχρι Παγγαίου ὑπ' αὐτοῖς γενέσθαι».
(Γεωγραφικών ζ΄)
Ο ίδιος συγγραφέας μας δηλώνει πως μερικοί λέγουν πως οι Παίονες ήρθαν στην περιοχή ως άποικοι των Φρυγών, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως ήταν αρχηγοί αυτών. Αυτές, όμως, είναι εικασίες που δεν μπορούν να θεμελιώσουν κάτι το ιδιαίτερο.
Η Παιονία είχε επεκταθεί μέχρι την Πιερία και την Πελαγονία όπου η τελευταία ονομαζόταν παλαιότερα Ορεστία. Μας πληροφορεί μάλιστα πως ο Αστεροπαίος που καταγότανε από την Παιονία και πολέμησε στην Τροία, ήταν γιος του Πελαγόνου και οι Παίονες ονομάζονταν, επίσης, Πελαγόνες. Υπήρχε δηλαδή ταύτιση της Πελαγονίας με την Παιονία.
Γράφει ο Στράβων στο ίδιο βιβλίο:
«Τοὺς δὲ Παίονας οἱ μὲν ἀποίκους Φρυγῶν, οἱ δ' ἀρχηγέτας ἀποφαίνουσι, καὶ τὴν Παιονίαν μέχρι Πελαγονίας καὶ Πιερίας ἐκτετάσθαι φασί· καλεῖσθαι δὲ πρότερον Ὀρεστίαν τὴν Πελαγονίαν, τὸν δὲ Ἀστεροπαῖον, ἕνα τῶν ἐκ Παιονίας στρατευσάντων ἐπ' Ἴλιον ἡγεμόνων, οὐκ ἀπεικότως υἱὸν λέγεσθαι Πηλεγόνος, καὶ αὐτοὺς τοὺς Παίονας καλεῖσθαι Πελαγόνας.»

Χαρακτηριστική είναι η απάντηση του ομηρικού Αστεροπαίου στον Αχιλλέα για τη χώρα του. Ο Όμηρος την χαρακτηρίζει απομακρυσμένη και τον Παίονα ήρωα ως γιο του Πηλεγόνος.
« Πηλεΐδη μεγάθυμε τί ἦ γενεὴν ἐρεείνεις;
εἴμ᾽ ἐκ Παιονίης ἐριβώλου τηλόθ᾽ ἐούσης
Παίονας ἄνδρας ἄγων δολιχεγχέας·
ἥδε δέ μοι νῦν
ἠὼς ἑνδεκάτη ὅτε Ἴλιον εἰλήλουθα.
αὐτὰρ ἐμοὶ γενεὴ ἐξ Ἀξιοῦ εὐρὺ ῥέοντος
Ἀξιοῦ, ὃς κάλλιστον ὕδωρ ἐπὶ γαῖαν ἵησιν,
ὃς τέκε Πηλεγόνα κλυτὸν ἔγχεϊ· τὸν δ᾽ ἐμέ φασι
γείνασθαι· νῦν αὖτε μαχώμεθα φαίδιμ᾽ Ἀχιλλεῦ»
(ραψωδία Φ 153)

Μετάφραση :

«Πηλείδη μεγαλόψυχε», του αντείπε ο Αστεροπαίος,
«την γενεάν μου τι ερωτάς; Από την Παιονίαν
είμαι την μεγαλόσβωλην την απομακρυσμένη
και των Παιόνων αρχηγός των μακρολογχοφόρων.
Η ενδεκάτη έφεξε αυγή που έφθασα στην Τροίαν,
κατάγομαι απ’ τον Αξιόν, πλατύροο ποτάμι,
το ωραιότερο της γης, και ο Πηλεγών υιός του,
περίφημος κονταριστής, εγέννησεν εμένα.
Και τώρ’ ας πολεμήσωμε, λαμπρότατε Πηλείδη.».


Πιο κάτω θα αναφέρει ο Όμηρος και γι’ άλλους Παίονες.

Έτσι έχουμε τα παιονικά ονόματα: Θερσίλοχος, Μύδωνας, Θράσιος, Αστύπυλος, Αίνιος, Μνήσος, Οφελέστης.
Συγκεκριμένα:
«ἔνθ᾽ ἕλε Θερσίλοχόν τε Μύδωνά τε Αστύπυλόν τε
Μνῆσόν τε Θρασίον τε καὶ Αἵνιον ἠδ’ Ὁφελέστην·»
(ραψωδία Φ,200)
Δηλαδή,
«έστρωσ’ εκεί, Θερσίλοχον, Μύδωνα και Θρασίον
και Αστύπυλον και Αίνιον και Μνήσον και Οφελέστην»

Ενώ σε ένα άλλο σημείο της Ιλιάδας έχουμε το όνομα του Απισάονος που ήταν γιος του Ιππασίδη:

"καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ,
καὶ βάλεν Ἱππασίδην Ἀπισάονα ποιμένα λαῶν
ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων, εἶθαρ δ᾽ ὑπὸ γούνατ᾽ ἔλυσεν,
ὅς ῥ᾽ ἐκ Παιονίης ἐριβώλακος εἰληλούθει, 350
καὶ δὲ μετ᾽ Ἀστεροπαῖον ἀριστεύεσκε μάχεσθαι."
Ὁμήρου Ἰλιὰς Ρ 343

δηλαδή,
"και ακόντισε την λόγχην
στο συκώτι του Απισάονος, μεγάλου πολεμάρχου,
του Ιππασίδη, και νεκρόν τον κύλησε στο χώμα.
Από την μεγαλόστηλην είχ’ έλθει Παιονίαν
μαχητής πρώτος, δεύτερος απ’ τον Αστεροπαίον."
(σε μετάφραση :Ι. Πολυλά)

Την εποχή του Στράβωνα ως κυρίως Παιονία χαρακτηρίζεται η περιοχή της αμφαξίτιδας, του άνω ρου, του Αξιού ποταμού. Γράφει στα γεωγραφικά του:
«Παίονες δὲ τὰ περὶ τὸν Ἀξιὸν ποταμὸν καὶ τὴν καλουμένην διὰ τοῦτο Ἀμφαξῖτιν»
Έτσι βλέπουμε πως είχαν αποκοπεί από τα παράλια και είχαν συγκεντρωθεί στις πηγές του Στρυμώνα και Αξιού ποταμού.

Ο αρχηγέτης των Παιόνων και τα παιονικά φύλα

Ο Παυσανίας μας δίνει μια διάσταση για την ονομασία των Παιόνων. Διηγείται ο Παυσανίας (Βιβλίο V –Ἠλιακών Α’):
« Ο Αέθλιος, που ήταν γιος του Δία, και η Πρωτογένεια, που ήταν κόρη του Δευκαλίωνα, έκαναν ένα γιο τον Ενδυμίωνα. Αυτόν τον αγάπησε η Σελήνη. Και από τη θεά αυτή απέκτησε τρεις γιους και μια κόρη. Τον Παίονα, τον Επειό και τον Αιτωλό και κόρη την Ευρυκύδα.
Ο Ενδυμίωνας προκήρυξε αγώνα δρόμου στην Ολυμπία μεταξύ των γιων του για το βασιλικό θρόνο και νίκησε ο Επειός. Ο Παίονας στεναχωρημένος από την ήττα, έφυγε όσο μπορούσε πιο μακριά και από αυτόν πήρε το όνομα Παιονία η περιοχή που βρίσκονταν πέρα από τον Αξιό ποταμό.»
Η αναφορά του Ομήρου για τους Παίονες και το ιππικό τους στα χρόνια του Τρωϊκού πολέμου, μας παρέχει την εικόνα ενός αρχέγονου λαού που είχε εδραιώσει στα βόρεια ένα ισχυρό και μεγάλο κράτος.
Πότε άρχισε να συρρικνώνεται παραδίδοντας εδάφη στους αρχαίους Θράκες δεν μας είναι γνωστό. Κατάλοιπα όμως του μεγάλου κράτους των Παιόνων βρίσκουμε σε πολλές περιοχές.
Έτσι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, έχουμε διασκορπισμένες παιονικές φυλές στο γενικότερο ιστορικό χώρο της χερσονήσου: τους Σιροπαίονες, Γρααίους, Λαιαίους, Παιόπλες, Παναίους και άλλες μικρότερες γύρω από την Πρασιάδα λίμνη.
Γνωστές παιονικές πόλεις είναι η αναφερόμενη από τον Όμηρο Αμυδώνα, καθώς η Άστιβος (σημερινή σκοπιανή πόλη Στιπ), η Δόβηρος (που αναφέρεται στην εκστρατεία του Σιτάλκη), γύρω στη λίμνη Δοϊράνη, το Αστραίον (σημερινή σκοπιανή Στρώμνιτσα) και οι Στόβοι.

Γνωστοί Παίονες βασιλείς:

Πυραίχμης (στον τρωϊκό πόλεμο)
Άγις, ήταν σύγχρονος του Φίλιππου της Μακεδονίας
Λύκκειος, περί τα 359 340 π. Χ.
Πατράος, περί τα 340 315 π. Χ.
Αυδολέων, γιος του Πατράου, περί τα 315 286 π. Χ.
Αρίστων, γιος και διάδοχος του Αυδολέοντος.
Δροπίων, περί τα 279 π.Χ.

Πολλές ιστορικές αναφορές έχουμε στη διάρκεια των μακεδονικών χρόνων όπου οι Παίονες βρίσκονταν σε συνεχή αντιπαλότητα με το αναπτυσσόμενο μακεδονικό κράτος. Μετά το θάνατο το Μ. Αλεξάνδρου ακολούθησαν εκ νέου μια ελεύθερη ιστορική πορεία.
Εν κατακλείδι σημειώνουμε πως η ισχυρή παρουσία των Παιόνων διήρκησε πάνω από χίλια χρόνια και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες τις ελληνικές ιστορικές περιόδους.

ΠΗΓΗ ΜΙΚΡΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 2010 μ.Χ.

Η στάση απέναντι στο θάνατο από τον ΟΜΗΡΟ τον ΚΑΛΛΙΝΟ και τον ΑΡΧΙΛΟΧΟ

Με το παρόν θα εξετάσουμε κάποια αποσπάσματα από το Ζ της Ιλιάδας (στίχοι 381/502), αποσπάσματα από το λ της Οδύσσειας (στίχοι 465/491 και 541/567), καθώς και δύο ποιήματα, των Καλλίνου και Αρχιλόχου. Σκοπός μας είναι να διερευνήσουμε την στάση των παραπάνω ποιητών απέναντι στον θάνατο, όπως καταγράφεται στα εν λόγω ποιήματα. Για να μπορέσει, όμως, να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο τον αντιμετωπίζουν οι ποητές, θα πρέπει, παράλληλα, να συνεκτιμήσουμε το ευρύτερο ιδεολογικοπολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι που επικρατούσε την εποχή που έζησε ο καθένας τους, το οποίο σαφέστατα επηρέασε τις αντιλήψεις τους. Τέλος, θα επιχειρήσουμε τον εντοπισμό των βασικών σημείων στα οποία συμφωνούν ή διαφοροποιούνται οι απόψεις που εκφράζονται στα αποσπάσματα του Ομήρου, από εκείνες που χαρακτηρίζουν τα ποιήματα των άλλων δύο, σε συνάρτηση με τις σημαντικές οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στον ελληνισμό κατά τον 7ο π.Χ αιώνα και επηρεάζουν την λυρική ποίηση.
1η Ενότητα


Ι. ΙΛΙΑΔΑ, ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ, ΣΤΙΧΟΙ 381/502


Η Ιλιάδα είναι το κατ’ εξοχήν έπος όπου προβάλλονται οι αρετές και οι αξίες της αριστοκρατίας. Το συγκεκριμένο απόσπασμα της ραψωδίας Ζ αποτελεί μία από τις πλέον δημοφιλείς σκηνές του έπους. Είναι η περίφημη Έκτορος και Ανδρομάχης ομιλία1. Στην παρουσίαση του κειμένου, ο Όμηρος προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη για κάτι το δυσάρεστο. Η προετοιμασία της συνάντησης λαμβάνει χώρα σε ένα ζοφερό σκηνικό. Όλοι είναι ανήσυχοι, το ίδιο και ο Έκτορας. Όλα αυτά παρουσιάζονται παραστατικά στους στίχους 381/393. Στην συνέχεια ο ήρωας συναντά την αγαπημένη του σύζυγο και τον μικρό του γιο στις Σκαιές πύλες. Εκεί ακριβώς από τον στίχο 407 ξεκινά η στιχομυθία του ζευγαριού με προφανή σκοπό να πείσει ο ένας τον άλλον. Πρώτη ξεκινά η σύζυγος, η Ανδρομάχη, η οποία θα επιδιώξει να ασκήσει την ανασταλτική της δύναμη πάνω στον Έκτορα για να μην πράξει το χρέος του όπως το νοιώθει εκείνος. Το κλίμα είναι φορτισμένο συναισθηματικά. Η Ανδρομάχη διηγείται τον αφανισμό της οικογενείας της και το σκλάβωμα της μητέρας της από τον Αχιλλέα (στ.413/428), υπενθυμίζοντας έτσι την φοβερή του δύναμη. Είναι μία προσπάθεια εκλογίκευσης του συζύγου της εκ μέρους της. Συνεπεία τούτου η ίδια δεν έχει κανέναν στον κόσμο, εκτός από εκείνον που είναι τα πάντα για εκείνη. Αποτελεί τον πατέρα, την μάνα, τον αδερφό, αλλά και τον ποθητό της σύντροφο στο κρεββάτι (στ.429/430). Ελπίζει έτσι να του αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές με την κατάθεση ψυχής που κάνει. Βασικά τα επιχειρήματά της εστιάζονται σε ένα κρίσιμο δίλημμα που του θέτει, δίνοντας προτεραιότητα στις συνέπειες του θανάτου του στην οικογένεια και στην πόλη του. Ο χαμός του θα επιφέρει την καταστροφή της Τροίας, καθώς και τον θάνατο ή την σκλαβιά των δικών του. Για τον λόγο αυτό τον προτρέπει να σταθεί στις επάλξεις του κάστρου και να πολεμήσει από εκεί τον εχθρό και όχι να χαθεί άδικα.


Ο Έκτορας από την άλλη συναισθάνεται τις οδυνηρές συνέπειες του θανάτου του, αλλά η θέση του δεν του επιτρέπει να παραβεί των κώδικα της ηρωϊκής συμπεριφοράς που καθορίζεται ως άγραφος κανόνας για τους ανδρείους. Η επιλογή του να δώσει μία μάχη εκ προοιμίου χαμένη υπαγορεύεται από την παραπάνω λογική, σύμφωνα με την οποία η αποφυγή του πολέμου θεωρείται καταδικαστέα. Αντιθέτως, η πολεμική ανδρεία και το κλέος επιβραβεύονται με την αθάνατη φήμη που θα ακολουθεί τον ήρωα, τόσο όσο βρίσκεται εν ζωή, όσο και μετά τον θάνατό του. Οποιαδήποτε άλλη στάση εκ μέρους του θα επιφέρει την λοιδωρία των συμπολιτών του και την κοινωνική κατακραυγή. Πρόκειται επομένως για μία οριακή κατάσταση, όπου το κυρίαρχο ιδεολόγημα τού υπαγορεύει την χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα θυσία του. Με αυτό οδηγό, ο ήρωας προσπαθεί να ερμηνεύσει τα παραπάνω (στ.440/446). Ωστόσο, βλέπει και ο ίδιος ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσει η Τροία την καταστροφή. Εκείνο που τον λυπεί, όμως, ιδιαίτερα είναι η τύχη της γυναικός του. Ένας ακόμα λόγος να τον κάνει να αναζητά τον θάνατο, προκειμένου να μην ζήσει τούτον τον εφιάλτη (στ.450/465).


Στην συνέχεια με λόγους παραμυθίας επιχειρεί να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα. Σηκώνει στα χέρια του τον Αστυάνακτα τον μονάκριβο γιο του και εύχεται να φθάσει και ει δυνατόν να ξεπεράσει στην γενναιότητα και στο κλέος τον ίδιο τον πατέρα του. Άλλη μία απόδειξη της επικρατούσης άποψης για τον ρόλο του ανδρός, και μάλιστα του αριστοκράτη, σε αυτές τις κοινωνίες (στ.466/484). Επιπλέον, δίνει και άλλη μία πτυχή για τις απόψεις της εποχής του περί θανάτου. Το ότι κανείς δεν πρόκειται να πεθάνει πριν την ώρα του και πως η μοίρα καθορίζει το πότε. Άλλωστε, ουδείς ξεφεύγει του ριζικού του. Όλοι στον Άδη καταλήγουν, δειλοί και ανδρείοι (στ.487/489). Τέλος, διώχνει την Ανδρομάχη, υπενθυμίζοντας της το χρέος της ως γυναίκα και σύζυγος. Η τελευταία πινελιά του δράματος ξετυλίσσεται στο σπίτι τους, όπου τόσο η ίδια όσο και οι θεραπαινίδες της προσδοκώντας το βέβαιο του θανάτου του, τον μοιρολογούσαν ζωντανό, ούσες σίγουρες για τον χαμό του.
ΙΙ. ΟΔΥΣΣΕΙΑ, ΡΑΨΩΔΙΑ λ, ΣΤΙΧΟΙ 465/491 ΚΑΙ 541/567
Στο έτερο ομηρικό έπος, την Οδύσσεια, πληροφορούμαστε την κατάληξη των πραγμάτων. Στην Νέκυϊα2 συγκεκριμένα, όπως τιτλοφορείται η ραψωδία λ, το σκηνικό αλλάζει. Μεταφερόμαστε σε ένα αυτούσιο σκηνικό θανάτου, όπου ο Άδης είναι η φυσική κατάληξη όλων ανεξαιρέτως των τεθνεώτων. Στο υπό εξέταση απόσπασμα παρατηρούμε ένα σφόδρα αντιηρωϊκό πλαίσιο. Στον κάτω κόσμο συνωστίζονται οι ψυχές τόσο των κοινών θνητών, όσο και των ηρώων. Ο χρόνος εδώ τελεί υπό άλλη διάσταση. Ο Οδυσσέας βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος των νεκρών. Εκεί, μεταξύ άλλων, συναντά τον θρυλικό Αχιλλέα. Ο δεύτερος εξεπλάγη που συνάντησε τον υιό του Λαέρτη σε τούτο τον τόπο των σκιών. Η στιχομυθία που ακολουθεί είναι δεικτική των αντιλήψεων του νεκρού ήρωα. Τα πρώτα λόγια του δίνουν ένα πρώτο στίγμα των όσων θα εκστομίσει αργότερα (στ.470/476). Ο Οδυσσέας, αφού τον αναγνώρισε ξεκίνησε αμέσως να πλέκει το εγκώμιο του Μυρμιδόνα βασιλέα και των κατορθωμάτων του. Η κυριαρχία του ηρωϊκού ιδεώδους επανέρχεται προς στιγμήν στο προσκήνιο μέσα από τα λεγόμενα του (στ.477/486).


Ο Αχιλλέας, όμως, ως νεκρός πλέον, έχει σχηματίσει μία τελείως διαφορετική θεώρηση περί ζωής και θανάτου. Η έκπληξη που δοκιμάζει ο Λαερτίδης είναι μεγάλη. Ο Αιακίδης, όπως τον αποκάλεσε, με την απόκρισή του αποποιείται τον τιμημένο και ηρωϊκόύ θάνατο. Στους στίχους 488/491 απομυθοποιεί το κλασικό μοτίβο του ήρωα, του κλέους και της δόξης που τον συνοδεύει. Η ζωή είναι γλυκιά και επιθυμητή, ακόμη και για τον πιο ταπεινό. Δηλώνει, μάλιστα, με έμφαση στον συνομιλητή του ό,τι, θα προτιμούσε να δούλευε ως απλός εργάτης σε έναν άκληρο στον πάνω κόσμο, παρά να είναι βασιλιάς στον κόσμο των νεκρών. Βλέπουμε καθαρά την πλήρη ανατροπή των μέχρι τότε διαδεδομένων πεποιθήσεων. Ενώ με τον θάνατό του ο Αχιλλέας υπηρετεί τον ηρωϊσμό και το κλέος, με την εμφάνισή του αυτή στην Νέκυια σηματοδοτεί την υποχώρηση του ηρωϊκού ιδεώδους και προεξαγγέλει την εμφάνιση ποιημάτων με θέματα που στρέφονται γύρω από την χαρά της ζωής. Αυτόν τον ρόλο, εξάλλου αναλαμβάνει η συμποτική λυρική ποίηση.


Από την άλλη πλευρά αναδεικνύεται η αριστοκρατική ιδεολογία, όπου ταυτίζεται με το πρόσωπο του τρομερού Αίαντα, δεύτερου τη τάξει στην ανδρεία των Αχαιών, μετά τον Αχιλλέα. Στην συνάντηση του Αίαντα με τον Οδυσσέα, βλέπουμε την υποβολή εκ νέου της ιδέας του ηρωϊκού θανάτου. Η θέα του πρώτου με την σιωπηλή και χολωμένη εκφραστικότητα που αναπαριστώνται ανάγλυφα στο πρόσωπό του, δηλώνει απερίφραστα ότι δεν έχει αλλάξει στα πιστεύω του. Η ακραία ομολογουμένως επιλογή του, επίτασσε την αυτοκτονία από την ατίμωση της δόξας που ενέχει η επιδίκαση των όπλων του Αχιλλέα στον Οδυσσέα και όχι σε εκείνον που κατά κοινή ομολογία το δικαιούνταν. Για τον λόγο αυτό ο Οδυσσέας προτίμησε να προσπεράσει, παρά τις όποιες ενοχές που ένοιωθε (στ.541/567).
ΙΙΙ. ΚΑΛΛΙΝΟΣ «ΣΤΑ ΟΠΛΑ, ΣΤΑ ΟΠΛΑ»
Με την ελεγεία του Καλλίνου «Στα όπλα, στα όπλα» επανέρχεται στο προσκήνιο η ιδεολογία του ηρωϊσμού και συνδέεται με τον πατριωτισμό. Παραπέμπει ευθέως στον ωραίο θάνατο των ομηρικών ηρώων και της υστεροφημίας που εξασφαλίζεται με αυτόν. Διαπιστώνουμε συνεπώς, τη συνέχεια της ομηρικής παράδοσης στην εποχή της Λυρικής ποίησης. Η συνέχεια αυτή διακρίνεται ολοφάνερα στους στίχους του ποιήματός του, όπου πιστοποιείται έμπρακτα η επιρροή του έπους στην ελεγεία.


Με αφορμή, λοιπόν, την εισβολή των Κιμμερίων βαρβάρων, οι οποίοι αποτέλεσαν μία σοβαρή απειλή για τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας τον 7ο αιώνα, προσπαθεί να αφυπνίσει τους νέους. Ο λόγος του παρουσιάζει δύο βασικά στοιχεία. Την πρόσκληση στη μάχη και την απαραίτητη πειθώ που επιστρατεύει προς επίρρωση αυτού του σκοπού. Ο ποιητής καλεί τους νέους, οι οποίοι παρουσιάζονται αδιάφοροι, να ξεσηκωθούν και να πολεμήσουν. Επιχειρεί να τους απαλλάξει από τον φόβο του θανάτου, ώστε να ριχτούν στον υπέρ πάντων αγώνα με αυταπάρνηση υπερασπιζόμενοι την πόλη τους.


Για να στηρίξει αυτή την πρόσκληση ο Καλλίνος, υπεισέρχεται στην αναγκαία πειθώ με συγκεκριμένα επιχειρήματα. Αυτά συνίστανται στο κλέος του γενναίου πολεμιστή, την ανάγκη προστασίας των αμάχων, καθώς και στο αναπόφευκτο του θανάτου, η στιγμή του οποίου είναι αυστηρά καθορισμένη από την μοίρα (στ.1-13). Το ποίημα ανήκει στο είδος της προτρεπτικής ελεγείας που εκφράζει την ιδεολογία της αρχαϊκής πόλης του 7ου αιώνος, της οποίας η διατήρηση εξαρτάται από την πολεμική αρετή των οπλιτών που απαρτίζουν την οπλιτική φάλαγγα.


IV. ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ «Ο ΡΙΨΑΣΠΙΣ»


Ο Αρχίλοχος, τώρα, σύγχρονος του Καλλίνου, στο δικό του ποίημα εκφράζει μία εντελώς διαφορετική θεώρηση για την ζωή και τον θάνατο, που συμφωνεί με τις νέες τάσεις και απόψεις που επικρατούν αυτή τη χρονική περίοδο στον ελληνικό κόσμο. Σε αυτό το τετράστιχο αποτυπώνεται ανάγλυφα η ρήξη με το ηρωϊκό παρελθόν. Η μέχρι τότε κυρίαρχη ιδεολογία, όπως εκφράστηκε στα Ομηρικά έπη, δίνει την θέση της σε μία νέα προοπτική η οποία προκρίνει την αγάπη για την ζωή και τις χαρές της. Ο άλλοτε τιμημένος θάνατος στο πεδίο της μάχης δεν χαίρει καμμίας εκτίμησης από τον ποιητή.


Άλλωστε, αυτή του η στάση περιγράφεται πολύ παραστατικά στους στίχους του με την απογύμνωση της υψηλής συμβολικής αξίας του κατεξοχήν πολεμικού συμβόλου στην ελληνική αρχαιότητα, της ασπίδας. Σε απόλυτη αντιστοιχία με τις παραπάνω διαπιστώσεις, έρχεται η αντιμετώπιση του θανάτου από τον Αρχίλοχο ως συμφορά. Κατά συνέπεια, παρατηρούμε μια έντονη διάσταση του ιδίου με το βασικό ιδεολόγημα που επικρατεί στην προτρεπτική ελεγεία. Το άτομο και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης καταλαμβάνουν την ύψιστη θέση στην ιεραρχία που θέτει ο ποιητής. Σε αντιδιαστολή βρίσκονται οι ανάγκες της κοινωνίας και οι προτεραιότητες που θέτει το οργανωμένο ανθρώπινο σύνολο.


2η Ενότητα


ΣΗΜΕΙΑ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΨΕΩΝ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΝΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΙΛΟΧΟΥ


Όπως γίνεται διακριτό, η εποχή συγγραφής των Ομηρικών επών, γύρω στον 9ο αιώνα π.Χ εκφράζει τα ιδεώδη ενός αριστοκρατικού ηρωϊκού κόσμου. Ιδιαίτερα η Ιλιάδα βρίθει τέτοιων αναφορών. Στους στίχους του αποσπάσματος από την ραψωδία Ζ ο Όμηρος μας δίνει μια ζωντανή περιγραφή της επικρατούσης άποψης που διέπει την εποχή του. Η ίδια καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του Έκτορα, ο οποίος θα πρέπει να δώσει, όπως και τελικά δίνει το παράδειγμα της αυτοθυσίας. Δεν φείδεται της ζωής του, προκειμένου να υπηρετήσει τον ιερό σκοπό για τον οποίο έχει ορκιστεί να θυσιαστεί αν παραστεί ανάγκη.


Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται ο Καλλίνος, αν και τοποθετείται χρονολογικά στον 7ο αιώνα π.Χ. Εμφορείται από τα ίδια ιδανικά, παρότι μεταγενέστερος. Η προτροπή του στους νέους έχει σκοπό να αφυπνίσει τα πατριωτικά τους αντανακλαστικά. Ο λόγος του φλογερός αναδύει ένα έντονο πατριωτικό συναίσθημα. Ο τρόπος που εκφράζεται παραπέμπει ευθέως στην ομηρική κοσμοαντίληψη: «Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης»3. Ακόμη και η αναφορά του στο αναπόφευκτο του θανάτου, όταν κοπεί το νήμα της ζωής από τις μοίρες μας φέρνει στον νου την αντίστοιχη αναφορά του Έκτορα στο Ζ της Ιλιάδας. Εκεί όπου σύμφωνα με τις αντιλήψεις του ήρωα, οι οποίες όπως προαναφέραμε αντικατοπτρίζουν αυτές του συνόλου, κανείς και ποτέ, είτε δειλός είτε ανδρείος, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από το ριζικό του.


Σε αντίθεση με τις παραπάνω αντιλήψεις, παρατηρούμε μία εντυπωσιακή αλλαγή πλεύσης του ίδιου του Ομήρου στην ραψωδία λ της Οδύσσειας του. Αυτή εντοπίζεται στην απόκριση του βασικού πρωταγωνιστή της Ιλιάδας, του Αχιλλέα, στον Οδυσσέα. Εδώ λαμβάνει χώρα η απομυθοποίηση του δοξασμένου θανάτου, ενώ ταυτόχρονα προτιμάται ανενδοίαστα το αγαθό της ζωής. Έστω και στην πιο ταπεινή της μορφή. Σε αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι ως ένα βαθμό, για το τι θα επακολουθήσει στην Οδύσσεια, μας προϊδεάζουν τα λεγόμενα του Έκτορα στο Ζ (στ.488-489). Ο Άδης υποδέχεται όλους τους νεκρούς, χωρίς διαχωρισμούς σε γενναίους και ριψάσπιδες.


Έχοντας κατά νου το παραπάνω ο Αρχίλοχος που έζησε και αυτός τον 7ο αιώνα, δεν δείχνει να προτιμά τον θάνατο στην μάχη, τουναντίον τον αφορίζει και κλείνει πονηρά το μάτι στα θέλγητρα της ζωής. Θέλει να γευτεί κάθε πτυχή της και προτιμά να παραμείνει ζωντανός για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Όσο για την ασπίδα η γνώμη του είναι πως θα βρει άλλη. Ας την έχει να την χαίρεται ο βάρβαρος που την πήρε.


Συμπεράσματα


Η συγκεκριμένη, λοιπόν, τοποθέτηση απηχεί τα νέα τεκταινόμενα που διαδραματίζονται στον ελληνικό κόσμο από τα μέσα του 7ου. Οι αλλαγές είναι πολλές και μεγάλες. Υπάρχει ρήξη και μάλιστα κάθετη με το παρελθόν. Άλλοτε διαπιστώνεται κάποια συνέχεια, όπως στην περίπτωση του Καλλίνου με τις προτροπές του στις ελεγείες του και άλλοτε μία νέα αρχή, όπως οι ιδέες του Αρχιλόχου. Η παλαιά εποχή των ηρωϊκών κατορθωμάτων έχει περάσει. Ο κόσμος άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι δεν τον εκφράζει πλέον το ηθικό δίδαγμα του έπους. Νοιώθει απόμακρος και ξεκομμένος από μια μακρινή εποχή που μιλά για τα επιτεύγματα και τους πολέμους των Θεών και των επιφανών ανθρώπων της. Ο ηρωϊσμός εθεωρείτο προνόμιο των λίγων, των εκλεκτών αρχόντων και των βασιλιάδων. Η ατομικότητα των υπολοίπων χάνονταν μπροστά στην υπερπροβολή των ολίγων. Αυτά, όμως, ήταν τα πρότυπα της Μυκηναϊκής εποχής και των σκοτεινών αιώνων που επακολούθησαν. Στις μέρες του β’ αποικισμού τον 7ο νέα σύνορα ανοίγονταν στους Έλληνες. Η ναυτιλία, το εμπόριο και η βιοτεχνία έδωσαν την δυνατότητα σε πολλούς να πλουτίσουν, δίχως να είναι κατ΄ανάγκην απόγονοι αριστοκρατών. Έχουμε την δημιουργία νέων εύρωστων τάξεων. Οι ίδιοι απαιτούσαν καλύτερους όρους και συνθήκες διαβίωσης. Σύντομα θα αρχίσουν οι κοινωνικοί αγώνες των νέων αυτών τάξεων για τον περιορισμό σε πρώτη φάση των αυθαιρεσιών της άρχουσας αριστοκρατικής τάξης. Ενώ, σε δεύτερο στάδιο θα επιδιώξουν την ενεργότερη συμμετοχή τους στα κοινά και θα απαιτήσουν μερίδιο στην εξουσία. Την εποχή αυτή ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τη συλλογικότητα και αρχίζει να αναπτύσσει την δική του προσωπικότητα και να εξωτερικεύει αυτό που αισθάνεται. Επομένως, ήταν φυσικό να εκφραστούν όλες οι προαναφερθείσες κοσμογονικές αλλαγές κάποια στιγμή από τις τέχνες. Έτσι έκανε την εμφάνισή της η Λυρική ποίηση που μετουσίωσε όλα τα παραπάνω, εκκινώντας από εντελώς διαφορετική βάση από εκείνη της επικής.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Γ.Αναστασίου, Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, Τόμος Α΄
Κώστας Δούκας, Ομήρου Ιλιάς, Εκδόσεις ΙΔΕΟΘΕΑΤΡΟΝ, Αθήνα, 2000
1 Γ.Αναστασίου, Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, Τόμος Α΄, Κεφ.2, Σελ.64
2 Αναστασίου, ό.π: 82
3 Κώστας Δούκας, Ομήρου Ιλιάς, Εκδόσεις ΙΔΕΟΘΕΑΤΡΟΝ, Αθήνα, 2000, Ραψ. Μ, Σελ. 243