MACEDONIA

PAIONIANS

About

Kαλώς ήλθατε στη σελίδα μας!

Είμαι ο Αστεροπαίος απο την Παιονία της Μακεδονίας έλαβα μέρος στον πόλεμο της Τροίας στα χρόνια των Ηρώων, στη μεριά των Τρώων. Ενας πόλεμος μεταξύ αδελφών κράτησε 10 ολόκληρα χρόνια.............. Πολέμησα για την Ελένη την ωραιότερη γυναίκα που είδε άνθρωπος ποτέ στον κόσμο όλο. Οι σπουδαιότεροι πολεμιστές του κόσμου βρέθηκαν εκει για να διεκδίκησουν τούτο το θησαυρό.

Οδυσσέας Ελύτης

Εδω θα βρείτε προσωπικούς προβληματισμούς και ενδιαφέροντα θέματα για την Ελλάδα.

ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΘΕΟΣ : ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ

Ασκληπιός - Θεός θεραπευτής.

θΕΑ της νόησης = ΑΘΗΝΑ

ΑΘΗΝΑ ΘΕΑ ΤΗΣ ΝΟΗΣΗΣ - Προστάτιδα του Ομηρικού Οδυσσέα.

ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ

ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ σήμερα

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Ύμνος Αθήνας - Ορφικός Υμνος

Ύμνος Αθήνας

Ώ Παλλάδα μονογενής, πού είσαι το σεμνό τέκνον του μεγάλου Διός, σεβαστή μακαριά θεά, πού διεγείρεις τον θόρυβο του πολέμου, κρατερόκαρδε.
Σύ αγαπάς τα όπλα οιστρηλατείς (ξεσηκώνεις) τις ψυχές των ανθρώπων με μανίες είσαι ή κόρη πού γυμνάζεις (ασκείς) καί έχεις φρικτήν οργήν (διότι τρομάζουν με την Οργή σου).
Εσύ εφόνευσες την Γοργόνα, αποφεύγεις το συζυγικό κρεββάτι, αλλά είσαι ή πολυευτυχι-σμένη μητέρα των τεχνών.
Εσύ παρέχεις παρορμήσεις, αγαπάς να ξεσηκώνης οίστρον (μανίαν) εις τους κακούς, εις τους ανθρώπους όμως είσαι ή φρόνησις (ή φρονιμάδα) εγεννήθης εκ φύσεως αρσενική καί θηλυκή, εσύ γεννάς τους πολέμους, αλλά είσαι και ή σύνεσις.
Ποικιλόμορφε, πού βλέπεις με οξύτητα, ενθουσιαστική, πού έχεις λαμπράν τιμήν εσύ εξωλόθρευσες τους Φλεγραίους γίγαντας, εσύ οδηγείς τους ίππους. Είσαι ή Τριτογένεια μας απαλλάσσεις από τα κακά, είσαι ή θεά. πού μας φέρεις την νίκην ή γαλανομάτα, ή εφευρίσκουσα τέχνας, ή βασίλισσα πού δέχεται πολλές ικεσίες ήμερα καί νύχτα πάντοτε στις τελευταίες ώρες άκουσε τις ευχές μου καί δόσε μας είρήνην, πού παρέχει πολλήν εύτυχίαν, καί ικανοποίησιν καί υγείαν μ' ευτυχισμένες ώρες
-----------------------------------------------------------------------------------
Παλλάς μουνογενή>, μεγάλου Διός έκγονε σεμνή, δία, μάκαιρα θεά, πολεμόκλονε, ομβριμόθυμε, άρρητε, ρητή, μεγαλώνυμε, αντροδίαιτε, ή διέπεις όχθους υψαύχενας ακρωρείους ηδ' όρεα σκιόεντα, νάπαισί τε σήν φρένα τέρπεις,οπλοχαρής, οιστρούσα βροτών ψυχάς μανίαισι, γυμνάζουσα κόρη, φρικώδη θυμόν έχουσα,Γοργοφόνη, φυγόλεκτρε, τεχνών μήτερ πολύολβε, ορμάστειρα, φίλοιστρε κακοίς, αγαθοίς δέ φρόνησις:
άρσην μέν καί θήλυς έφυς, πολεματόκε, μήτι,αιολόμορφε, δράκαινα, φιλένθεε, αγλαότιμε, Φλεγραίων ολέτειρα Γιγάντων, ιππελάτειρα,Τριτογένεια, λύτειρα κακών, νικηφόρε δαίμον, ήματα καί νύκτας αιεί νεάταισιν εν ώραις,
κλύθί μου ευχομένου, δός δ' ειρήνην πολύολβον καί κόρον ηδ' υγίειαν † επ' ευόλβοισιν † εν ώραις, γλαυκώφ', ευρεσίτεχνε, πολυλλίστη βασίλεια.

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Τα Δελφικά αυτά παραγγέλματα

Στον πρόναο του Ναού του Απόλλωνος στους Δελφούς, αναγράφονταv τα δύο περίφημα Δελφικά παραγγέλματα, "ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ" και "ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ", εκατέρωθεν του ιερού γράμματος "Ε".
Τα Δελφικά αυτά παραγγέλματα, μαζί με άλλα 145 ακόμη, 147 συνολικά ήταν οι υποθήκες που παρέδωσαν οι Επτά Σοφοί στις επερχόμενες γενιές, "ωφελήματα ανθρώποις ες βίον".

Παυσανίας, "Ελλάδος Περιήγησις", βιβλ. 10 ("Φωκικά"), κεφ. 24, §1, 1-13: Εν δε τω προνάω τω εν Δελφοίς γεγραμμένα εστίν ωφελήματα ανθρώποις ες βίον, εγράφη δε υπό ανδρών ους γενέσθαι σοφούς λέγουσιν Έλληνες. Ούτοι δε ήσαν εκ μεν Ιωνίας Θαλής τε Μιλήσιος και Πριηνεύς Βίας, Αιολέων δε των εν Λέσβωι Πιττακός Μυτιληναίος, εκ δε Δωριέων των εν τη Ασία Κλεόβουλος Λίνδιος, και Αθηναίός τε Σόλων και Σπαρτιάτης Χίλων· τον δε έβδομον Πλάτων ο Αρίστωνος αντί Περιάνδρου του Κυψέλου Μύσωνα κατείλοχε τον Χηνέα· κώμη δε εν τη Οίτη τω όρει ωκούντο αι Χήναι. Ούτοι ουν οι άνδρες αφικόμενοι ες Δελφούς ανέθεσαν τω Απόλλωνι τα αδόμενα Γνώθι σαυτόν και Μηδέν άγαν.
Ιωάννης Στοβαίος, "Ανθολόγιον", βιβλ. 3, κεφ. 1, §173:
Σωσιάδου των επτά σοφών υποθήκαι.

ΕΠΟΥ ΘΕΩ
ΝΟΜΩ ΠΕΙΘΟΥ
ΘΕΟΥΣ ΣΕΒΟΥ
ΓΟΝΕΙΣ ΑΙΔΟΥ

ΓΝΩΘΙ ΜΑΘΩΝ
ΗΤΤΩ ΥΠΟ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΑΚΟΥΣΑΣ ΝΟΕΙ
ΣΑΥΤΟΝ ΙΣΘΙ

ΓΑΜΕΙΝ ΜΕΛΛΕ
ΚΑΙΡΟΝ ΓΝΩΘΙ
ΦΡΟΝΕΙ ΘΝΗΤΑ
ΞΕΝΟΣ ΩΝ ΙΣΘΙ

ΕΣΤΙΑΝ ΤΙΜΑ
ΑΡΧΕ ΣΕΑΥΤΟΥ
ΦΙΛΟΙΣ ΒΟΗΘΕΙ
ΘΥΜΟΥ ΚΡΑΤΕΙ

ΠΡΟΝΟΙΑΝ ΤΙΜΑ
ΦΡΟΝΗΣΙΝ ΑΣΚΕΙ
ΟΡΚΩ ΜΗ ΧΡΩ
ΦΙΛΙΑΝ ΑΓΑΠΑ

ΔΟΞΑΝ ΔΙΩΚΕ
ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΝΤΕΧΟΥ
ΨΕΓΕ ΜΗΔΕΝΑ
ΕΠΑΙΝΕΙ ΑΡΕΤΗΝ

ΣΟΦΙΑΝ ΖΗΛΟΥ
ΚΑΛΟΝ ΕΥ ΛΕΓΕ
ΠΡΑΤΤΕ ΔΙΚΑΙΑ
ΕΥΓΕΝΕΙΑΝ ΑΣΚΕΙ

ΦΙΛΟΙΣ ΕΥΝΟΕΙ
ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ
ΚΑΚΙΑΣ ΑΠΕΧΟΥ
ΚΟΙΝΟΣ ΓΙΝΟΥ

ΕΛΠΙΔΑ ΑΙΝΕΙ
ΦΥΛΑΚΗ ΠΡΟΣΕΧΕ
ΦΘΟΝΕΙ ΜΗΔΕΝΙ
ΕΥΕΡΓΕΣΙΑΣ ΤΙΜΑ

Ο ΜΕΛΛΕΙΣ, ΔΟΣ
ΤΕΧΝΗ ΧΡΩ
ΥΦΟΡΩ ΜΗΔΕΝΑ
ΛΑΒΩΝ ΑΠΟΔΟΣ

ΗΘΟΣ ΔΟΚΙΜΑΖΕ
ΣΟΦΟΙΣ ΧΡΩ
ΕΥΧΟΥ ΔΥΝΑΤΑ
ΦΟΝΟΥ ΑΠΕΧΟΥ

ΓΝΟΥΣ ΠΡΑΤΤΕ
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΓΙΝΟΥ
ΟΣΙΑ ΚΡΙΝΕ
ΕΥΛΟΓΕΙ ΠΑΝΤΑΣ

ΔΙΑΒΟΛΗΝ ΜΙΣEI
ΔΟΛΟΝ ΦΟΒΟΥ
ΕΧΩΝ ΧΑΡΙΖΟΥ
ΥΙΟΥΣ ΠΑΙΔΕΥΕ

ΠΑΣΙΝ ΑΡΜΟΖΟΥ
ΙΚΕΤΑΣ ΑΙΔΟΥ
ΥΒΡΙΝ ΜΙΣΕΙ
ΟΡΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

ΧΡΟΝΟΥ ΦΕΙΔΟΥ
ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ
ΦΙΛΩ ΧΑΡΙΖΟΥ
ΙΔΙΑ ΦΥΛΑΤΤΕ

ΑΚΟΥΕ ΠΑΝΤΑ
ΑΛΛΟΤΡΙΩΝ ΑΠΕΧΟΥ
ΕΥΦΗΜΟΣ ΙΣΘΙ
ΔΙΚΑΙΩΣ ΚΤΩ

ΑΓΑΘΟΥΣ ΤΙΜΑ
ΚΡΙΤΗΝ ΓΝΩΘΙ
ΓΑΜΟΥΣ ΚΡΑΤΕΙ
ΤΥΧΗΝ ΝΟΜΙΖΕ

ΕΓΓΥΗΝ ΦΕΥΓΕ
ΑΠΛΩΣ ΔΙΑΛΕΓΟΥ
ΟΜΟΙΟΙΣ ΧΡΩ
ΔΑΠΑΝΩΝ ΑΡΧΟΥ

ΚΤΩΜΕΝΟΣ ΗΔΟΥ
ΑΙΣΧΥΝΗΝ ΣΕΒΟΥ
ΧΑΡΙΝ ΕΚΤΕΛΕΙ
ΕΥΤΥΧΙΑΝ ΕΥΧΟΥ

ΤΥΧΗΝ ΣΤΕΡΓΕ
ΕΡΓΑΖΟΥ ΚΤΗΤΑ
ΑΚΟΥΩΝ ΟΡΑ
ΠΑΙΣ ΩΝ ΚΟΣΜΙΟΣ ΙΣΘΙ

ΓΛΩΤΤΑΝ ΙΣΧΕ
ΟΝΕΙΔΟΣ ΕΧΘΑΙΡΕ
ΚΡΙΝΕ ΔΙΚΑΙΑ
ΥΒΡΙΝ ΑΜΥΝΟΥ

ΑΙΤΙΩ ΠΑΡΟΝΤΑ
ΧΡΩ ΧΡΗΜΑΣΙΝ
ΛΕΓΕ ΕΙΔΩΣ
ΦΘΙΜΕΝΟΥΣ ΜΗ ΑΔΙΚΕΙ

ΑΛΥΠΩΣ ΒΙΟΥ
ΟΜΙΛΕΙ ΠΡΑΩΣ
ΦΙΛΟΦΡΟΝΕΙ ΠΑΣΙΝ
ΕΥΓΝΩΜΩΝ ΓΙΝΟΥ

ΓΥΝΑΙΚΟΣ ΑΡΧΕ
ΥΙΟΙΣ ΜΗ ΚΑΤΑΡΩ
ΣΕΑΥΤΟΝ ΕΥ ΠΟΙΕΙ
ΕΥΠΡΟΣΗΓΟΡΟΣ ΓΙΝΟΥ

ΒΟΥΛΕΥΟΥ ΧΡΟΝΩ
ΠΟΝΕΙ ΜΕΤ' ΕΥΚΛΕΙΑΣ
ΠΡΑΤΤΕ ΣΥΝΤΟΜΩΣ
ΑΠΟΚΡΙΝΟΥ ΕΝ ΚΑΙΡΩ

ΕΡΙΝ ΜΙΣΕΙ
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ ΕΥΛΟΓΟΣ
ΗΒΩΝ ΕΓΚΡΑΤΗΣ
ΑΤΥΧΟΥΝΤΙ ΣΥΝΑΧΘΟΥ

ΟΦΘΑΛΜΟΥ ΚΡΑΤΕΙ
ΟΜΟΝΟΙΑΝ ΔΙΩΚΕ
ΑΡΡΗΤΟΝ ΚΡΥΠΤΕ
ΤΟ ΚΡΑΤΟΥΝ ΦΟΒΟΥ

ΦΙΛΙΑΝ ΦΥΛΑΤΤΕ
ΚΑΙΡΟΝ ΠΡΟΣΔΕΧΟΥ
ΕΧΘΡΑΣ ΔΙΑΛΥΕ
ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΘΗΡΩ

ΕΥΦΗΜΙΑΝ ΑΣΚΕΙ
ΓΗΡΑΣ ΠΡΟΣΔΕΧΟΥ
ΑΠΕΧΘΕΙΑΝ ΦΕΥΓΕ
ΕΠΙ ΡΩΜΗ ΜΗ ΚΑΥΧΩ

ΠΛΟΥΤΕΙ ΔΙΚΑΙΩΣ
ΔΟΞΑΝ ΜΗ ΛΕΙΠΕ
ΚΑΚΙΑΝ ΜΙΣΕΙ
ΚΙΝΔΥΝΕΥΕ ΦΡΟΝΙΜΩΣ

ΠΛΟΥΤΩ ΑΠΙΣΤΕΙ
ΧΡΗΣΜΟΥΣ ΘΑΥΜΑΖΕ
ΑΠΟΝΤΙ ΜΗ ΜΑΧΟΥ
ΜΑΝΘΑΝΩΝ ΜΗ ΚΑΜΝΕ

ΣΕΑΥΤΟΝ ΑΙΔΟΥ
ΟΥΣ ΤΡΕΦΕΙΣ, ΑΓΑΠΑ
ΜΗ ΑΡΧΕ ΥΒΡΙΖΕΙΝ
ΕΠΑΓΓΕΛΟΥ ΜΗΔΕΝΙ

ΤΕΛΕΥΤΩΝ ΑΛΥΠΟΣ
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΝ ΑΙΔΟΥ
ΧΑΡΙΖΟΥ ΑΒΛΑΒΩΣ
ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΔΙΔΑΣΚΕ

ΤΥΧΗ ΜΗ ΠΙΣΤΕΥΕ
ΜΗ ΕΠΙ ΠΑΝΤΙ ΛΥΠΟΥ
ΕΠΙ ΝΕΚΡΩ ΜΗ ΓΕΛΑ
ΕΥ ΠΑΣΧΕ ΩΣ ΘΝΗΤΟΣ

ΒΙΑΣ ΜΗ ΕΧΟΥ
ΕΞ ΕΥΓΕΝΩΝ ΓΕΝΝΑ
ΜΕΣΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣ
ΤΩ ΒΙΩ ΜΗ ΑΧΘΟΥ

ΠΕΡΑΣ ΕΠΙΤΕΛΕΙ ΜΗ ΑΠΟΔΕΙΛΙΩΝ
ΦΕΙΔΟΜΕΝΟΣ ΜΗ ΛΕΙΠΕ

ΑΔΩΡΟΔΟΚΗΤΟΣ ΔΙΚΑΖΕ
ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

ΑΜΑΡΤΑΝΩΝ ΜΕΤΑΝΟΕΙ
ΠΡΑΤΤΕ ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΩΣ

ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

«Το έργο του Ιουλιανού, "Μισοπώγων", είναι τόσο θαυμάσιο και πνευματώδες, ώστε με δυσκολία μπορεί κανείς να το αποδώσει σε αυτοκράτορα».

«Το έργο του Ιουλιανού, "Μισοπώγων", είναι τόσο θαυμάσιο και πνευματώδες, ώστε με δυσκολία μπορεί κανείς να το αποδώσει σε αυτοκράτορα».
Will Durrant

Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Ιουλιανός, έγραψε τον «Μισοπώγωνα» στις αρχές του 363, όταν βρισκόταν στην Αντιόχεια, προετοιμαζόμενος για να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών. Ο Ιουλιανός είχε την πρόθεση να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο), από την Κωνσταντινούπολη στην Αντιόχεια. Εκεί συνάντησε όμως μια εχθρότητα, κυρίως λόγω του ότι δεν ήταν χριστιανός (Ο φιλέλληνας Ιουλιανός ήταν ο μοναδικός μη χριστιανός αυτοκράτορας του Βυζαντίου και είχε απαγορέψει μάλιστα με νόμο, να τον αποκαλούν «δεσπότη»), αλλά ακολουθούσε την ελληνική θρησκεία. Η σεμνότητά του και ο λιτός τρόπος ζωής του, που δεν συμβάδιζε με ζωή αυτοκράτορα, έγιναν αντικείμενο χλεύης και ειρωνείας απ' τους χριστιανούς κατοίκους της Αντιόχειας. Τον παρομοίαζαν σαν πίθηκο και νάνο, ενώ δεν παρέλειπαν να επικρίνουν τις θυσίες ζώων στους θεούς, παρομοιάζοντάς τον με χασάπη. Βασικός στόχος όμως της χλεύης, αποτέλεσε η «φιλοσοφική» γενειάδα του Ιουλιανού, με την οποία όπως έλεγαν ειρωνικά, μπορούσε να πλέξει κάποιος σκοινιά.

Ο Ιουλιανός έγραψε πικραμένος τον «Μισοπώγωνα», αποδίδοντας στους Αντιοχείς αγνωμοσύνη και αχαριστία, όταν υπέπεσε στην αντίληψή του, ένα σημείωμα που κυκλοφορούσε στην πόλη, το οποίο έγραφε: «Tς Χ δεν αδίκησε σε τίποτε την πόλη, ούτε το Κ», δηλαδή «Ο Χριστός δεν αδίκησε σε τίποτε την πόλη, ούτε ο Κωνστάντιος» (σ.σ.: Ο προηγούμενος αυτοκράτορας). Όταν τέλειωσε το γράψιμό του, ολόκληρο το κείμενο του Mισοπώγωνα «προετέθη» -δηλαδή αναρτήθηκε- στα προπύλαια του παλατιού, σε σημείο όπου μπορούσε να διαβαστεί από τον κάθε κάτοικο της Αντιόχειας. Δύσκολο να φανταστεί κάποιος την αντίδραση των Αντιοχέων σ' αυτό που διάβαζαν. Σίγουρα πάντως είχαν άγνοια ότι πρωταγωνιστούσαν κι αυτοί σε ένα γεγονός μοναδικό: Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά στην ιστορία, που ηγέτης κράτους απευθυνόταν με τέτοιο ύφος και ήθος σε πολίτες -ή, καλύτερα, σε υπηκόους, τους οποίους πάσχιζε να μετατρέψει σε πολίτες ...; Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι έναν μήνα αργότερα ο Ιουλιανός -όπως είχε προειδοποιήσει και μέσα από τον «Μισοπώγωνα»- εγκατέλειψε την Αντιόχεια. Οι Αντιοχείς τού έστειλαν αντιπροσωπία για να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Είχε άλλωστε ξεκινήσει την εκστρατεία κατά των Περσών (όπου κι έχασε τη ζωή του), και τα στρατιωτικά ζητήματα προείχαν των πολιτικών ...;

Ο «Μισοπώγων», αποτελεί ένα μοναδικό μνημείο στα παγκόσμια χρονικά, αποκαλυπτικού και ειλικρινούς λόγου, ηγέτη κράτους προς πολίτες. Ποτέ δεν έχει διδαχθεί μάθημα ήθους με τέτοια παρρησία, αστεϊσμό και (αυτο)σαρκασμό. Ο «Μισοπώγων», εκτός από τη μεγάλη αξία του ως ιστορικό έγγραφο μεγάλης λογοτεχνικής αξίας, το οποίο φανερώνει το πνευματικό και ηθικό επίπεδο του Ιουλιανού (αν και κάποιοι χριστιανοί συγγραφείς επιχείρησαν να τον προβάλλουν ως διαταραγμένη ψυχολογικά προσωπικότητα, θέλοντας έτσι να ακυρώσουν τον λόγο του). Είναι ένα γραπτό μνημείο ελληνικού ήθους, αν λάβει κανείς υπόψιν ότι κάποιος άλλος αυτοκράτορας, ενδεχομένως να απαντούσε στις κοροϊδίες και την χλεύη, όχι διά του γραπτού (δια)λόγου, αλλά με βασανιστήρια, φυλακίσεις κι εκτελέσεις («Όσο για τις βρισιές με τις οποίες με λούσατε δημόσια και ιδιωτικά- με στίχους αναπαίστων· τώρα που και εγώ ο ίδιος έχω κατηγορήσει τον εαυτό μου, σας επιτρέπω ακόμη μεγαλύτερη αθυροστομία, μιας και δεν πρόκειται να σας κάνω ποτέ κανένα κακό να σφάξω κανέναν ή να χτυπήσω ή να αλυσοδέσω ή να φυλακίσω»). Διαβάζοντας κάποιος τον λόγο αυτό, κάποιες στιγμές θα μπει στον πειρασμό να κάνει θλιβερές συγκρίσεις με σημερινούς πολιτικούς και διανοούμενους ...;




--------------------------------------------------------------------------------

Μισοπώγων
[...] Δεν υπάρχει νόμος που ν' απαγορεύει στον καθένα να γράφει για τον εαυτό του, είτε για να τον κατακρίνει είτε για να τον παινέψει. Τώρα, αν και θα το 'θελα πολύ να παινέψω τον εαυτό μου, δεν έχω τη δύναμη να το κάνω. Όσο για επικρίσεις, έχω εναντίον μου μυριάδες. Και πρώτα ας ξεκινήσω απ' το πρόσωπό μου.

Παρ' όλο που η φύση δεν του χάρισε ιδιαίτερη ομορφιά και χάρη και ευπρέπεια, εγώ, δύστροπος και προβληματικός, πρόσθεσα στο πρόσωπό μου κι αυτή τη μεγάλη γενειάδα, για να την τιμωρήσω, φαίνεται, όχι για τίποτα άλλο αλλά γιατί δεν είναι όμορφη από φυσικού της. Και για τον ίδιο λόγο ανέχομαι και τις ψείρες που τριγυρνούν μέσα της σαν τα θηρία μες στην πυκνή βλάστηση. Επίσης, δεν μου επιτρέπω να πίνω και να τρώω άπληστα και μ' ανοιχτό το στόμα, γιατί πρέπει να προσέχω μήπως κατά λάθος μαζί με τα ψωμιά καταπιώ και τρίχες. Όσο για τα φιλιά, το να φιλάω και να φιλιέμαι δεν μου είναι πονοκέφαλος. Παρ' όλο που σ' αυτό όπως και σε άλλα, τα γένεια έχουν και τούτο το ενοχλητικό, ότι δεν επιτρέπουν σε καθαρά χείλη «ν' ακουμπούν πάνω σε λεία και γλυκύτερα χείλη», όπως είπε κάποιος που με τη βοήθεια του Πάνα και της Καλλιόπης έγραψε ποιήματα για την Δάφνη. Εσείς λέτε πως με τα γένεια μου θα 'πρεπε να πλέξω σκοινιά. Είμαι έτοιμος να σας τα προσφέρω, φτάνει μόνο να μπορείτε να τα τραβάτε χωρίς να πάθουν ζημιά τα μαλθακά και αγύμναστα χεράκια σας.

Μη νομίζετε πως δυσανασχετώ με την κοροϊδία που μου κάνετε. Εγώ ο ίδιος άλλωστε σας δίνω την αφορμή, που το πηγούνι μου είναι σαν του τράγου, ενώ θα μπορούσα φαντάζομαι, να το 'χω άτριχο και λείο, όπως το 'χουν οι ωραίοι νεαροί και όλες οι γυναίκες που είναι από φυσικού τους επιθυμητές. Εσείς όμως, που ακόμα και στα γεράματα κοιτάζετε πως να μοιάσετε με τα παιδιά σας, τους γιους και τις κόρες σας, γιατί έτσι σας υπαγορεύει ο κομψός τρόπος ζωής κι η τρυφερή σας φύση ίσως, ξυρίζεστε επιμελώς, αφήνοντας τον ανδρισμό σας να φανερώνεται δειλά δειλά από το μέτωπο, κι όχι από το σαγόνι όπως κάνω εγώ. Και σαν να μην έφτανε το μήκος της γενειάδας μου, είναι και τα μαλλιά μου απεριποίητα και βρώμικα, σπάνια τα κουρεύω, και τα νύχια μου είναι πάντα λερωμένα από τα μελάνια της γραφίδας. Κι αν θέλετε να μάθετε, σας εκμυστηρεύομαι και κάτι απόρρητο: Στο στήθος μου έχω πυκνό τρίχωμα, σαν το λιοντάρι, το βασιλιά των ζώων. Δεν το 'χω ξυρίσει ή μαλακώσει ποτέ κανένα άλλο σημείο του σώματός μου. Αν είχα και καμιά κρεατοελιά σαν τον Κικέρωνα, θα σας το έλεγα, όμως δεν έχω. Επιτρέψτε μου όμως να σας αποκαλύψω κάτι άλλο: Δεν μου είναι αρκετό το ότι το κορμί μου βρίσκεται σ' αυτήν την κατάσταση, γι' αυτό και ο τρόπος ζωής μου είναι αυστηρότατος. Περιορίζω τον εαυτό μου· από ανοησία τον κρατάω μακριά από τα θέατρα, ούτε δέχομαι στην αυλή μου θιάσους, εκτός από την πρώτη του έτους· τόσο αναίσθητος είμαι και σφιχτός σαν τον χωριάτη που από το λίγο του βιος πρέπει να δώσει φόρο σε σκληρό δεσπότη. Κι όταν μια φορά μπήκα στο θέατρο είχα όψη ανθρώπου που θέλοντας να εξιλεωθεί ετοιμάζεται να προσφέρει θυσία. Παρ' ότι ονομάζομαι μέγας βασιλέας, δεν έχω κανέναν, σαν άρχοντας ή στρατηγός όλης της οικουμένης, να διευθύνει ηθοποιούς και αρματοδρόμους. Τώρα θα αναπολείτε «εκείνη τη νιότη του, το πνεύμα και τη διάνοια», που ως λίγο πριν αντικρίζατε.

Μπορεί όμως κι αυτό να 'ναι ένα καθαρό και αδιάψευστο σημάδι του μοχθηρού μου χαρακτήρα, εγώ πάλι δε σταματάω να προσθέτω όλο και πιο πρωτοφανείς ιδιοτροπίες. Αποστρέφομαι τις ιπποδρομίες όπως ο βουτηγμένος στα χρέη αποστρέφεται τις αγορές. Σπάνια θα παρευρεθώ στον ιππόδρομο και αυτό μόνο σε μέρα γιορτής, και πάλι δε θα μείνω όλη την ημέρα, όπως συνήθιζαν ο εξάδελφός μου κι ο θείος μου και ο αδελφός μου. Έξι αγώνες θα κάτσω να παρακολουθήσω όλες κι όλες, κι αυτές όχι ως λάτρης του αθλήματος ή έστω, μα τον Δία, με την αδιαφορία ανθρώπου που δεν το μισεί και δεν το αποστρέφεται και όταν φεύγω είμαι όλος χαρά.

Όλα τα παραπάνω, όμως, δεν είναι παρά η επιφάνεια· σάμπως έχω αναφερθεί σε πολλά από τα κακά που σας έχω κάνει; Στην εντελώς ιδιωτική μου ζωή, άγρυπνες νύχτες πάνω σ' ένα στρώμα από άχυρα, και λίγο φαγητό που δεν με χορταίνει, μου χαλάει τη διάθεση και με κάνει να εχθρεύομαι μια πόλη καλοπερασάκηδων. Βέβαια αυτές τις συνήθειες δεν τις έχω για να σας δώσω το παράδειγμα. Από παιδί, έπεσα θύμα μιας μεγάλης και ανόητης πλάνης που με έπεισε να πολεμώ το στομάχι μου και να μην του επιτρέπω να γεμίζει με πολύ φαγητό. Λιγότερες φορές από κάθε άλλον μου έχει συμβεί να κάνω εμετό. Και θυμάμαι πως αυτό μου 'τυχε μια φορά όλη κι όλη, την εποχή που είχα γίνει Καίσαρας, κι αυτό από αρρώστια κι όχι απ' την πολυφαγία. [...]

Μόνο στους δειλούς, ταιριάζει να κοκκινίζουν από ντροπή, ενώ οι γενναίοι, όπως εσείς, το ρίχνουν στη διασκέδαση από τα χαράματα, περνούν νύχτες γεμάτες απολαύσεις και δείχνουν, όχι στα λόγια αλλά με πράξεις, ότι αψηφούν τους νόμους. (Οι νόμοι, βλέπετε, εμπνέουν φόβο επειδή υπάρχουν οι άρχοντες κι όταν κανείς προσβάλλει έναν άρχοντα, πάνω απ' όλα καταπατάει τους νόμους). Το ότι σας ευχαριστεί αυτή η συμπεριφορά το δείχνετε σε πολλές περιπτώσεις, κυρίως όμως στις αγορές και στα θέατρα· ο λαός με χειροκροτήματα και φωνές, ενώ οι εξέχοντες πολίτες με το να δαπανούν τέτοια ποσά σε διασκεδάσεις, που συζητιούνται και γίνονται πιο ονομαστοί απ' ότι η συνάντηση του Σόλωνα του Αθηναίου με τον βασιλιά της Λυδίας Κροίσο. Όλοι σας είστε ωραίοι και ψηλοί, με λείο δέρμα και ξυρισμένοι, και όλοι, μικροί μεγάλοι, ζηλεύετε την ευτυχία των Φαιάκων, «τα ρούχα τ' ακριβά, τα θερμά λουτρά και τα μαλακά κρεβάτια», κι όχι τον σεβασμό στους θείους νόμους.

«Τι φαντάστηκες δηλαδή, πως έτσι άξεστος και μισάνθρωπος και γρουσούζης που είσαι, θα ταίριαζες με όλα τούτα;», θα μου πείτε. «Άσχετε άνθρωπε που όλο σ' αρέσει να κάνεις εχθρούς, αυτή η ψυχούλα σου -που οι ασήμαντοι τη θεωρούν και ισορροπημένη- τόσο ανόητη και τιποτένια είναι που έφτασες να πιστεύεις πως πρέπει να την στολίσεις και να την εξωραΐσεις με τη σωφροσύνη; Και μάλιστα με λάθος τρόπο: Πρώτα πρώτα εμείς ακόμα δεν έχουμε αντιληφθεί το σόι πράγμα είναι αυτή η σωφροσύνη, μόνο τη λέξη ακούμε, τα έργα της δεν τα βλέπουμε. Αν όμως σωφροσύνη σημαίνει αυτό που κάνεις εσύ, αν σημαίνει το να κατανοήσουμε πέρα για πέρα ότι πρέπει να υπηρετούμε τους θεούς και τους θείους νόμους, αν σωφροσύνη είναι να φερόμαστε ισότιμα στους ομότιμους και όταν υπερέχουμε να είμαστε μετριόφρονες, αν σωφροσύνη θα πει να νοιαζόμαστε και να προνοούμε ώστε οι φτωχοί να μην υποφέρουν αδικίες από τους πλούσιους, και αν είναι γι' αυτά να μπαίνουμε κάθε τόσο σε φασαρίες όπως κάνεις εσύ, που φυσικό είναι να σου προκύπτουν μίση, θυμοί και κοροϊδίες, κι αν επί πλέον σωφροσύνη είναι να υποφέρουμε όλα τα παραπάνω συγκρατώντας την αγανάκτηση και το θυμό μας και όσο γίνεται να ασκούμε τον εαυτό μας ώστε να μη μας λείπει η σύνεση, κι αν ακόμα σαν έργο της σωφροσύνης θεωρηθεί η αποχή από κάθε ηδονή ακόμα κι από κείνη στην οποία το να επιδίδεται κανείς φανερά δεν είναι ούτε απρεπές ούτε επονείδιστο, αφού το θεωρείς αδύνατο, κάποιος να είναι σώφρων στα κρυφά, μες στο σπίτι του, αν δημόσια και στα φανερά γουστάρει να είναι ακόλαστος και να διασκεδάζει στα θέατρα, αν λοιπόν τέτοιο πράγμα είναι η σωφροσύνη, τότε έχεις αυτοκαταστραφεί και πας να καταστρέψεις κι εμάς, που δε θέλουμε ούτε ν' ακούσουμε τη λέξη υποταγή -είτε στους θεούς είτε στους νόμους, γιατί μας είναι γλυκιά η ελευθερία. Αλλά κι αυτή η ειρωνία πάλι; Από τη μια να λες πως δεν είσαι δεσπότης μας και πως δεν ανέχεσαι να σε προσφωνούν έτσι, να αγανακτείς κιόλας τόσο, που έχεις πείσει τους περισσότερους -που από παλιά ήταν συνηθισμένοι αλλιώς- να αποφεύγουν αυτή τη λέξη ως προσβλητική της εξουσίας. Κι από την άλλη να μας αναγκάζεις να υποδουλωθούμε στους άρχοντες και στους νόμους. Πόσο καλύτερο θα 'τανε να σε λέγαμε δεσπότη και να μας άφηνες ήσυχους, εσύ που στις λέξεις είσαι πράος και στα έργα σκληρός. Και κοντά σ' όλα αυτά, μας παρεμποδίζεις στα δικαστήρια, αναγκάζοντας τους πλούσιους να μετριάζουν τις διεκδικήσεις τους και μη αφήνοντας τους φτωχούς να ζητούν το δίκιο τους με συκοφαντίες. Αφήνοντας το θέατρο στην τύχη του, και τους μίμους και τους χορευτές, τη ρήμαξες την πόλη μας, κι έτσι τελικά ούτε ένα καλό δεν είδαμε από σένα, μόνο την αξιοπρέπειά σου που την ανεχόμαστε τους τελευταίους εφτά μήνες, κι αφήσαμε τις γριές μας που σέρνονται και κυλιούνται ανάμεσα στους τάφους, να προσεύχονται ν' απαλλαγούμε απ' το κακό που μας βρήκε, και μεις ολοκληρώνουμε αυτό το έργο με αστεϊσμό και ευστροφία, ρίχνοντάς σου σαν βέλη τις σάτιρές μας. Εσύ, γενναίε, να δούμε, πώς θ' αντέξεις τα βέλη των Περσών που δειλιάζεις και το βάζεις στα πόδια μπροστά στις κοροϊδίες μας;».

Να λοιπόν· μ' έπιασε πάλι και θέλω να αυτοσαρκαστώ για μιαν ακόμα αιτία: «Συχνάζεις στα ιερά, στριμμένε άνθρωπε, δύστροπε και μοχθηρέ. Και για χατήρι σου μαζεύεται κι ο κόσμος εκεί, από κοντά και οι άνθρωποι της εξουσίας, και σου κάνουν λαμπρή υποδοχή, με χειροκροτήματα και φωνές, σαν να βρίσκονται στο θέατρο. Γιατί δεν τους αγαπάς και δεν τους επαινείς, παρά θες να παραστήσεις ότι είσαι σοφότερος κι από τον Απόλλωνα και βγάζεις λόγους και τους επικρίνεις αυστηρά που φωνάζουν; Και τους λες: "Εσείς σπάνια πηγαίνετε στους ναούς για χάρη των θεών. Για χάρη μου όμως μαζευτήκατε εδώ, και κάνετε απρέπειες σε ιερό χώρο". Όμως οι σοβαροί και σώφρονες άνθρωποι θα 'πρεπε σιωπηλά να προσεύχονται και να ζητούν την εύνοια των θεών. [...] Εσείς επευφημείτε ανθρώπους αντί για θεούς, ή μάλλον, αντί να κολακεύετε τους θεούς κολακεύετε εμένα. Το καλύτερο όμως, έτσι πιστεύω, θα ήταν να μη κολακεύετε ούτε τους θεούς, αλλά να τους λατρεύετε με σύνεση και σωφροσύνη. Να 'το πάλι, σκαρώνω φράσεις με περίτεχνες λεξούλες, κι όχι μόνο δεν αφήνομαι να εκφραστώ άφοβα και ελεύθερα αλλά με πιάνει πάλι η γνωστή μου γρουσουζιά και δυσφημώ τον εαυτό μου. Γιατί σε ανθρώπους που θέλουν να είναι ελεύθεροι, όχι μόνο από άρχοντες αλλά κι από θεούς, πρέπει κανείς να μιλάει με τρόπο που να τους δίνει την εντύπωση πως είναι φιλικός απέναντί τους σαν ήρεμος πατέρας, κι ας είναι από τη φύση του ελεεινός όπως εγώ. Ανέξου λοιπόν την έχθρα και τις κοροϊδίες τους, κρυφές και φανερές, αφού σκέφτηκες πως όσοι σε χειροκροτούν στους ναούς το κάνουν μόνο για να σε κολακέψουν. Γιατί δε φαντάζομαι να σου πέρασε από το μυαλό πως θα μπορούσες να ταιριάξεις με τα ενδιαφέροντα και τις ασχολίες, τον τρόπο ζωής και τα έθιμα αυτών των ανθρώπων. Ας είναι. Αλλά εκείνο το άλλο, το δικό σου, ποιός θα το ανεχτεί; Τις νύχτες πέφτεις για ύπνο ολομόναχος, και δεν υπάρχει τίποτα να σου γλυκάνει αυτή την άγρια και ανήμερη ψυχή, κάθε δίοδος έχει αποκλειστεί. Και το χειρότερο απ' όλα είναι ότι σ' αρέσει που κάνεις τέτοια ζωή και δείχνεις να απολαμβάνεις τις κατάρες του κόσμου. Τότε τι αγανακτείς όταν σου τα λένε; Θα 'πρεπε να ευγνωμονείς όσους από καλή διάθεση σε νουθετούν με αναπαίστους και σου λένε να ξυριστείς και μετά να παρουσιάσεις -ξεκινώντας από σένα τον ίδιο- ωραία θεάματα σ' αυτόν τον εύθυμο λαό, μίμους, χορευτές, ξεδιάντροπες γυναίκες, αγοράκια που συναγωνίζονται τις γυναίκες στα κάλλη, άνδρες που 'χουν ξυρίσει όχι μόνο το πρόσωπο αλλά ολόκληρο το σώμα έτσι που το δέρμα να δείχνει πιο λείο από των γυναικών, γιορτές και πανηγύρια -κι όχι, μα τον Δία, λατρευτικά, γιατί σ' αυτά θα πρέπει να 'μαστε κόσμιοι. Φτάνει πια μ' αυτά, τα βαρεθήκαμε, από τέτοια άλλο τίποτα. Ο καίσαρας θυσίασε μια φορά στον ναό του Διός, ύστερα στον ναό της Τύχης, κι επισκέφθηκε τον ναό της Δήμητρας τρεις φορές (δεν θυμάμαι πόσες φορές μπήκα στο ιερό της Δάφνης, που είχε εγκαταλειφθεί εξαιτίας της αδιαφορίας των φυλάκων του και κατόπιν το κατέστρεψε η θρασύτητα των άθεων [σ.σ.: εννοεί τους χριστιανούς]). Την Πρωτομηνιά των Σύρων, ο καίσαρας πάλι επισκέφθηκε τον ναό του Φιλίου Διός και μετά, στη δημόσια εορτή, πηγαίνει στο ναό της Τύχης. Κατόπιν, αφού τηρεί την αργία της αποφράδας ημέρας, ξαναπηγαίνει στον ναό του Φιλίου Διός και προσεύχεται σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα. Μα υποφέρεται ένας καίσαρας που κάθε τρεις και λίγο επισκέπτεται τους ναούς; Ενώ θα μπορούσε να ενοχλεί τους θεούς μια δύο φορές το πολύ, και να συμμετέχει στους παλλαϊκούς εορτασμούς, εκείνους που δεν είναι μόνο για τους ειδήμονες θρησκευόμενους αλλά για όλον τον κόσμο, που πραγματικά τις απολαμβάνει αυτές τις γιορτές κι ευχαριστιέται να βλέπει να χορεύουν πλήθος άντρες, αγοράκια και γύναια».

Όταν το συλλογίζομαι, σας μακαρίζω για την ευδαιμονία σας χωρίς να θυμώνω με τον εαυτό μου. Τ' αγαπάω όλα αυτά -κι ίσως αυτό το χρωστάω σε κάποιον θεό. Μάθετε λοιπόν, πως για τον λόγο αυτό δεν αγανακτώ μ' εκείνους που αντιμάχονται τη ζωή μου και τις επιλογές μου. Άλλωστε προσθέτω κι εγώ ο ίδιος, όσο μπορώ, σαρκασμούς και κοροϊδίες σε βάρος μου, αφού από ανοησία δεν έψαξα εξ αρχής να βρω από που προέρχονται τα ήθη αυτής της πόλης κι ας έχω διαβάσει -όπως πιστεύω, τουλάχιστον- περισσότερα βιβλία από κάθε άλλο συνομήλικό μου. Λένε βέβαια για τον βασιλιά που έδωσε το όνομά του σ' αυτή την πόλη ή, καλύτερα, γι' αυτόν του οποίου πήρε τ' όνομα η πόλη κατά τον εποικισμό της (γιατί ιδρύθηκε μεν από τον Σέλευκο, το όνομά της όμως το πήρε από τον γιο του), λένε λοιπόν γι' αυτόν, πως από την πολλή τρυφερότητα και την πολυτέλεια, μια ζωή, πότε εκείνος ήταν ερωτευμένος, πότε κάποιος άλλος ήταν ερωτευμένος μαζί του, ώσπου στο τέλος ένιωσε άνομο έρωτα για την ίδια τη μητριά του. Ήθελε να κρύψει το πάθος του μα δε μπορούσε, και το κορμί του άρχισε σιγά σιγά να λιώνει, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν, η αναπνοή του έσβηνε. Η αρρώστια του ήταν ένα αίνιγμα, γιατί δεν υπήρχε κάποια εμφανής αιτία που την προκαλούσε, ή καλύτερα, κανείς δε μπορούσε να καταλάβει από τι ακριβώς έπασχε το αγόρι, ενώ ήταν φανερή η αδυναμία του. Κι ανατέθηκε τότε στον Σαμιώτη γιατρό ο μεγάλος άθλος, να βρει από τι αρρώστια έπασχε. Εκείνος είχε τις υπόνοιές του, ξέροντας από τον Όμηρο ποιες «λύπες κατατρώνε το κορμί», κι ότι πολλές φορές το κορμί λιώνει από ψυχική αρρώστια κι όχι σωματική. Και βλέποντας τον νεαρό που μόνο ανέραστος δεν ήταν, λόγω ηλικίας και συνηθειών, να ποιο δρόμο ακολούθησε για να εξακριβώσει την αρρώστια: Κάθεται πλάι στο κρεβάτι και προσέχει το πρόσωπο του νεαρού, έχοντας δώσει εντολή να περάσουν από κει οι όμορφοι κι οι όμορφες, και πρώτα πρώτα η ίδια η βασίλισσα. Μόλις μπήκε αυτή, δήθεν από ενδιαφέρον για την υγεία του, αμέσως ο νεαρός παρουσίασε τα συμπτώματα της αρρώστιας του, άρχισε ν' ανασαίνει σαν να πνιγόταν, δε μπορούσε να συγκρατήσει την ταραχή του, το πρόσωπό του κατακοκκίνισε, μετά άρχισε να λαχανιάζει. Μόλις τον βλέπει έτσι ο γιατρός, βάζει το χέρι στο στήθος τού νεαρού και διαπιστώνει ότι η καρδιά του χτυπούσε δυνατά σαν να 'θελε να πεταχτεί έξω. Τέτοια συμπτώματα παρουσίασε όσην ώρα ήταν μπροστά η μητριά. Όταν όμως έφυγε εκείνη κι ήρθαν άλλοι, παρέμενε ήρεμος κι έμοιαζε να μην έχει τίποτα. Κατάλαβε ο Ερασίστρατος από τι έπασχε και το λέει στον βασιλιά, και εκείνος από αγάπη για το παιδί του, είπε να του παραχωρήσει την σύζυγο. Ο νεαρός αρνήθηκε αμέσως, όταν όμως λίγο καιρό μετά πέθανε ο πατέρας του, έσπευσε να διεκδικήσει αυτό που όταν του είχε προσφέρει το αρνήθηκε με ευγένεια. Τέτοια λοιπόν ήταν τα κατορθώματα του Αντίοχου. Κι είναι άδικο να θυμώνω με τους απογόνους του, που μιμούνται τον ιδρυτή της πόλης ή εκείνον που της χάρισε τ' όνομα. Γιατί όπως είναι φυσικό στα φυτά οι ιδιότητες να κληρονομούνται για πολύ καιρό, και όλα ίσως τα φυτά μοιάζουν με κείνα απ' τα οποία βλάστησαν, έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους, είναι εύλογο, τα ήθη των απογόνων να είναι παραπλήσια με κείνα των προγόνων.

Εγώ ας πούμε, ξέρω ότι απ' όλους τους Έλληνες, οι πιο φιλότιμοι και πιο φιλάνθρωποι είναι οι Αθηναίοι, έχω προσέξει ότι σε μεγάλο βαθμό όλοι οι Έλληνες έτσι είναι, κι έχω να το λέω, πόσο πιο φιλόξενοι είναι και πόσο πιο φιλόθεοι απ' όλους τους λαούς, όλοι οι Έλληνες είναι έτσι, μα ανάμεσά τους, μπορώ να σας βεβαιώσω, ξεχωρίζουν οι Αθηναίοι. Αν εκείνοι διασώζουν στα ήθη τους την εικόνα της παλιάς αρετής, το ίδιο είναι φυσικό να συμβαίνει με όλους: Τους Σύρους, τους Άραβες, τους Κέλτες, τους Θράκες, τους Παίονες καθώς και κείνους που ζουν στις όχθες του Δούναβη, ανάμεσα στους Θράκες και τους Παίονες, δηλαδή τους Μυσούς απ' τους οποίους κατάγεται η οικογένειά μου που 'ναι αγροίκο, αυστηρό, αδέξιο, ανέραστο και μένει αμετακίνητο στις ιδέες του -δείγματα όλα φοβερής χωριατιάς. Σας ζητώ να με συγχωρέσετε λοιπόν, και με τη σειρά μου σας συγχωρώ κι εγώ, αφού μιμείσθε τους τρόπους των πατέρων σας, και μην το πάρετε σαν κατηγόρια όταν σας λέω ψεύτες και χορευτές και στα χοροπηδήματα πρώτους. Κάθε άλλο: Σας εγκωμιάζω όταν λέω πως μιμείσθε τα καλά των προγόνων σας (μέχρι κι ο Όμηρος, όταν λέει για τον Αυτόλυκο ότι τους ξεπερνάει όλους «στην απάτη και στους όρκους», μιλάει επαινετικά). Και στον εαυτό μου καταλογίζω αδεξιότητα, αμάθεια και δυστροπία και το ότι δεν μαλακώνω εύκολα, και σε ό,τι έχει να κάνει με τα προσωπικά μου δεν ξανοίγομαι σε φορτικούς και απατεώνες, και το ότι δεν κάνω πίσω όταν οι άλλοι βάζουν τις φωνές, τέτοιες μομφές τις δέχομαι μετά χαράς. Ποια απ' τις δυο στάσεις είναι η πιο εύκολη, οι θεοί μπορεί να το ξέρουν -μιας και δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να μπει διαιτητής ανάμεσά μας: Δεν θα τον εμπιστευόμασταν, γιατί είναι φυσικό ο καθένας να εκτιμάει τα δικά του και των άλλων να τα καταφρονεί. Άνθρωπος που χαρίζεται σε κάποιον με επιδιώξεις αντίθετες από τις δικές του, θα πρέπει να 'ναι υπερβολικά ήπιος, έτσι νομίζω.

Τώρα που το καλοσκέφτηκα, βρίσκω πως έχω κάνει κι άλλα φοβερά πράγματα. Φτάνοντας σε μια πόλη ελεύθερη που δεν ανέχεται να βλέπει απεριποίητα μαλλιά, μπήκα μέσα αξύριστος και ακούρευτος, ίδιος με κείνους που ψάχνουν και δε μπορούν να βρουν ένα κουρέα. Θα νόμιζε κανείς πως έβλεπε τον Σμικρίνη τον γεροτσιγγούνη ή τον Θρασυλέοντα, τον ηλίθιο στρατιώτη. Ενώ αν είχα καλλωπιστεί θα 'μοιαζα ωραίος νέος, θα 'χα μεταμορφωθεί σε έφηβο, αν όχι στα χρόνια, τουλάχιστον στο φέρσιμο και στην τρυφερότητα του προσώπου. «Δεν ξέρεις να συναναστρέφεσαι τους ανθρώπους, δεν επιδοκιμάζεις τον Θέογνι, δεν παίρνεις για παράδειγμα το χταπόδι που το χρώμα του γίνεται ίδιο με των βράχων. Μόνο ξέρεις να φέρεσαι με μυκονιάτικη χοντροκοπιά και ασχετωσύνη και ανοησία. Δεν σου περνάει από το μυαλό πως εμείς εδώ είμαστε πολύ μακριά από τους Κέλτες και τους Θράκες και τους Ιλλυριούς; Δε βλέπεις πόσα μαγαζιά έχει αυτή η πόλη; Χώρια που σε μισούν κι οι μαγαζάτορες που δεν τους αφήνεις να πουλάνε στον κόσμο τα εμπορεύματα στις τιμές που θέλουν. Οι μαγαζάτορες, πάλι, κατηγορούν τους ιδιοκτήτες. Εσύ όμως, ακόμα κι αυτούς τους τελευταίους τους κάνεις εχθρούς σου, αναγκάζοντάς τους να είναι δίκαιοι». (Όσο για τους αξιωματούχους της πόλης, αυτοί, απ' ότι φαντάζομαι, παθαίνουν διπλή ζημιά: Ενώ πρώτα καρπώνονταν οφέλη από δυο μεριές, και ως ιδιοκτήτες και ως έμποροι, τώρα φυσικό είναι να στεναχωριούνται που τους μειώθηκαν τα κέρδη και από τις δυο πηγές). Όσο για τους Σύρους της πόλεως, το φέρνουν βαρέως που δεν μπορούν να μεθοκοπούν και να χορεύουν τον κόρδακα. «Εσύ νομίζεις ότι προσφέροντάς τους άφθονο στάρι, τους τρέφεις επαρκώς. Και το πιο χαριτωμένο είναι ότι δεν σε απασχολεί, πως θα γίνει να βρεθεί κανένα πετρόψαρο στην πόλη. Και τις προάλλες, όταν κάποιος έκανε παράπονα ότι η αγορά πάσχει από ψάρια και πουλερικά, έβαλες τα γέλια κι είπες πως μια σοβαρή πόλη έχει ανάγκη από ψωμί, κρασί και λάδι -κρέας χρειάζεται όταν είναι τρυφηλή, πως ακόμα και το να κάνεις λόγο για ψάρια και πουλερικά είναι το άκρον άωτο της πολυτέλειας και ασωτίας, και πως τέτοια πολυτέλεια ούτε οι μνηστήρες στην Ιθάκη δεν απολάμβαναν. Και πως όποιος δε θέλει να τρώει χοιρινό και αρνίσιο κρέας, καλά θα κάνει να το γυρίσει στα όσπρια. Νόμιζες πως νομοθετούσες στα πατριωτάκια σου τους Θράκες ή στους Γαλάτες, τους αναίσθητους που σε διαπαιδαγώγησαν για το κακό μας και σε ΄καναν σκέτο πουρνάρι και σφεντάμι -Μαραθωνομάχος, βέβαια, δεν έγινες ακόμα, πάντως κατά το ήμισυ Αχαρνέας, αηδιαστικός και άχαρος, σίγουρα. Δεν θα 'ταν καλύτερα, η αγορά να μοσχοβολούσε μύρο στο πέρασμά σου και πίσω σου ν' ακολουθούσαν ωραίοι νεαροί που θα τους λιμπιζόταν ο κόσμος, και όμιλοι γυναικών σαν αυτούς που καθημερινά βλέπει κανείς στην πόλη μας;». Μα το να ρίχνω βλέμματα ερωτικά προς κάθε κατεύθυνση για να σας φανώ ωραίος, όχι στην ψυχή αλλά στο πρόσωπο, δεν μου το επιτρέπει ο χαρακτήρας μου. Για σας, η αληθινή ομορφιά της ψυχής ταυτίζεται με την ηδυπαθή ζωή. Εμένα ο δάσκαλός μου μού έμαθε να κοιτάω χαμηλά όταν πήγαινα σχολείο. Θέατρο δεν είχα πάει πριν μακρύνουν τα γένεια μου πιο πολύ από τα μαλλιά μου, αλλά ακόμα και σε κείνη την ηλικία, ποτέ δεν πήγα από μόνος μου και με δική μου θέληση, παρά τρεις τέσσερις φορές, το ξέρετε καλά, κατά διαταγή του άρχοντα «για να γίνει το χατήρι του Πάτροκλου» -κι ο άρχοντας ήταν στενός συγγενής μου ενώ εγώ ήμουν ακόμη ιδιώτης. Εμένα τώρα θα πρέπει να με συγχωρέσετε, γιατί αντί για τον εαυτό μου, σας προσφέρω τον άνθρωπο που θα έχετε να τον μισείτε με όλο σας το δίκιο: Εκείνον τον παιδαγωγό μου· τον μισάνθρωπο που τότε με στεναχωρούσε δείχνοντάς μου πάντα τον ίδιο δρόμο, και που σήμερα είναι ο αίτιος της απέχθειάς μου προς εσάς. Αυτός μου 'βαλε μες στην ψυχή -θαρρείς και μου την χάραξε για πάντα- κάτι που εγώ τότε δεν ήθελα ενώ εκείνος, λες και έκανε σοφή πράξη, δώσ' του και συνέχιζε να την μπολιάζει, ονομάζοντας, αν θυμάμαι καλά, μεγαλοπρέπεια την χωριατιά, σωφροσύνη την απάθεια, ανδροπρέπεια το να μην υποχωρεί κανείς στις επιθυμίες και να βρίσκει την ευτυχία με τέτοιο τρόπο.

[...] Αλλά ας κάνουμε μαζί του ανακωχή, και σεις κι εγώ, αν δεν έχετε αντίρρηση, κι ας τερματίσουμε το μίσος. Διότι δεν ήξερε ο άνθρωπος ότι θα ερχόμουν να σας επισκεφθώ, μα και να το 'ξερε πως οι πιθανότητες να 'ρθω εδώ ήταν μεγάλες, που να το φανταστεί ότι θα 'ρχομουν ως άρχων, με τόση εξουσία στα χέρια -όση μου δώσαν οι θεοί, πιέχοντας πάρα πολύ και εκείνον που μου την άφησε και εμένα που τη δέχτηκα, πίστεψτε με. Ήταν φανερό άλλωστε πως ούτε εκείνος που πρόσφερε αυτήν την τιμή ή χάρη ή όπως αλλιώς προτιμάτε- δεν το 'κανε με τη θέλησή του, αλλά και ο αποδέκτης -όπως ξέρουν οι θεοί- ειλικρινά αρνιόταν. Το πως έχει αυτή η ιστορία και το πως θα εξελιχθεί, είναι θέλημα των θεών. Κι αν είχε τύχει να την προβλέψει ο παιδαγωγός μου, θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του ώστε να μπορέσω τώρα να σας φανώ όσο γίνεται πιο αρεστός.

Θα ρωτήσετε: «Δηλαδή δε γίνεται τώρα πια να βάλει κατά μέρος και να ξεμάθει τους αγροίκους τρόπους με τους οποίους ανατράφηκε;». Λένε πως η συνήθεια είναι δεύτερη φύση. Το να πολεμάς τη φύση και το να εγκαταλείψεις μια άσκηση που βάσταξε τριάντα χρόνια, είναι φοβερά δύσκολο, πόσο μάλλον όταν έχεις κοπιάσει γι' αυτήν τόσο πολύ, χώρια που είμαι αρκετά μεγάλος για τέτοια.

«Καλά ως εδώ, θα μας πεις όμως τι σ' έπιασε και ασχολείσαι ο ίδιος με την ακρόαση και εκδίκαση διαφορών που προκύπτουν από τις συναλλαγές; Γιατί αυτό βέβαια δεν σου το δίδαξε ο παιδαγωγός σου που δεν είχε ιδέα ότι θα κυβερνούσες». Κι όμως, φταίει ο απαίσιος εκείνος γέρος που με παραπλάνησε και ως κύριο ένοχο για τις ενέργειές μου, καλά θα κάνετε μαζί με μένα να βρίσετε κι αυτόν. Να ξέρετε όμως πως κι εκείνος είχε εξαπατηθεί από άλλους. Κάποια ονόματα θα έχουν φτάσει στ' αυτιά σας, μιας και συχνά διακωμωδούνται στο θέατρο: Πλάτων, Σωκράτης, Αριστοτέλης, Θεόφραστος. Ο γέρος, άμυαλος όπως ήταν, πείστηκε από τα λεγόμενά τους και μετά βρήκε εμένα, ένα παιδί που αγαπούσε τα γράμματα, και μ' έκανε να πιστέψω πως αν γινόμουν οπαδός και μιμητής τους σε όλα, θα κατάφερνα να ξεπεράσω -τους άλλους ανθρώπους ίσως όχι, δεν έχω, βλέπετε, ανταγωνισμό μ' αυτούς-, τον εαυτό μου όμως σίγουρα. Και μη έχοντας άλλη λύση, πείστηκα και δε μπορώ πια ν' αλλάξω παρ' όλο που συχνά με πιάνει μια τέτοια επιθυμία. Και κατηγορώ τον εαυτό μου που δεν δίνω άφεση σε όλα τα αδικήματα, μου 'ρχονται όμως τότε στο νου τα λόγια του Αθηναίου στο έργο του Πλάτωνα: «Είναι άξιος τιμής αυτός που δεν κάνει αδικίες, εκείνος όμως που δεν επιτρέπει στους κακούς να αδικούν είναι άξιος τουλάχιστον διπλάσιας τιμής. Ο πρώτος είναι δίκαιος μόνο για τον εαυτό του ενώ ο δεύτερος αξίζει όσο πολλοί, καθώς αποκαλύπτει στις αρχές τις αδικίες των άλλων, και πρέπει να πάρει βραβείο αρετής. Ο ίδιος έπαινος πρέπει να ισχύσει και για την σωφροσύνη και τη φρόνηση και όσες άλλες αρετές μπορεί κανείς όχι μόνο να τις κρατά για τον εαυτό του αλλά και να τις μεταδίδει στους άλλους».

Αυτά μου δίδασκε, πιστεύοντας ότι θα ήμουν στη ζωή ένας απλός ιδιώτης, δεν είχε προβλέψει την τύχη που μου επιφύλαξε ο Δίας. Εγώ όμως ντρεπόμουν ως ηγέτης να είμαι λιγότερο ενάρετος απ' ότι ως ιδιώτης, με αποτέλεσμα να ξεχαστώ και να σας μεταδώσω τη χοντροκοπιά μου χωρίς να υπάρχει καμιά ανάγκη. Χώρια που ένας ακόμη νόμος του Πλάτωνος που μ' έκανε να σκεφτώ για μένα τον ίδιο, με κατάντησε μισητό σε σας· ο οποίος νόμος λέει ότι πρέπει οι άρχοντες και οι πρεσβύτεροι να έχουν αξιοπρέπεια και σωφροσύνη ώστε βλέποντας τους ο λαός να δέχεται πειθαρχημένα την εξουσία τους. Καθώς λοιπόν μόνο εγώ (ή καλύτερα, εγώ με λίγους ακόμα), το επιδίωξα αυτό, κατέληξε η στάση μου να φέρει ολωσδιόλου αντίθετα αποτελέσματα και φυσικά σε βάρος μου. [...]

«Ο τάδε μεταχειρίστηκε βία σε βάρος του δείνα». «Και τι σε νοιάζει εσένα, βρε ανόητε; Ενώ θα μπορούσες να γίνεις συνεργός στο αδίκημα και να κερδίσεις συμπάθειες, και το κέρδος χάνεις και έχθρες ξεσηκώνεις, κι από πάνω νομίζεις ότι συμπεριφέρεσαι και σκέφτεσαι ορθά και προς το συμφέρον σου. Θα 'πρεπε να υπολογίσεις ότι όταν γίνεται κάποιο αδίκημα, κανένας αδικημένος δεν τα βάζει με τους άρχοντες αλλά μ' εκείνον που έκανε την αδικία, ενώ αυτός που πάει να διαπράξει το αδίκημα, όταν εμποδίζεται, δεν κατηγορεί το θύμα του αλλά τους άρχοντες. Θα μπορούσες λοιπόν, με βάση αυτόν τον ωραίο υπολογισμό, να αποφεύγεις να επιβάλεις τη δικαιοσύνη και να επιτρέψεις στον καθένα να κάνει ό,τι θέλει ανάλογα με την δύναμή του» (τέτοιο ήθος έχει, νομίζω, αυτή η πόλη, πολύ φιλελεύθερο). Δε φτάνει που δεν κατάλαβες πως έχουν τα πράγματα, έχεις και την αξίωση να τους κυβερνήσεις με φρόνηση; Δεν πρόσεξες πόση ελευθερία υπάρχει εδώ, μέχρι και για τα γαϊδούρια και τις καμήλες; Αυτοί που τα νοικιάζουν τα περνούν κάτω από τις κιονοστοιχίες θαρρείς κι είναι νύφες, βλέπετε, οι φαρδιοί δρόμοι και τα σοκάκια έχουν φτιαχτεί για διακοσμητικούς σκοπούς και για πολυτέλεια κι όχι για να περνούν τα γαϊδούρια. Και φιλελεύθερα καθώς είναι τα γαϊδούρια, χρησιμοποιούν τους στεγασμένους χώρους και δεν τα εμποδίζει κανείς για να μην τους στερήσει την ελευθερία. Να με ποιο τρόπο είναι ελεύθερη αυτή η πόλη. Κι έχεις την απαίτηση να είναι ήσυχοι οι νέοι της και κυρίως να έχουν τις ίδιες ιδέες με σένα, κι αν όχι, τότε να λένε μονάχα όσα θα ακούγονταν ευχάριστα στ' αφτιά σου. Ενώ εκείνοι από την πολλή ελευθερία έχουν μάθει μόνο στα γλέντια, μια ζωή διασκεδάζουν αρκούντως και στις γιορτές με το παραπάνω».

Για τέτοιου είδους εμπαιγμούς τιμώρησαν κάποτε οι Ρωμαίοι τους κατοίκους του Τάραντα, που μεθυσμένοι στις γιορτές των Διονυσίων πρόσβαλαν τους πρέσβεις της Ρώμης. Εσείς όμως είστε από κάθε άποψη καλότυχοι σε σύγκριση με τους Ταραντίνους: Αντί για λίγες μέρες καλοπερνάτε όλο το χρόνο, κι αντί για ξένους πρέσβεις, προσβάλλετε τους ίδιους σας τους άρχοντες, ακόμα και για τα γένεια τους και για τα σύμβολα που χαράζουν στα νομίσματα. Εύγε, σοφοί πολίτες -και εσείς που εμπαίζετε και εσείς που εγκρίνετε και απολαμβάνετε όσους εμπαίζουν. Φαίνεται, άλλωστε, ότι οι πρώτοι ηδονίζονται να λένε τις κοροϊδίες τους κι οι δεύτεροι να τις ακούνε. [...]

«Το Χι», λένε, «δεν αδίκησε την πόλη, ούτε το Κάππα». Δύσκολο να μπει κανείς στο νόημα αυτού του γρίφου που σκαρφίστηκε η σοφία σας. Βρήκα όμως εδώ στην πόλη σας ερμηνευτές κι έμαθα ότι τα γράμματα είναι αρχικά ονομάτων, και ότι το πρώτο σημαίνει τον Χριστό και το δεύτερο τον Κωνστάντιο. Ανεχθείτε με λοιπόν, που θα σας μιλήσω χωρίς να κρύψω τίποτα. Σε ένα πράγμα σας αδίκησε ο Κωνστάντιος: Στο ότι δεν με σκότωσε όταν με έκανε καίσαρα· όσο για τα υπόλοιπα, ας δώσουν οι θεοί, μονάχα εσείς απ' όλους τους Ρωμαίους πολίτες να δοκιμάσετε την πλεονεξία του Κωνστάντιου, ή μάλλον των φίλων του. Γιατί ο ίδιος ο Κωνστάντιος και ξάδερφός μου ήταν και τον αγαπούσα. Αφότου εκείνος διάλεξε την έχθρα αντί για τη φιλία, και το αποτέλεσμα της διαμάχης μας κρίθηκε από τους θεούς με μεγάλη φιλανθρωπία, εγώ έγινα πιο πιστός φίλος του απ' ότι ο ίδιος θα περίμενε να γίνω πριν γίνει εχθρός μου. Γιατί λοιπόν νομίζετε ότι εγκωμιάζοντας αυτόν στεναχωράτε εμένα που στην πραγματικότητα δυσανασχετώ με όσους τον βρίζουν; Επειδή αγαπάτε τον Χριστό, έχετε πολιούχο αυτόν αντί για τον Δία ή τον Δαφναίο Απόλλωνα ή την Καλλιόπη, όπως αποκάλυψε το σόφισμά σας. Οι Εμισηνοί, που έβαλαν φωτιά στους τάφους των χριστιανών, αγαπούσαν τον Χριστό; Στεναχώρησα εγώ ποτέ κανέναν από τους Εμισηνούς; Από σας βέβαια πολλούς, για να μη πω όλους: Τη βουλή, τους πλούσιους, τον λαό. Από τη μια ο λαός, που στην πλειοψηφία του ή μάλλον στο σύνολό του προτίμησε την αθεΐα (σ.σ.: Εννοεί τον Χριστιανισμό), με απεχθάνεται γιατί με βλέπει να επιμένω στους ιερούς πατροπαράδοτους θεσμούς. Από την άλλη, οι πλούσιοι γιατί τους απαγορεύω να πουλάνε τα πάντα σε υψηλές τιμές. Και όλοι μαζί (με απεχθάνεστε) εξ αιτίας των χορευτών και των θεάτρων· όχι ότι τα αποστερώ από κανέναν αλλά επειδή με ενδιαφέρουν λιγότερο απ' ότι τα βατράχια των βάλτων. Δεν έχω δίκιο μετά να κατηγορώ τον εαυτό μου, που σας έχω δώσει τόσες αφορμές να με μισείτε;

[...] Μετά την ανατροφή που δέχτηκα από παιδί, σαν έγινα έφηβος, η πορεία που ακολούθησα περνούσε μέσα από τα έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη (που δεν είναι καθόλου κατάλληλα να διαβάζονται από λαούς που νομίζουν ότι είναι οι πιο ευτυχισμένοι επειδή ζουν φιλήδονα), και σαν έγινα άντρας απόκτησα πείρα ανάμεσα στα πιο πολεμικά και θαρραλέα έθνη όπου οι άνθρωποι γνωρίζουν τη γαμήλια Αφροδίτη για να παντρεύονται και να κάνουν παιδιά και τον μεθυπότη Διόνυσο για να πίνουν μετρημένα, όσο σηκώνει ο καθένας. Και στα θέατρά τους δεν υπάρχει ασέλγεια ούτε ύβρις. Κι ούτε κανένας χορεύει πάνω στην σκηνή τον κόρδακα.

[...] Δίνω σε όλους την εντύπωση ότι είμαι γελοίος από κάθε άποψη ...; Δεν αγανακτώ μ' αυτό το γεγονός. Θα 'μουν άδικος αν δεν έμενα ικανοποιημένος μ' αυτά που αντιμετωπίζω εδώ ...; Μακάρι οι πολιούχοι θεοί της Αντιόχειας να σας χαρίσουν το «Κάππα» στο διπλάσιο, γιατί εκτός από αυτό, συκοφαντήσατε και τις γειτονικές σας πόλεις, που είναι άγιες κι έχουν την ίδια με εμένα λατρεία, ότι δήθεν αυτές σκαρφίστηκαν τις κατηγορίες ενάντιά μου, ενώ ξέρω καλά ότι οι πόλεις αυτές μ' αγαπούν περισσότερο κι από τους γιους τους, πόλεις που ξανάχτισαν τα ιερά των θεών και κατάστρεψαν όλους τους τάφους των άθεων όταν τους έδωσα το σύνθημα πριν λίγο καιρό, τόσο πολύ συνεπάρθηκαν και υψώθηκε το φρόνημά τους, που καταδίωξαν όσους πρόσβαλλαν τους θεούς σε βαθμό που ο ίδιος δεν επιθυμούσα. Όσο για τα δικά σας: Πολλοί από σας γκρέμισαν τους βωμούς των θεών που μόλις είχαν ανεγερθεί και η πραότητά μου σχεδόν καθόλου δεν τους έπεισε να καθήσουν φρόνιμα. Όταν απομάκρυνα το πτώμα από τη Δάφνη, κάποιοι από σας, απαλλάσσοντας τον εαυτό τους από τις υποχρεώσεις προς τους θεούς, αφήσατε το τέμενος του Δαφναίου θεού στη διάθεση εκείνων που είχαν αγανακτήσει για τα λείψανα του νεκρού, ως αποζημίωση, κι αυτοί, είτε από απροσεξία είτε όχι, έβαλαν τέτοια φωτιά που στους ξένους που βρίσκονταν στην πόλη σας προκάλεσε φρίκη, στο λαό σας όμως έδωσε μεγάλη ευχαρίστηση, η δε βουλή σας, την αγνόησε και εξακολουθεί να την αγνοεί.

[...] Επέσυρα το μίσος σας εγώ με την ανόητη συμπεριφορά μου. Γιατί έπρεπε να σωπαίνω -όπως έκαναν πολλοί απ' όσους με συνόδευσαν ως εδώ- και να μην ανακατεύομαι παντού ούτε να σας επιτιμώ. Παρακινημένος όμως από την προπέτειά μου και από μια γελοία διάθεση να σας κολακεύσω (γιατί, μη νομίζετε πως εκείνα τα λόγια σας τα είπα από καλοσύνη, σας τα 'πα γιατί επιδίωκα ν' αποκτήσω φήμη ότι είμαι ευλαβής προς τους θεούς και ευμενής μαζί σας, αυτό κι αν δεν είναι γελοιωδέστατη κολακεία), σας έπρηξα στην πολυλογία δίχως να καταφέρω τίποτα. Καλά μου κάνατε λοιπόν και αντισταθήκατε στην επίθεσή μου μεταφέροντας το πεδίο μάχης αλλού. Εγώ σας κατήγγειλα υπό την σκέπη του θεού, χωρίς να απομακρυνθώ από το βωμό κι από τα ίχνη του αγάλματος -κι ήμουν ένας ανάμεσα σε λίγους. Ενώ εσείς μες στην αγορά, μπρος σ' όλο τον κόσμο, διαμέσου των πολιτών που 'χουν ταλέντο στα πειραχτικά ευφυολογήματα. Γιατί ξέρετε καλά πως αυτοί οι τελευταίο τα λένε μπροστά σε μεγάλο ακροατήριο και πως όσοι ευχαριστιούνται να ακούνε τις προσβολές τους, απολαμβάνοντας τες εξ ίσου -και κοπιάζοντας λιγότερο από κείνους που τα λένε- συμμετέχουν στον ψόγο. Ολόκληρη η πόλη λοιπόν έχει πει ή έχει ακούσει όσες ειρωνείες έγιναν σε βάρος αυτής της ταλαίπωρης γενειάδας και αυτού του ανθρώπου που δεν έδειξε και δεν πρόκειται να δείξει καλούς τρόπους. Γιατί αυτός δεν πρόκειται να σας επιδείξει τον τρόπο ζωής που εσείς ακολουθείτε και θέλετε να βλέπετε και σε κείνους που σας κυβερνούν.

Όσο για τις βρισιές με τις οποίες με λούσατε -δημόσια και ιδιωτικά- με στίχους αναπαίστων, τώρα που κι εγώ ο ίδιος έχω κατηγορήσει τον εαυτό μου, σας επιτρέπω ακόμα μεγαλύτερη αθυροστομία, μιας και δεν πρόκειται απ' αφορμή αυτά να σας κάνω ποτέ κανένα κακό -να σφάξω κανέναν ή να χτυπήσω ή να αλυσοδέσω ή να φυλακίσω. Πως αυτό; Επειδή απέτυχα να σας χαρίσω ένα θέαμα -αφού και οι φίλοι μου και εγώ, με τη σωφροσύνη που δείξαμε, παρουσιάσαμε ένα θέαμα τρισάθλιο και αηδιαστικότατο για τα μάτια σας- σκέφτηκα να κάνω πίσω και να φύγω από την πόλη. Όχι γιατί έχω πειστεί ότι εκεί που θα πάω σίγουρα θα αρέσω, απλώς θεώρησα αυτονόητο, σε περίπτωση που δεν τα καταφέρω ούτε και σε κείνους να φανώ ωραίος και καλός, να δώσω σ' όλους μερίδιο από την απέχθεια που προκαλώ και να πάψω πια να ταράζω την ευτυχισμένη αυτή πόλη με τη δυσωδία της μετριότητάς μου και τη σωφροσύνη των φίλων μου. Κανείς μας άλλωστε δεν αγόρασε από σας ούτε χωράφι ούτε κήπο. Ούτε σπίτι έχτισε κανείς ούτε παντρεύτηκε ούτε συμπεθέριασε, ούτε ερωτευτήκαμε τους ωραίους σας, ούτε ζηλέψαμε τα ασσυριακά πλούτη σας, ούτε πήραμε μέρος στους φατριασμούς σας, ούτε επιτρέψαμε σε κανέναν αξιωματούχο σας να αποκτήσει μεγαλύτερη ισχύ προσκολλώμενος σ' εμάς, ούτε αναγκάσαμε τον λαό να οργανώσει δείπνα και θέατρα -αυτόν τον λαό που του χαρίσαμε τόση καλοζωία, που απαλλαγμένος από τη φτώχεια είχε την άνεση να σκαρώνει αναπαίστους ενάντια στον αίτιο της τόσης αφθονίας-, ούτε καταγράψαμε τα αποθέματα σε χρυσό, ούτε ζητήσαμε ασήμι, ούτε τους φόρους αυξήσαμε· αντίθετα, έχουν μειωθεί για όλους οι συνηθισμένες εισφορές κατά το ένα πέμπτο. [...]

Θεωρούσα ότι η πραότητα κι η σωφροσύνη των αρχόντων είναι καλά πράγματα και ότι από μεριάς μου θα ήταν αρκετή μια τέτοια στάση ώστε να με δείτε με καλό μάτι. Αφού όμως δεν σας αρέσουν τα αχτένιστα μαλλιά μου και το μήκος της γενειάδας μου, το ότι δεν ζυγώνω στα θέατρα και τ' ότι έχω την αξίωση να 'ναι σοβαροί οι άνθρωποι μες στους ναούς και πάνω απ' όλα, αφού σας δυσαρεστεί το ότι ασχολούμαι με την απονομή της δικαιοσύνης και στέκομαι εμπόδιο στην πλεονεξία των εμπόρων, αποχωρώ με τη θέλησή μου από την πόλη σας ...; Αλλά εξηγείστε μου, για όνομα του Διός Αγοραίου και πολιούχου, τους λόγους της αχαριστίας σας. Αδίκησα μέχρι τώρα κανέναν σας, είτε δημόσια είτε κατ' ιδίαν, κι επειδή δεν γίνεται να μ' εκδικηθείτε ανοιχτά, με κοροϊδεύετε με τραγουδάκια όπως οι κωμωδιογράφοι που τραβολογούν πάνω στη σκηνή και ξεφτιλίζουν τον Ηρακλή και τον Διόνυσο; Ή μήπως επειδή απέφυγα να σας κάνω κακό στην πράξη, ενώ δεν απέφυγα να σας πω βαριές κουβέντες, πάτε να με εκδικηθείτε με τον ίδιο τρόπο; Ποιά είναι η αιτία της αντιπαλότητας και του μίσους που μου δείχνετε; Ξέρω καλά ότι δεν έκανα κανένα τρομερό ή ανεπανόρθωτο κακό, σε κανέναν από σας χωριστά ούτε σ' ολόκληρη την πόλη, ούτε είπα τίποτα πρόστυχο, παρά σας παίνεψα όσο μου ήταν επιτρεπτό και στάθηκα έντιμος μαζί σας, όπως θα έπραττε ο καθένας που θα επιθυμούσε, στο μέτρο του δυνατού, να κάνει το καλό στους ανθρώπους. Ξέρετε καλά πως δεν είναι δυνατό, ούτε οι φορολογούμενοι να απαλλαγούν τελείως ούτε να προσφέρω τα πάντα σε κείνους που 'χουν συνηθίσει μόνο να λαμβάνουν. Όταν γίνει γνωστό λοιπόν ότι από τη μια δεν έχω μειώσει τις δημόσιες δαπάνες που συνήθως επιβαρύνουν τον αυτοκράτορα, κι από την άλλη σας έχω απαλλάξει από αρκετούς φόρους, δεν θα μοιάζει, με αίνιγμα η υπόθεση;

Όμως το σωστό θα 'ταν να μη λέω λέξη για τα όσα έχω κάνει δημόσια για το σύνολο των υπηκόων μου, για να μη φανεί ότι σκόπιμα από μόνος μου υμνολογώ τον εαυτό μου, όταν μάλιστα έχω προαναγγείλει ότι θα τον λούσω μ' ένα σωρό αισχρές προσβολές, όσο για τις κατ' ιδίαν ενέργειές μου, μπορεί να ήταν θρασείς και ανόητες, δεν τους άξιζε όμως τόση αχαριστία από μεριάς σας, αξίζει όμως να τις μνημονεύω κι αυτές κοντά στις άλλες ντροπές μου -τόσο επειδή είναι χειρότερες από τις προηγούμενες μου, δηλαδή το χάλι των μαλλιών μου και τ' ότι ήμουν ανέραστος, όσο και επειδή είναι πιο αληθινές και ταιριάζουν τέλεια με την ψυχοσύνθεσή μου.

Προτού σας γνωρίσω σας παίνευα, όπως μου υπαγόρευε η φιλοδοξία μου, χωρίς να περιμένω πρώτα να σας δοκιμάσω και χωρίς να με απασχολήσει το πως θα τα πάμε μεταξύ μας. Επειδή σας θεωρούσα παιδιά Ελλήνων, κι επειδή θεωρώ και τον εαυτό μου Έλληνα ως προς τον τρόπο ζωής -αν και η καταγωγή μου είναι θρακιώτικη-, υπέθετα ότι θα αγαπιόμασταν πολύ. Εδώ, ας μείνω με την ντροπή της βιασύνης. Στη συνέχεια, αφού μου στείλατε πρέσβεις -που έφτασαν τελευταίοι απ' όλους· προηγήθηκαν όλες οι άλλες πόλεις, ακόμα και οι Αλεξανδρινοί από την Αίγυπτο- σας απάλλαξα, ειδικά εσάς, από την καταβολή μεγάλων ποσοτήτων χρυσού και άργυρου και από πάμπολλους φόρους. Κατόπιν πρόσθεσα άλλες διακόσιες θέσεις βουλευτών στον κατάλογο της βουλής σας, χωρίς να τσιγκουνευτώ με κανέναν βουλευτή, γιατί είχα βάλει στόχο να κάνω την πόλη σας μεγαλύτερη και ισχυρότερη. Σας έδωσα λοιπόν τη δυνατότητα να εκλέξετε τους πλουσιότερους από τους πολίτες που διαχειρίζονται τα έσοδα του δικού μου ταμείου και είναι υπεύθυνοι για την κοπή των νομισμάτων, εσείς όμως δεν εκλέξατε τους ικανούς ανάμεσά τους και βρήκατε ευκαιρία να προβείτε σε ενέργειες που θυμίζουν πόλη κάθε άλλο παρά ευνομούμενη -και που ούτως ή άλλως ταιριάζουν με τα ήθη σας. Θέλετε να σας θυμίσω μία; Κάποιον, αφού τον ονομάσατε βουλευτή, πριν ακόμα γραφτεί στον κατάλογο και ενώ εκκρεμούσε ακόμα η εκλογή του, του αναθέσατε λειτούργημα. Κάποιον άλλον, έναν φτωχό άνθρωπο που οπουδήποτε αλλού δεν θα του 'διναν σημασία, εσείς, επειδή με το παραπανίσιο μυαλό που έχετε ανταλλάζετε το χρυσάφι με σκουπίδια, τον μαζέψατε μέσα από την αγορά, του δώσατε περιουσία και τον εκλέξατε συνάδελφό σας. Ένα σωρό τέτοιες ατασθαλίες κάνατε σχετικά με τους διορισμούς κι επειδή εγώ δεν συγκατατέθηκα σε όλες, για τα όσα καλά έχω κάνει δεν άκουσα ευχαριστώ και για τα όσα με αίσθημα απέφυγα να κάνω, έγινα μισητός.

Τα παραπάνω βέβαια είναι μηδαμινά πράγματα και δεν θα μπορούσαν να ξεσηκώσουν την πόλη εναντίον μου, ενώ το χειρότερο κακό που σας έκανα και που προκάλεσε το μεγάλο μίσος ήταν τότε που ο λαός βρισκόταν μαζεμένος μες το θέατρο και με το που έφτασα εγώ έβγαλε την ιαχή, «Τα πάντα είναι άφθονα, τα πάντα είναι πανάκριβα!», επειδή ένιωσε να πνίγεται από τους πλούσιους. Την άλλη μέρα συζήτησα με τους ισχυρούς της πόλης σας, προσπαθώντας να τους πείσω ότι είναι καλύτερο να ωφελήσουν τους πολίτες και τους ξένους με το να μη επιδιώκουν τα άδικα κέρδη. Εκείνοι υποσχέθηκαν ότι θα τακτοποιούσαν το ζήτημα. Επί τρεις μέρες έκανα τα στραβά μάτια και περίμενα, εκείνοι όμως ολιγωρούσαν σε σημείο που δεν θα το περίμενε κανείς. Κι επειδή το 'βλεπα πως το παράπονο του λαού ήταν αληθινό και ότι η αγορά δεν έπασχε από ανεπάρκεια αλλά από την απληστία των πλουσίων, όρισα λογικές τιμές για το κάθε τι, και την ενέργειά μου αυτή την γνωστοποίησα σε όλους. Επειδή όμως υπήρχαν σε αφθονία και το κρασί και το λάδι κι όλα τα άλλα εκτός από το σιτάρι -λόγω της φοβερής καταστροφής που προκάλεσε η ξηρασία-, σκέφτηκα να στείλω ανθρώπους στη Χαλκίδα, την Ιεράπολη και τις γύρω πόλεις και εισήγαγα τετρακόσιες χιλιάδες μέτρα. Όταν καταναλώθηκε κι αυτό, στην αρχή διέθεσα πέντε χιλιάδες, μετά εφτά και τέλος δέκα χιλιάδες μόδιους, (στο εξής αυτή είναι η ονομασία του μέτρου σ' όλη τη χώρα). Όλη αυτή η ποσότητα ανήκε σε μένα. Έδωσα στην πόλη από το σιτάρι που μου είχε έρθει απ' την Αίγυπτο, χρεώνοντας τα δεκαπέντε μέτρα στην τιμή που μέχρι πρότινος κόστιζαν τα δέκα μέτρα. Αν αυτά τα δέκα μέτρα το καλοκαίρι σας κόστιζαν τόσο, πόσο θα 'πρεπε να υπολογίσετε ότι θα τα πληρώνατε την εποχή που όπως λέει και ο Βοιωτός ποιητής, «Είναι σκληρό πράγμα η πείνα μες στο σπίτι». Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι στην τιμή αυτή θ' αγοράζατε πέντε μέτρα με τα χίλια ζόρια και θα 'σασταν και ευχαριστημένοι, ύστερα από τέτοιο χειμώνα; Τι είχαν κάνει οι πλούσιοι της πόλης σας; Από τη μια πουλούσαν κρυφά το στάρι έξω από την πόλη σε υπερβολική τιμή κι από την άλλη φόρτωσαν τα δικά τους έξοδα στο κοινό. Κι όχι μόνο η πόλη αλλά κι οι περισσότεροι αγρότες τρέχουν ν' αγοράσουν ψωμί μιας κι είναι το μόνο που υπάρχει σε αφθονία κι είναι φτηνό. Κι όμως, ποιος από σας θυμάται να ευημερεί η πόλη, τόσο ώστε να πουλιούνται τα δεκαπέντε μέτρα σιτάρι για ένα χρυσό νόμισμα; Γι' αυτή μου την πράξη με μισήσατε· που δεν επέτρεψα να σας πουλάνε το κρασί, τα λαχανικά και τα φρούτα για χρυσάφι, και το κρυμμένο στις αποθήκες σιτάρι ξαφνικά να το μετατρέπετε για χάρη τους σε χρυσάφι και ασήμι. Εκείνοι βέβαια το μοσχοπούλησαν έξω από την πόλη κι έκαναν εδώ τον κόσμο να υποφέρει από την πείνα που λιώνει τους θνητούς όπως είπε ο θεός που κατηγόρησε εκείνους που έκαναν παρόμοια πράγματα.

Τώρα στην πόλη υπάρχει αφθονία στο ψωμί μονάχα και σε τίποτα άλλο. Βέβαια, το ήξερα και τότε που τα έκανα αυτά ότι δεν θα γινόμουν αρεστός σε όλους, μα δε μ' ένοιαζε. Γιατί πίστευα ότι έπρεπε να βοηθήσω το αδικημένο πλήθος καθώς και τους ξένους που κατέφθαναν εδώ με απόφαση δική μου και των αξιωματούχων που βρίσκονται μαζί μου. Αλλά επειδή αφ' ενός αυτοί θα αναχωρήσουν, απ' ό,τι ξέρω, κι αφ' ετέρου η πόλη σας απέναντί μου είναι ομόφωνη (γιατί οι μεν με μισούν ενώ οι άλλοι που φάγαν ψωμί από τα χέρια μου δείχνουν αχαριστία), τα αφήνω όλα στην κρίση της Αδράστειας, και θα φύγω να πάω σε άλλο έθνος κι άλλον λαό, χωρίς να θυμίσω αυτά που κάνατε μεταξύ σας πριν εννιά χρόνια για να βρείτε το δίκιο, τότε που ο λαός ξεσηκώθηκε με φωνές κι έβαλε φωτιά στα σπίτια των δυνατών και σκότωσε τον κυβερνήτη κι ύστερα τιμωρήθηκε, επειδή παρ' ότι δίκαια είχε οργισθεί, ξεπέρασε με τις πράξεις του κάθε μέτρο.

Μα, για τους θεούς, για ποιο πράγμα αντιμετωπίζω τόση αχαριστία; Για το ότι σας έθρεψα, και μάλιστα τόσο απλόχερα, από την προσωπική μου περιουσία, πράγμα που δεν έχει ξαναγίνει μέχρι τώρα σε καμιά πόλη; Για το ότι μεγάλωσα τον κατάλογο των βουλευτών; Για το ότι δεν σας τιμώρησα όταν σας έπιασα να κλέβετε; Να σας θυμίσω ένα δυο πράγματα, για να μη νομίσει κανείς ότι τα παραπάνω είναι σχήμα λόγου και ρητορείες και ψέματα; Είπατε, ότι τρεις χιλιάδες κλήροι γης, αν θυμάμαι καλά, ήταν ακαλλιέργητοι και ζητήσατε να τους πάρετε, και όταν τους πήρατε τους μοιραστήκατε μεταξύ σας, όσοι δεν τους είχατε ανάγκη. Αυτό αποδείχτηκε ξεκάθαρα ύστερα από έρευνα. Τότε εγώ αφού αφαίρεσα τους κλήρους από όσους τους κρατούσαν άδικα -και χωρίς να προχωρήσω σε έρευνες για τη γη που είχαν αποκτήσει παλιότερα και για την οποία δεν πλήρωναν φόρους ενώ όφειλαν να πληρώνουν-, τους ανέθεσα τις πιο δαπανηρές λειτουργίες της πόλης. Ακόμα και τώρα, αυτοί που εκτρέφουν άλογα έχουν κοντά στους τρεις χιλιάδες κλήρους, για τους οποίους κάθε χρόνο απαλλάσσονται από τη φορολογία. Κι αυτό το χρωστάτε στην κρίση και διακυβέρνηση του θείου μου και συνονόματού μου, αλλά και σε μένα, που επειδή έτσι τιμωρώ τους απατεώνες και τους κλέφτες, είναι φυσικό να σας φαίνεται ότι έφερα στον κόσμο τ' απάνω κάτω. Γιατί ξέρετε καλά πως η επιείκεια προς τους απατεώνες και τους κλέφτες αυξάνει και δυναμώνει την κακία ανάμεσα στους ανθρώπους.

Να λοιπόν που τα λόγια μου καταλήγουν πάλι στο σημείο όπου ήθελα να φτάσω. Δηλαδή στο ότι υπαίτιος για όλα τα κακά που μου συμβαίνουν είμαι εγώ, που χαρίζω την εύνοιά μου σε αχάριστους χαρακτήρες. Δεν φταίει η ελευθεριότητά σας, φταίει η δική μου ανοησία. Από τώρα και στο εξής, βέβαια, θα προσπαθήσω να είμαι πιο συνετός απέναντί σας, όσο για σας, μακάρι οι θεοί να σας ανταποδώσουν στο ακέραιο την εύνοια και την τιμή που μου δείξατε.

Πηγή: Εκτενή αποσπάσματα από το κείμενο «Μισοπώγων» (Εκδόσεις «

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010



ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ - O ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ




ΟΡΦΕΑΣ

Είπα, κανείς μη, μ' ακλουθήσει, μόνος
Θα πάω, κι αν θα γυρίσω, πάλι μόνος.
Μ' αν δεν ξανάρθω πίσω, τ' όνομά μου
Σας δίνω κι Ορφανούς Σας λέω, για νάστε
Στη μοναξιά, που θάρτει, ανταμωμένοι,
Σαν τα παιδιά που εχάσανε πατέρα
Φτωχό, κι ωσά βραδιάσει, σμίγουν όλα
Τριγύρα απ' τη φωτιά βουβά, κι ο νους τους,
Καρφωμένος ακόμα στην αχνάδα
Του νεκρού τους, κοιτάει και μεγαλώνει
Βαθιά του ό,τι τους άφηκε: εν' αλέτρι,
Λίγες φούχτες σταριού, δυο ξύλα ακόμα
Για τη γωνιά. Κι ο πόνος, αγάλι-
Αγάλι. Ξάφνου υψώνεται μπροστά τους,
Πιάνει τ' αλέτρι σα ζευγάς, το στάρι
Σάμπως σποριάς το συντηρνάει, και λέει:
Όλη τη γη μ' αυτά να οργώσω θέλω
Να σπείρω όλο τον κόσμο απ' άκρη σ' άκρη,
Να φάει με μας φτωχολογιά, ποτέ της
Που δε γνώρισε μάνα ουδέ πατέρα,
Φτάνει η φωτιά να κάψει λίγο ακόμα
Στο σπίτι, κι ο νεκρός μας να μη λήψει
Ποτέ απ' ανάμεσό μας.
Και τα πλούτη
Του κόσμου, τα όπλα, οι δόξες, τα χρυσά του
Παλάτια, όλα τους φαίνονται παιχνίδι
Μπρος στ' άλετρι, το στάρι και τη φλόγα,
Του άγιου νεκρού κληρονομιά, που να ίσως
Ψωμί δε φτάνουν σήμερα να δώσουν
Στα ορφανά του, στου πόνου τους τα μάτια
Γιγαντώνονται, κι αύριο, λες, θα θρέψουν
Την πείνα ενός λαού.
Όμοια θα νάναι
Λίγον καιρό κι η ορφάνια Σας, αν φύγω.
Μα η μυστική κληρονομιά, που αφήνω
Σε σας, είν άλλη, κι άλλη στράτα ο νους Σας
Θα πάρει σύντομα απ' αυτή μ ακούτε;



Α' ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Κύριε, Σ' ακούμε. Εσύ μας τώπες πάντα:
Το μάτι μεγαλώνει στο σκοτάδι,
Κι η ακοή στη σιωπή. Και Συ το ξαίρεις,
Πως άρχισε στα φρένα μας να φέγγει
Ο πατρικός βυθός και πως στ' αυτί μας
Επρωτομπήκε ο λόγος Σου. Το ξαίρεις,
Κύριε, Σ ακούμε κι η τραχειά ψυχή μας,
Που τη φροντίζεις χρόνια, ως ο τοξότης
Του τόξου τη νευρή, σαν τη αλείβει
Βράδι και αυγή με λάδι, για να ρίχνει
Μακρά το βέλος κι ως το χελιδόνι
Ν' αντιλαλεί από τ άγγιγμα, δονείται
Συθέμελα, τα χείλη Σου ως ανοίξεις.
Μα τι είναι τούτο, που μας λες, πως μόνος
Θα πας, κι αν θα γυρίσεις πάλι μόνος,
Και πως μπορεί να μην ξανάρθεις τι είναι;
Ποιός ειν εδώ από μας, που τη ζωή του
Χωρίς Εσέ τη θέλει; Δε θαρθούμε
Μαζί Σου, Κύριε, πάλι, ανηφορώντας
Τ' άγιου βουνού τα πλάγια όλη τη νύχτα,
Καθώς τότε, που Εσύ μας πρωτοπήρες
Κι αλαφρός ανηφόριζες προς τα ύψη,
Ενώ εμείς την καρδιά μας μεσ' στα στήθη
Σα βακχεμένο τύμπανο να δένει
Τη νιώθαμε κρυφά τη γη με τάστρα;
Γύρα Σου πια δε θάμαστε ολοένα,
Καθώς στις μύριες μάχες, που η πνοή Σου,
Σηκώνοντας ενάντια στους τυράννους,
Με το ρυθμό τις εξετύλιγε όλες
Σ' άγιους πυρρίχιους, ενώ Συ μονάχος,
Δίχως άρματα, μόνο με το βλέμμα
Ή με το χέρι έδειχνες που είν' το δίκιο
Και που είν' η νίκη, Κύριε; Και πως έτσι
Να μας αφήσεις συλλογιέσαι τώρα;



ΟΡΦΕΑΣ

Ποιός μίλησ' έτσι; Κι είναι δικά σου
Τα λόγια, απ' την καρδιά, που σώχω πλάσει;
Έλα, Σιωπή, που φανερώνεις όλη
Τη δύναμη του νου και ξεσκεπάζεις
Τα πιο κρυφά μυστήρια στην καρδιά μας!
Δώρο του Ελέους, που βρίσκεται σε κάθε
Τραχιό και πλέριο αγώνα, που μαρτύρους
Δε λαχταρεί, κατέβα και σε τούτον!
Και Συ, αγριοπερίστερο του θάρρους
Του μυστικού, φανερωμένο μόνο
Στην τέλεια πράξη, χτύπα το φτερό Σου
Στο μέτωπο του μια στιγμή, όπως τόσες
Φορές του τώχεις άξαφνα δροσίσει!
Έτσι λοιπόν, γιατί Σας είπα μόνο,
Πως ορφανοί θα μείνετε, η καρδιά Σας
Ταράχτηκε και ξέχασε ό,τι χρόνια
Τη νουθετώ; «Του χωρισμού όποιος σκίσει
Τα σκοτεινά πελάγη, έχοντας πάντα
Στο νου, αβασίλευτο άστρο, την Αγάπη,
Δε θα να σμίξει μόνο αυτός μ' εκείνους
Οπώχει χάσει, μα, ιερό γιοφύρι,
Κι άλλους θα σμίξει ανάμεσό τους, τόπους
Με τόπους, λαούς με λαούς, οχτρούς με φίλους,
Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες
Με τους αιώνες». Και συ, μόλις που είπες,
Πως μεσ' στα φρένα σου φώτα ολοένα
Ο πατρικός βυθός, δειλιάζεις τώρα
Στο χωρισμό;




Α' ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ


Κύριε, το ξέρω, σφάλλω.
Τι το πιστό σκυλί καλά γνωρίζει
Ν' αγρυπνήσει του κυρίου του τον τάφο.
Κι όλα αν τα χάσω, ετούτο δεν το χάνω.
Μα πως να χάσω, Κύριε, τη φωνή Σου,
Που, ως την ακούω, λέω, πως τότε μόνο
Το παραπέτασμα του ναού τραβιέται,
Στ άδυτα νάμπω των αδύτων; Πες μου,
Όλα αν τα χάσω, αυτό πως να το χάσω;



ΟΡΦΕΑΣ

Αληθινά συρμένη είναι μπροστά σου
Βαρειά κατάχνια, μήτε που η φωνή μου
Μπορεί με μιας να τη διαλύσει. Ελάτε
Σιμότερα, όχι τη φωνή μου μόνο
Ν' ακούστε, μα το χτύπο της καρδιάς μου!
Ελάτε ακόμα πιο σιμά.
Κοιτάχτε
Στα βάθη Σας και πέστε μου: Θυμάστε,
Πως Σας εδιάλεξα μαζί, κι ένα-ένα;
Μύριοι μ ακλούθααν το γιατί, δεν ξαίραν
Κι οι ίδιοι, ουδέ το ξαίρουν. Αλλ' ως, όταν
Αρχίσει ξάφνου ο ήλιος να 'ναλιώνει
Τα χιόνια στα βουνά και στα ποτάμια
Τους πάγους, τα νερά λευτερωμένα
Κατρακυλάνε καταρράχτες, όμοια,
Μόλις ακούστη η λύρα κι η φωνή μου
Μεσ' στους λαούς, ωρμήσαν πίσωθέ μου
Πλήθη πολλά ως ποτάμια κι ως ετούτα,
Στη θάλασσα αν ορμήσουν, δε μπορούνε
Να ξαναστρέψουν πίσω ή να σταθούνε,
Όμοια κι αυτά ακλουθούσαν.
Μα ήταν κάποιοι
Στα πλήθη μέσα, που κανείς δε μπόρει
Γιατί ερχόνταν να πει. Τι μεσ' στο ρέμα
Των άλλων εφαντάζαν, σαν οι βράχοι,
Που τ' αντισκόβουν κι ήταν μόνοι απ' όλους,
Σιωπηλοί, σκοτεινοί, συλλογισμένοι,
Σα να ρωτιώνταν: Τι γυρεύει ετούτος
Να κάμει; Είν άνθρωπος ή θεός; Δαίμονας είναι;
Κι απ' όλους εφαινόντανε σα νάταν
Στη συμπονιά πρωτόμαθοι, στη γνώμη
Την καλή σαν κρυφά ν αντιστεκόνταν
Με τράχηλα σταλόν, ενώ στο Νόμο,
Που προβοδούσε η Λύρα κι ο Χορός μου,
Μύριες θερίζονταν ζωές. Και τούτοι,
Σα να μεθούσαν από το αίμα μόνο,
Που πλημμύραε παντού, πως πλημμυρίζει
Την άνοιξη τη γην η παπαρούνα,
Στη μάχη πρώτοι εχύνονταν, να νοιώσουν
Τη μυρουδιά του, πλούσια που σκορπιώταν
Τριγύρα τους, κι αλόγιαστα να πάρουν
Απ' τον αγώνα μια πληγή σα δώρο,
Να ξαλαφρώνει το δικό τους.
Τάχα
Για ποιούς μιλώ;


Β' ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ


Κύριε, για μας. Κι αν είναι
Η θελησή Σου, άφησ' εμένα τώρα
Να ξακολουθήσω.



ΟΡΦΕΑΣ

Λέγε, είν' η ψυχή σου Ψυχή μου.



Β' ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Και μια μέρα, που ο αγώνας
Ο αιματερός σα να ξεχάστη, κι όλα,
Γη κι ουρανός και πέλαγα και γύρω
Τα βουνά σαν τ αγριόκρινα γαλάζια,
Ανασαίναν στον όρθρο αναπαμένα-
Και Συ είχες τραβηχτεί στη μυστική Σου
Σπηλιά, τους καθαρμούς για να οργιάσεις
Των θεών και της ψυχής Σου-ανταμωμένοι
Κρυφά, βαδίσαμε μαζί, ως βαδίζουν
Στα νύχια αλαφροκυνηγοί στο δάσο
Το σύθαμπο, μονάχο να Σε βρούμε
Και δολερά, με μιας, σαν οι Τιτάνες,
Που, με πηλό τα πρόσωπα αλειμμένοι,
Να σπαράξουνε ωρμήσαν το Ζαγρέα,
Για να λυθούν τα μάγια του, που δέναν
Και τα θεριά στο θώρι του, παρόμοια
Να Σε σπαράξουμε και μεις, να πέσουν
Τα δεσμά της γητειάς Σου και να μείνει
Στα χέρια μας η δύναμη, που ακέρια
Με το Χορό, τη Λύρα και το Λόγο
Απ' τους λαούς μας έκλεβες.
Και ξάφνου,
Εκεί που ψάχναμε μ' αυτί ασκημένο,
Αφουκραστήκαμε αναπνιάν ανθρώπου,
Που του ανεβοκατέβαζε τα στέρνα
Ύπνος πρωινός. Κι αργά σιμώσαμε όλοι.
Και να, εκοιμώσουν ήσυχα, ως κοιμάται
Μπρος στη σπηλιά του ένα ξανθό λιοντάρι.
Κι ίδια ως αυτό ξαρμάτωτος κοιτόσουν
Με μοναχά τη χαίτη Σου, και μόνο
Τον πλούτο του άγιου ανασασμού. Και μήτε
Δόρυ στο πλάι Σου μηδ' η Λύρα μόνο,
Στο χέρι Σου είδαμε κατάπληχτοι όλοι,
Πιθωμένο στο στήθος Σου, να σφίγγεις
Ένα εκατόφυλλο μεγάλο ρόδο,
Που, ως ανάπνεες, ανάπνεε, λες, μαζί Σου.
Κύριε, λιγάκι να σταθώ. Τι κοίτα,
Το ήπιο δάκρυ ανάβρυσε στα μάτια
Των αδερφών μου η μνήμη τους ζεστάθη
Και του πρώτου τα χείλη σιγοτρέμουν
Να πάρουνε το λόγο απ' τα δικά μου.
Σωστό είναι, Κύριε, να μιλήσει πάλι.



ΟΡΦΕΑΣ

Μια είν' η ψυχή και μια η καρδιά, ας μιλήσει.



Α' ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Κύριε, είν' αλήθεια, πως μου τρέμει τώρα
Το χείλη κι η καρδιά μου μέσα τρέμει
Γιατί, το ξαίρεις κι όμως θα μιλήσω
Έτσι λοιπόν, σκυμμένοι βλέπαμε όλοι
Τον ύπνο Σου, κι αυτό το μέγα Ρόδο,
Όπου ανεβοκατέβαινε στην πνοή Σου
Και κάποιος από μας, χωρίς καθόλου
Να φυλαχτεί μήπως ξυπνήσεις, είπε:
«Ανάξιο γι άντρες είναι να ριχτούμε
Σ ένα παιδί ως ετούτο, μεσ' στον ύπνο
Ας πιάσουμε καλύτερα τ' αλάφι
Ζωντανό». Και γυρνώντας προς εμένα,
«Κέντα τον», μούπε, «λίγο με το δόρυ
Για να ξυπνήσει, γιατί αλήθεια μοιάζει
Ο ύπνος του αδέρφι νάναι του θανάτου
Κέντα τον λίγο». Κι έτσι, όπως επήρα
Τυφλά τη διαταγή, μεσ' στο πλευρό Σου
Το δόρυ μου έσπρωξα αλαφρά, κι αμέσως
Λίγο πορφύρισε ο χιτώνας. Τότε
Τα μάτια ανύποπτα άνοιξες μεγάλα,
Κι μ' αλαφρό αναστέναγμα σηκώθης
Στην κοίτη καθιστός, κι όπως μας είδες
«Τι», είπες, «είναι παιδιά; Πόσο κοιμώμουν
Βαθιά μεσ' του Διονύσου την αγκάλη!
Και τι ήταν ξάφνου ετούτος στο πλευρό μου
Ο γλυκός πόνος, που με πήγε ακόμα
Σιμότερα, θαρρώ, προς την ψυχή μου,
Για να ξυπνήσω βλέποντάς τη; Τι είναι;»
Έτσ' είπες κι ως κατάλαβες το γαίμα,
Που λιγοστόν εγλίστραε στο πλευρό Σου,
«Παιδιά, γιατί», μας ρώτησες, «ετούτο»;
Κι όπως κράταες το ρόδο, στο πλευρό Σου
Το πίθωσες σφιχτά και με το νέμα
Τριγύρα Σου μας κάλεσες «ελάτε»,
Σα νάλεες, «μη δειλιάζετε, καθήστε».
Κι εμείς στο νέμα αυτό καθήσαμε όλοι
Τριγύρα Σου κι ουδ' ένας μας το στόμα
Για να μιλήσει εσάλεψε μα πλέρια
Σιγή ακολούθησε πολλιώρα, ωσότου
Απ' του Παγγαίου την κορυφήν αιφνίδια
Εφάνη ο Ήλιος και, το ματωμένο
Ρόδο ανασκώνοντας μπροστά του, άρχισες έτσι:
«Δικό Σου το αίμα είν', Ήλιε, και δικό Σου
Είναι το Ρόδο και δικός Σου είμαι όλος
Και δικοί Σου είναι τούτοι, τη ζωή μου
Που αν ήρταν για να πάρουνε, τους σμίγει
Τις καρδιές τους σε μια η ανατολή Σου
Με τη δική μου από την ώρα τούτη.
Ο τέλειος πια χρησμός είναι μπροστά Σου,
Απόλλων!
Των θεών η Μάνα, η Νύχτα
Με το χέρι μου στο στέλνει,
Κορφή του ανασασμού, το τέλειο Ρόδο.
Για να το υψώσω ομπρός στα βλέφαρά Σου,
Αγνάντια απ τη χρυσήν ειδή Σου, κάτου
Απ' τα δροσανοιγμένα Σου ρουθούνια,
Πόσο επόνεσα μ' όλους μου τους πόνους!
Η λεύκα ή ο κυπάρισσος, κλεισμένα
Σε φαράγγι, ζητώντας να Σε ιδούνε,
Δεν πήγαν σε τόσο ύψος,
Όσο εγώ για τούτο,
Που, ωσά δροσοκομμένος βόστυχός Σου,
Μοιάζει χυμένο στο ίδιο Σου χρυσάφι.
Μόνο, τ' άγιο Μυστήριο δος μου τώρα
Να φανερώσω και σε τούτους, όπως
Μου το φανέρωσες βαθιά και μένα
Στον ύπνο και στον ξύπνο μου, στη μάχη
Και στην ειρήνη, στη φιλιά ή στην έχτρα,
Στη ζωή και στο θάνατο, αυτό δός μου».
Έτσι ύμνησες, και μεις ολόγυρά Σου,
Στα δόρατα ακουμπώντας και στον Ήλιο
Μπροστά σκυμμένοι, ακούαμε, κι η καρδιά μας
Στον ύμνο εχόρευε όλη ακούγοντάς Σε
Και πια δεν εθυμούμαστε το λόγο,
Που για να Σ' εύρουμε ήρταμε, αλλά, μ' όλη
Την ακοήν ορθάνοιχτη, η ψυχή μας
Το μυστήριο του Ρόδου καρτερούσε
Να της ξηγήσεις, κι είχαμε έναν κύκλο
Γύρα Σου κάμει ασάλευτο, ως την ώρα,
Που κοιτώντας μας άνοιξες το στόμα.



ΟΡΦΕΑΣ

Και τώρα πάλι εγώ θα να τ' ανοίξω,
Τι άλλος κανείς, το ξαίρετε, δεν πρέπει
Του Μυστηρίου τα λόγια να τ' αγγίξει
Στα χείλη του, όσο ζω. Εγώ και πάλι
Στερνή φορά βαθιά Σας θα ξυπνήσω,
Πριν χωριστώ από Σας, την τέλεια Μνήμη.
Ήλιε, από Σένα εγύρεψα βοήθεια
Έτσι ξανάρχισα -, όμως πίσωθέ Σου,
Κι αν τήνε σκέπει ακέρια για τους άλλους
Το φως Σου, εγώ τη Μάνα Σου τη βλέπω
Να Σ' αγκαλιάζει Εσέ, την άγια Νύχτα
Και πως ποτέ μπορεί κανείς να ξαίρει
Το γιο, αν τη μάνα πρώτα δε γνωρίσει;
Τι κι εγώ γιός της είμαι, κι από βρέφος
Ορφανός κι εγώ πιάστηκα στη ρώγα
Της συμπονιάς της, κάτου από το μαύρο
Τον πέπλο της που μ' έκλειε, κι ως κρατούσα
Το άγιο βυζί, σκιρτούσα ως το κατσίκι
Στο θείο σκοτάδι κι εγώ γιός της είμαι.
Ήλιε, από σένα εγύρεψα βοήθεια,
Τι είσαι αδερφός μου κι είμαι εγώ δικός Σου,
Τι πρώτα Συ γεννήθης από μένα,
Μα ανθρωπομίμητοι είναι, όσο και νάναι,
Μεγάλοι οι δρόμοι Σου, τρανέ αδερφέ μου
Μα πως ποτέ μπορεί κανείς να ξαίρει
Το γιο, αν τη Μάνα πρώτα δε γνωρίσει;
Ω Μάνα Νύχτα, ω μυστική, ω μεγάλη,
Κι αν τώρα είσαι κρυμμένη από τη λάμψη
Του γιού Σου, σα μια χήρα που τη φτάνει
Ν' ακούει τους άθλους του παιδιού της, κι είναι
Μακρά απ αυτό στα πένθη της ντυμένη,
Μα ευφρόσυνο είν' το πένθος της, γιατί όλη
Κρυφά αγρυπνάει στους άθλους του, ω Μητέρα
Νύχτα, που μέσα κι απ' το φως Σε βλέπω
Πιο καθαρά, ω θεμέλιο του Προφήτη,
Που δεν ποιμαίνει διόλου με τα μάτια
Τους στοχασμούς του, αλλά με την καρδιά του,
Σάμπως λάγιο σγουρόμαλλο κοπάδι,
Που τις πηγές του βρίσκει στα σκοτάδια
Και πίνει αχόρταγα απ το ρέμα, ω Μάνα,
Δος μου και Συ τη δύναμη να μπάσω
Σε τούτων τις ψυχές, που δε Σε ξαίρουν,
Το Μυστήριο του Ρόδου, φέρνοντάς τους
Σκαλί-σκαλί απ΄τη βάση του ως την άγια
Κορφή, που πια και Συ δε φαίνεσαι ίδια,
Σκοτεινή, θλιβερή, μαυροντυμένη,
Παρά χλωμή, βουβή και λευκοφόρα,
Τι απ' του βυθού του πατρικού τα μαύρα
Κι αξεδιάλυτα πλούτη βλέπεις πάντα
Εκεί πάνω, χορεύοντας αγάλι-
Αγάλι πάνω απ' της μουγγής αβύσσου
Τα πλάτη, σάμπως γλάρος να προβαίνει
Ο Αρματωμένος Έρωτας, και πάντα
Τον καρτερείς. Και φτάνει του φτερού του
Το διάβα απάνωθέ Σου, για ν' ανθίσουν
Καινούργιοι κόσμοι μέσα Σου, καινούργια!
Μα εμείς, εδώ μαστε στη γη κι, ω Μάνα,
Πολλά ναι τα σκαλιά ως που ν' ανεβούμε
Στην άγια κορυφή, που όλα τα σμίγει
Σε μια πνοή. Κι αρχίζει από τον Άδη
Το πρώτο το σκαλί και το πιο πάνω
Η άγια το χτίζει Δήμητρα. Γιατί όπως
Όλοι στον Άδη εμπρός οι άνθρωποι είν' όμοιοι,
Όμοια είν' ίδιοι κι αγνάντια από το Στάχι
Το Μυστικό, που η Ελευσίνα υψώνει,
Και σ' όλους πλάι η Περσεφόνη, το ίδιο
Ξάγρυπνη για όλους, την ψυχή χωρίζει,
Σαν το μωρό απ' τη μήτρα, απ' το κορμί τους.
Μα ποιός αυτός, που δίπλα από την Κόρη,
Πριν κι απ' το θάνατο κι ολοένα απάνω
Κι από το θάνατο, βοηθάει το σώμα
Και την ψυχή βοηθάει, ανταμωμένα,
Μέσα απ' τον πόνο, πέρα από τον πόνο,
Ν' ανεβαίνουν χορεύοντας τα πλάγια
Του βουνού, τα πολλά που γίνονται Ένα;
Ποιός απ' τα βάθη του Άδη με την πνοή του
Χορεύει τις ψυχές, σα μύρια φύλλα
Γύρα από δρυ ξερό, να σαρκωθούνε
Σε νέες γενιές, και ποιός σε τούτες μπάζει
Την άγια ορμή τ' ανήφορου; Ποιός άλλος,
Πλούτωνα-Διόνυσε, από Σε, απ' τα βάθη
Τα σκοτεινά της γης σαν ανεβάζεις,
Θεία μαρτυρία της δύναμής Σου, το Άγιο
Το Κλήμα, που, ως βυζαίνει τα σκοτάδια
Της γης και πίνει απ' τα ουράνια δρόσο,
Συνταιριάζει στις φλέβες του το σκότος
Με το φως σ' αίμα πύρινο, δοσμένο
Την άγια Μέθη να κερνά απ' το χέρι
Των θείων Μουσών, που η καθεμιά της στέκει
Κάθε σκαλί, για ν ανεβεί μαζί Σου
Στην κορυφή, κι αλλάζει τ όνομά της
Καθώς αλλάζει το δικό Σου; Κι έτσι,
Από μέθη σε μέθη, ο λογισμός μας
Κι οι αιστήσεις και το θάρρος μας κι η πνοή μας,
Κι από τον ένα Διόνυσο στον άλλο,
Ξάφνου ανεβαίνουμε, ως που πια δε φτάνει
Τ' άγιο Κρασί, τι ανοίγεται στο νου μας
Η ανάπνια, που όλα πια τα σμίγει σ' Ένα,
Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη
Κι αγάπη, λαούς με λαούς, τόπους με τόπους,
Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες
Με τους αιώνες. Κι είναι τούτη η ώρα
Του Ρόδου του εκατόφυλλου βαθιά μας,
Που, αίμα και πνέμα και ψυχή και σάρκα
Και λυτρωμός απέραντος, μας μπάζει
Στον κύκλο, όπου κι η πίστη περισσεύει,
Γιατί είναι πίστη η ίδια ζωή στη μέση
Της καρδιάς μας για πάντα αναστημένη!
Έτσι είπα και βοηθούσεν ο παλμός μου
Και της ψυχής το σκίρτημα το λόγο.
Και Σεις, ως Σας εκοίταξα, είχατε όλοι
Την όψη και τον τρόπο Σας αλλάξει
Καθώς και τώρα. Κι ένας είχε γύρει,
Πως γέρνει ο δισκοβόλος το κορμί του
Σα φεύγει ο δίσκος, όλος ν' ακλουθήσει
Νους και κορμί το νόημα κι άλλος είχε
Στη γη απλωθεί, ως να βύθιζε τα μάτια,
Τις ρίζες νάβρει του Άδη κι είχε ο τρίτος
Στην όψη του μια φλόγα, ως να συγκράτει
Μ' αγώνα την ορμή, να ξεκινήσει
Προς την κορφή κι ο τέταρτος κρατούσε
Κλειστά τα μάτια, ως ν' άρχιζε από τώρα
Ν' ανασαίνει το Ρόδο, κι η ψυχή του
Σιγά-σιγά από μέσα του λυνόταν.
Κι όλων μαζί μια ζέστη Σας περνούσε
Τις φλέβες μυστικιά, που σταματούσε
Την αναπνιά Σας στα ρουθούνια, κάποιοι
Που τ' άνοιγαν πλατιά κι είχαν κλεισμένα
Τα χείλη τους σφιχτά. Και ξάφνου εκείνος,
Που ως δισκοβόλος έγερνε να πάρει
Το νόημα, το κεφάλι του τανυώντας
Προς τα πίσω, ως να τίναζε ένα βάρος
Τρανό, μου φώναξε έτσι: «Ορφέα, δόσε
Το Ρόδο και σ εμάς και δόστο σ όλους,
Τι είν η ζωή πικρή απ την ώρα τούτη
Που ο ανασασμός του εδιάβη από μπροστά μας
Και δεν απλώθη στην γην όλη. Δώστο
Το Ρόδο στους λαούς, Ορφέα. Τι άγιος
Είναι ο αγώνας του Κρασιού, που, ως λιγοστεύουν
Τα θάρρη της ψυχής, τη σπρώχνει πάλι
Στους ζωντανούς ανήφορους. Μα τώρα
Δως τον αγώνα για το Ρόδο, Ορφέα,
Στους λαούς, για να κινήσουνε όλοι αντάμα
Προς την κορφή, που όλα τα σμίγει σ' Ένα,
Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη
Μ αγάπη, τόπους μ άλλους τόπους, τάστρα
Με τάστρα, ζωή με θάνατο, τους αιώνες
Με τους αιώνες. Δως στους λαούς το Ρόδο,
Ορφέα!»
Έτσ' είπε αυτός και μένανε η καρδιά μου
Μώτρεμε πια, και μώτρεμε το χέρι,
Τέτοια φωνή ανεπάντεχη ν' ακούσω
Κι έτσι χλωμός το ματωμένο Ρόδο
Το σήκωσα στο χέρι μου, ρωτώντας:
«Και που, παιδιά, το Ρόδο θέτε πρώτα
Να το φυτέψουμε στη γη, που θέτε;»
Κι άργιε η απόκριση νάρθει μα αιφνίδια
Αυτός πούχε τα βλέφαρα κλεισμένα,
Ανοίγοντας τα, με φωνή που ερχόταν
Απ' άλλον κόσμο, κι όμως κύλησε όμοια
Με μια βροντή, αποκρίθη: «Στην Ελλάδα!».
Και τα γκρεμά, οι πλαγιές, τα κορφοβούνια,
Σα στήθη που ανασαίνοντας πλαταίνουν,
Θαρρέψαμε, αντηχήσαν: «Στην Ελλάδα!».
Και τότε πια μας τύλιξε ο Παιάνας,
Μας γέμισε ο Παιάνας, μας επήρε
Στα διάπλατα του τα φτερά ο Παιάνας.
«Το Ρόδο, όλοι το Ρόδο στην Ελλάδα!»,
Φωνάξαμε κι ωρμήσαμε κι ώ, πόσοι
Μας έχουν σμίξει από τότε αγώνες!
Τι να τους λέω;



Β' ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Και αν δεν τους πεις, πιο λίγο
Θα λάμπουνε για τούτο μεσ στους αιώνες
Και στην καρδιά μας, Κύριε; Έτσι αλήθεια
Φωνάξαμε, κι ωρμήσαμε και πίσω
Απ' την ορμή μας ακλουθούσαν πλήθη,
Που εσπάζανε με μιας τις αλυσίδες,
Που οι τύραννοι παντού τους είχαν βάλει,
Στην ψυχή και στα πόδια και στα χέρια,
Και τώρα με της Λύρας Σου το Νόμο
Χορευτικά αρχινούσαν να σαλεύουν
Με το Ρυθμό. Και Σούφερναν μπροστά Σου
Με τα χέρια δετά τους βασιλιάδες
Και Συ τα χέρια λύνοντας τους, μ' ένα
Χαμόγελο τους έλεγες : «Σηκώστε
Στον ουρανό τα μάτια και κοιτάχτε
Κάθ' αστέρι φωτάει κι απόναν κόσμο
Να, κόσμοι για κατάχτηση». Κι εκείνοι
Μικροί στη Νύχτα εμπρός και στο δικό Σου
Το Λόγο, ζαλισμένοι από την άπλα
Της λευτεριάς Σου, έσκυβαν το κεφάλι.
Κι έλεες στα πλήθη γύρω: «Φυλαχτήτε
Από του πλούσιου το τραπέζι τι άλλο
Πλατύ τραπέζι από της Γης δεν είναι.
Και μη χωρίστε από τη Γη, θαρρώντας
Ψηλότερα από τούτη να καθήστε
Σε θρόνο δόξας ψεύτικης, το θρόνο
Της Γης σαν έχετε όλο αλλ' ό,τι βγαίνει
Από τη Γη, στυλώστε το, είτ' αμπέλι
Είτε δεντρί κι αν γέρνει, δώσετέ του
Και το ίδιο Σας ραβδί να το στεριώσει,
Το ίδιο Σας δόρυ. Έτσι που μια μέρα
Ο Όρθιος Σκοπός να λάμψει απ' άκρη σ' άκρη
Της γης, και, απέραντου βασίλειου σκήπτρο,
Το Ρόδο νάχει κάθε λαός στο χέρι!»
Έτσι έλεες και τα πλήθη Σε κοιτάζαν,
Καθώς κοιτάζει αμάλαγη παρθένα
Τον τέλειον άντρα, που άξαφνα μπροστά της
Εστάθη σαν κολώνα κι η καρδιά της
Τη σπρώχνει στο πλευρό του ν' ακουμπήσει,
Γιατί δεν έχει ξεδιαλύνει ακόμα
Βαθιά της, τι της είναι, αν αδερφός της,
Αν μάνα, ή αν πατέρας, ή αν κρυμμένος
Κάποιος θεός. Παρόμοια και τα πλήθη
Για Σε.
Αλλ' ως ο Λόγος Σου ξαπλώθη
Στην Ελλάδα κι εσπάσαν οι αλυσίδες,
Που εδώ κι εκεί την είχαν περιδέσει,
Κι ανάσαινε όλη, ως ανασαίνουν κάθε
Πρωί τα γαλάζια βουνοπέλαγά της,
Απ' το Παγγαίο όσοι είχαμε κινήσει,
Τώρα γοργά τα πλάγια ανηφορώντας
Του Παρνασσού, μια αυγήν εμπήκαμε όλοι
Στον άγιο τόπο, πούχε η Γη Μαντείο
Πανάρχαιο, στους Δελφούς, του κόσμου αφάλι.
Και τότ' εκεί, τα σκορπισμένα μέλη
Καλώντας της Ελλάδας πρώτα, ως νάρθουν
Σιγά-σιγά τα μέλη όλου του κόσμου
Το παγκόσμο στη γη να δέσουν Ρόδο,
Στο αγνό του το παράδειγμα Δωρίδα,
Ιωνία, Φωκίδα, Βοιωτία, Λοκρίδα,
Την Αρκαδία, την Αργολίδα, όλες
Τις χώριες της φυλές, φωνάζοντάς τις
Μαζί, καθώς ο Απόλλωνας τις Μούσες,
Την ώρα τούτη, κι, ως πληγή, που μόλις
Ανοίχτη κι έμοιαζε πως είναι η βρύση
Της ίδιας μου καρδιάς, τώρα που αρχίζει,
Καθώς μιλάς, να κρυώνει, μου γεμίζει
Πόνο κρυφό τα φρένα μου κι ως μέσα
Στα βάθη της ψυχής!
Μα τι με τούτο;
Απ την Αδράστεια θρέφεται ο Προφήτης,
Με την Ανάγκη ζει και την καθάρια
Γεννά Ειμαρμένη. Κι όμως είν' ο πόνος
Σκληρός, αν άσκοπα τη γη ποτίζει
Το αίμα και το σφάγιο το μεγάλο
Σπαρνά, χωρίς κανένας να του πάρει
Την ύστερη ματιά.
Το ξέρεις τάχα,
Ποιά μου άνοιξες πληγή; Και γιατί φεύγω,
Παιδιά; Δε με ρωτήσατε; Κι ως τώρα,
Το θάρρος μόνο να μη χάσετε, είπα,
Στο χωρισμό. Μα τώρα ελάτε, ελάτε
Κι ακόμα πιο σιμά, από την πληγή μου
Να πιείτε ν' αλαφρώσει. Γιατί φεύγω
Να Σας το πω, κι αν φεύγω, γιατί μόνος,
Κι αν δεν ξανάρθω πίσω, τ' όνομά μου
Γιατί Σας δίνω κι Ορφανούς Σας λέω,
Στη μοναξιά Σας νάστε ανταμωμένοι
Κι Ένα με με για πάντα.
Όχι, δεν είναι
Η τάξη η σαρκική, δεν είν' η δόξα
Όπου μετριέται, που μπορούν να δώσουν
Το πλήρωμα του πόθου, που ο Προφήτης
Το βλέπει μόνος μεσ' απ' τους αιώνες
Στα σκοτεινά να λάμπει, τι η ψυχή του,
Ριζωμένη στη θλίψη ωσά σε βράχο,
Βυζαίνει όλη τη νύχτα από τη ρώγα
Των άστρων και τη μέρα από τον ήλιο,
Και προχωρεί ως εκεί, που πια κι η μέρα
Κι η νύχτα φέγγουν γύρα του σα γάλα
Δεν είν' η τάξη η σαρκική κι ο χρόνος
Οπού μετριέται, που θα δώσουν τούτο
Το πλήρωμα, είν' ο Έρωτας, που λέει
Και δε σιγάει στιγμή μεσ' στην καρδιά μας:
«Όλο ν' αθλείς και να μην πείς ποτέ σου
Πως νίκησες τι όσο τρανά και νάναι
Ο άθλος και η νίκη, αληθινά είναι πάντα
Μικρά μπροστά στον Έρωτα».
Και τούτο
Τον Νόμο, κρύφιο στύλο του Όρθιου Λόγου,
Σαν την αυγήν εκείνη μπήκαμε όλοι
Στον άγιο τόπο, πούχε η Γη Μαντείο
Πανάρχαιο, στους Δελφούς, του κόσμου αφάλι,
Τον παραδίνω ακέριο, με το Μέτρο
Και το Ρυθμό, σκαλί-σκαλί απ την κούνια
Του μόχτου, εξηγημένο ένα προς ένα,
Στους ιερείς, και αδρά τους θωρακίζω
Με δύναμη διπλή, ζωή και γνώση,
Τη διπλή κορυφή για ν' ανεβούνε
Των δυο τρανών Θεών και τη Συνθήκη
Τη μυστική τους να τη φέρουν πλέρια
Χαραγμένη σε πλάκες στα έρμα πλήθη,
Που καρτερούν ακόμα τ' άγιο Μέτρο
Να τα στυλώσει όλα μαζί. Κι ακόμα,
Το Ρόδο το εκατόφυλλο τους δίνω,
Το σύμμετρο εκατόφυλλο, όπου όλα
Τα φύλλα του ένα, και καθένα είν' όλα,
Της μύησης το στεφάνωμα. Και κείνοι,
Με τη ζωή μεθούν τους λαούς κι ολοένα
Στρέφουν τη γνώση ενάντια τους, κι αφήνουν
Της αγίας συμμετρίας τ' Ολύμπιο δώρο,
Το μυστικό εκατόφυλλο, να ρέψει
Πότε σ' αυτό και πότε πάνω στ' άλλο
Σκαλί της Μέθης κι ο καθένας στέκει
Σε κείνο το σκαλί και λέει: «Είν όλος
Ο Διόνυσος δικός μου» και θαρρώντας,
Στην κορυφή πως έφτασε, με λόγο,
Με πράξη ή τρόπο κλείνει και στους άλλους
Τους δρόμους τ' άγιου ανήφορου, όπου λάμπει
Η αγνή ψυχή του απάνω κόσμου ακέρια,
Που η Λευτεριά είναι Γνώση, η Γνώση Αγάπη,
Και πια, απ' τη Γνώση τούτη, δεν είν άλλη.
Και να, αδερφοί μου! Αύριο ξημερώνει
Η αυγή, που στου Παγγαίου το κορφοβούνι
Τ' Όργιο τ' αγνό να λειτουργήσω μέλλω,
Στο βωμό πώχω στήσει απάνω-απάνω
Του Απόλλωνα, κομίζοντας το Ρόδο,
Που ζωής και γνώρας είδωλο, στους κάμπους
Με τόσην αναστήσαμε άγρυπνη έννια!
Το Ρόδο θέλω να του πάω, και ξαίρω,
Πως στου βουνού τα πλάγια καρτερούνε
Οι Μαινάδες, που μόλις εγευτήκαν
Του Βασσαρέα Διόνυσου τη χάρη
Και του Σαβάζιου του ρυθμούς, κι «ειν όλος»,
Φωνάζουνε, «ο Διόνυσος δικός μας,
Και το δικό μας το Ρόδο» και προσμένουν
Να μου το πάρουν απ' τα χέρια, κι όλα
Σκορπίζοντας τα φύλλα του, κι εμένα
Σφάγιο τ' Οργίου τους να με σύρουν. Κι όμως
Το Ρόδο πρέπει αυγή στο κορφοβούνι
Να φέρω του Παγγαίου, και να το φέρω
Δίχως οργή, αλαφρός, γαλήνιος, μόνος,
Γεμάτος απ' το θάμα του, γεμάτος
Από την πλέρια του ευωδιά, γεμάτος
Από την άγια συμμετρία του, όλος
Γεμάτος απ τη γνώρα του και μόνο.
Και τι να πω αύριο στον Ήλιο; «Σήκω,
Σαΐτεψε το φίδι, πώχει αφήκει
Η παλιά φιδομάνα και που τώρα
Πάλι τη γην ολόγυρα γυρεύει
Στις δίπλες του σφιχτά για να τυλίξει»;
«Ξύπνα», να πω, «Τιτάνα Εσύ, και πάλι,
Κυκλόφερε τα θεία πατήματά Σου,
Τα θεία Σου τα σκιρτήματα τριγύρω
Στο φοβερό ερπετό που ξαναζώνει
Τη γη κι ο οσκρός του αρχίνισε να τρέχει
Στις θείες πηγές Σου, φαρμακώνοντάς τις»;
Τέτια να πω τη μέρα, που να πάω
Μπροστά του πρέπει ανόργιστος, γαλήνιος,
Γεμάτος απ τη γνώρα του, γεμάτος
Από την άγια λάμψη του, γεμάτος
Από το φως το μάγο του, γεμάτος
Ακέριος απ το θάμα του και μόνο;
Τι αλλοίμονο, αν δεν πάω εγώ το Ρόδο
Στου μυστικού του γυρισμού τη μέρα,
Που, διασκελώντας τα υπερβόρεια πλάτη,
Παντέχει μόνο αγνάντια του ένα χέρι
Να του γνέψει: «Είμαι εδώ και Σε προσμένω»!
Και πως, το Ρόδο αν αύριο δεν του πάω,
Κατόπιν από με κανείς θ' ανέβει,
Άντρας ή λαός, το χάος για να μαγέψει
Με την κρυφή του λάτρα κι από πάνω
Να γυρίσει γαλήνιος και μεγάλος
Στα σκοτεινά τα βάραθρα;
Ω καλοί μου,
Όλο ν' αθλεί και να μη λέει ποτέ του
Κανένας πως νικά γιατί, όση νάναι
Η νίκη και η θυσία, θα νάναι πάντα
Μικρά μπροστά στον Έρωτα.
Ώ καλοί μου,
Σε λίγο Σας αφήνω, και τι τάχα
Για παρηγόρια να Σας πω; Είστε οι λίγοι
Σπόροι μιας άμετρης σποράς, νανθίσει
Που θα ν' αργήσει αιώνες; Μα είστε οι σπόροι
Ενός ακέριου λυτρωμού, και φτάνει.
Κι, ω αγαπημένοι, αν θα δειπνήσω απόψε,
Σ' ομοφαγία κρυφά μαζί Σας τ' άγιο
Ψωμί και το Κρασί, τα φύλλα ακόμα
Του πρώτου του εκατόφυλλου, που σ' Ένα
Την αναπνιά μας έσμιξε, κι αν τώρα
Ξερό ναι, όλο και πιότερο ευωδάει,
Πηγή της τέλειας Μνήμης και του Πόνου
Και του Σκοπού, να Σας τ' αφήσω θέλω,
Να Σας θυμίζει, κι απ' τα βάθη του Άδη,
Τα μυστικά σκαλιά, που η κάθε Μούσα
Φυλάει κρυφά κι αλλάζει τ' όνομά της
Καθώς του Διόνυσου και να, από μνήμη
Σε μνήμη, ο λογισμός Σας ν' ανεβαίνει,
Και οι αιστήσεις και το θάρρος Σας κι η πνοή Σας,
Ως την ψηλή κορφή, που πια δε φτάνει
Τ' άγιο Κρασί, τι ανοίγει πια στο νου Σας
Η ανάπνια, που όλα Σας τα δίνει σ' Ένα,
Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη
Κι αγάπη, λαούς με λαούς, τόπους με τόπους,
Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες
Με τους αιώνες. Κι αυτή νάναι η ώρα
Του Ρόδου του εκατόφυλλου βαθιά Σας,
Κι η ώρα του Ορφέα νάναι σε Σας για πάντα,
Που, αίμα και πνέμα και ψυχή και σάρκα
Και λυτρωμός τεράστιος, θα Σας μπάζει
Στον κύκλο, όπου κι η πίστη περισσεύει,
Τι θάναι πίστη η ίδια ζωή στη μέση
Της καρδιάς Σας για πάντα αναστημένη!
Μα να, βραδιάζει ο Έσπερος εφάνη
Στον ουρανό κι είναι μακρύς ο δρόμος
Ως την κορφή. Τα χέρια δώστε τώρα
Ανάμεσό Σας και στεριώστε πάλι
Τη μαγικήν ασύντριφτη αλυσίδα,
Που με τον Όρκο εδέσατε τη νύχτα
Την πρώτη, που ολοφάνερα μπροστά Σας
Μέσα στα ουράνια δούλευε ο Πατέρας,
Τα σκότη οργώνοντας βαθιά, κι ο νους Σας
Δέχτη τα πρώτα φέγγη του κι ο πόθος
Ο μυστικός, από τη μαύρη βάση
Της γης, τινάχτη ως δόρυ πέρα απ τ' άστρα!
Κι εγώ τη Λύρα θα κρατήσω ακόμα
Για Σας απόψε μια φορά. Σκωθήτε,
Τι σκοτεινιάζει ο Έσπερος εφάνη
Χτυπάτε τις ασπίδες Σας κι αρχίστε
Το μυστικό πυρρίχιο το στερνό μου.
Τις ασπίδες χτυπάτε. Όρθιοι στον Όρθιο
Της ψυχής Σας Σκοπό. Κι αρχίστε αγάλι
Το φοβερό Χορό του Τέλειου Νόμου.
Τραγουδήστε τον Όρκο. Αυτόν αφήνω
Στον τόπο μου. Κι ακέρια την ψυχή Σας
Μεσ' στον Τιτάνα αιθέρα ριζωμένη
Κρατείτε πια. Ορφανά παιδιά, χορεύτε!
Την άγια Λύρα εχτύπησα. Ορκιστήτε!

(Όρθιος ο Ορφέας κρούει τη λύρα. Οι πολεμιστές σηκώνουν
τις ασπίδες τους και αρχούνται γύρωθέν του. Τραγουδάν).



ΧΟΡΟΣ

Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων,
Ο Όρκος ετούτος ήτανε κρυφός
Βαθιά μας και βαθιά Σου αλλ' ως το χνάρι
Το πρώτο του αχνοχάραξεν η χάρη
Του Αρματωμένου του Έρωτα, άγια θάρρη,
Γέμισε αργά, σιγά, σαν το φεγγάρι,
Όλος του ο μαύρος κύκλος από φως.
Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων,
Με θεούς κι ανθρώπους δένουμε τα χέρια εδώ,
Τι πάνω από των χρόνων και των τόπων
Τα σύνορα την άγια Σου επωδό
Μας χάρισες. Απ' τ' άραχλο σκοτάδι
Του πόνου μας ελέησες τη χαρά,
Μονάκριβη σα νάβγαινε απ΄τον 'Αδη
Με κρύφια παντοδύναμα φτερά.
Κι απ' το βαθύ Σου αμέτρητο βασίλειο,
Ακούραστο Τιτάνα κάθε αυγή,
Απάνω από τις έχθρητες τον Ήλιο,
Ν' αγκαλιάζει στα χέρια του τη Γη.
Κι από τη γην εμείς, που η άγια μέθη
Μας ύψωσε ως το μέγα μυστικό,
Που απ' ουρανό και γην αντάμα εδέθη
Το Ρόδο, ω Νύχτα, τούτο το Ορφικό,
Της πιο κρυφής φροντίδας μας το θρέμα,
Τ' ορκιζόμαστε, πάνω από ναούς,
Να το ποτίσουμε όλο μας το γαίμα,
Για να το δώσουμε αύριο στους λαούς.
Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων,
Ο Όρκος ετούτος ήτανε κρυφός
Βαθιά μας και βαθιά Σου αλλ ως το χνάρι
Το πρώτο του αλαφρόγραψεν η χάρη
Του Αρματωμένου του Έρωτα, άγια θάρρη,
Γιομίζει αργά, σιγά, σαν το φεγγάρι,
Όλος του ο μαύρος κύκλος από φως!

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Τι ήσαν λοιπόν οι Έλληνες Θεοί;

OI AΡΧΑΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ

Ήρθαν λοιπόν οι τσοπαναραίοι, κι αφού γκρέμισαν όλο τον αρχαίο πολιτισμό - τη δική μας αρχαία κληρονομιά - μας επέβαλαν, χωρίς να μας ρωτήσουν, την "τέλεια" θρησκεία τους.

Εδώ δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με δαύτη. Εδώ θα ασχοληθούμε εν συντομία με εκείνη την άλλη, την "ατελή" - όπως την χαρακτήρισαν - θρησκεία των προγόνων μας και θα εξετάσουμε συνοπτικά τις... ατέλειές της, παρόλο που οφείλουμε εξαρχής να της αναγνωρίσουμε ότι αποτελούσε τον άριστο συνδετικό κρίκο όλων εκείνων των λαμπρών εκφράσεων του αρχαίου πολιτισμού, εφόσον πίσω από κάθε καλή τέχνη κρυβόταν και μια Μούσα, πίσω από κάθε τεχνική ο Ήφαιστος, πίσω από κάθε είδος καλλιέργειας της γης η Δήμητρα, πί­σω από κάθε σχολή φιλοσοφίας η Αθηνά, πίσω από κάθε νομοθεσία η Θέμις, πίσω από κάθε θεραπευτική μέθοδο ο Ασκληπιός, πίσω από κάθε θεατρική παράσταση ο Διόνυσος, πίσω από κάθε εμπορική δραστηριότητα ο Ερμής κ.ο.κ.


Ποιες ήταν λοιπόν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των προγόνων μας; Μας έχουν μάθει να λέμε και να νομίζουμε ότι "οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στους Δώδεκα Ολύμπιους και σε άλλους αναρίθμητους Θεούς και Θεές".

Αυτό είναι ψέμα. Το ρήμα "πιστεύω" απουσιάζει παντελώς από την ορολογία

των αρχαίων ελληνικών θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ο όρoς "πίστη" παραπέμπει στην τυφλή αποδοχή ενός αυταρχικού Και ανεξέλεγχτου δόγματος ενώ το επίθετο "πιστός" χαρακτηρίζει μόνον τον δούλο. Οι πρόγονοι μας όμως ήσαν άνθρωποι ελεύθεροι. Δεν "πίστευαν" στις Θεές και τους Θεούς. Απλά τους λα­τρεύαν. Και η έννοια της λατρείας μας οδηγεί κατευθείαν σε εκείνην του έρωτα.

Διότι μόνον ο ερωτευμένος λατρεύει. Μόνον ο ερωτευμένος έλκεται από το κάλλος του υποκειμένου των συναισθημάτων του και το λατρεύει, όπως ακριβώς έλκεται η ψυχή από την ευωδιά και την ωραιότητα του σχήματος και των χρωμάτων του άνθους.

Δεν "πίστευαν" λοιπόν οι πρόγονοί μας στις Θεές και τους Θεούς. Αντίθετα τους λάτρευαν διότι ήσαν ερωτευμένοι μαζί τους. Ήσαν ερωτευμένοι με την απαράμιλλη ομορφιά του ελληνικού τοπίου. Ερωτευμένοι με το χάραγμα, ερωτευμένοι με το δειλινό, ερωτευμένοι με τον γαλάζιο ουρανό, ερωτευμένοι με τα μεγαλόπρεπα βουνά, ερωτευμένοι με την πολύτροπη θάλασσα, ερωτευμένοι με τον χρυσαφένιο ζωοδότη Ήλιο, ερωτευμένοι με τη αργυρόμορφη αινιγματική Σελήνη, ερωτευμένοι με τη γονιμοποιό βροχή, ερωτευμένοι με τη νοτισμένη γη, που την καρπίζει η βροχή στα πλαίσια της θεσπέσιας συνουσίας της καταιγίδας.

Οι πρόγονοί μας γνώριζαν ότι κινητήριος δύναμη κάθε έκφρασης της Ζωής είναι η ερωτική έλξη και για τούτο λάτρευαν τον Θεό Έρωτα. Κι επειδή το πρώτο όπλο της ερωτικής έλξης είναι το Κάλλος, οι πρόγονοί μας λάτρευαν την ομορφιά. Οι πρόγονοί μας ήξεραν ότι το μέσο για την κατανόηση του Σύμπαντος Κόσμου είναι η ευφυΐα του νου. Κι επειδή το υπέρτατο κόσμημα του νου είναι η Γνώση, οι πρόγονοί μας λάτρευαν τη σοφία. Κοκ...



ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΑ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Τρεις λέξεις αρκούν για να περικλείσουν όλο τον πλούτο των λατρευτικών συναισθημάτων και όλη την ουσία των αρχαίων θρησκευτικών πεποιθήσεων: Φιλοπατρία, Φιλοκαλία, Φιλοσοφία.

Έρως προς την Πατρίδα, έρως προς το Κάλλος, έρως προς την Σοφία. Και οι ερωτευμένοι πρόγονοί μας με την Πατρίδα, το Κάλλος και τη Σοφία έπλασαν αναρίθμητους μύθους προκειμένου να προσφέρουν στις επόμενες γενιές - και σε μας εν τέλει με τρόπο ποιητικό άρα καλαίσθητο και διαχρονικό όλο το απόσταγμα αναρίθμητων αιώνων λαϊκής γνώσης και εμπειρίας.

Ιδού η αξία των μύθων. Και οι μύθοι βέβαια μας μιλούν για τις Θεές και τους Θεούς



Τι ήσαν λοιπόν οι Έλληνες Θεοί;

Μήπως πλάσματα της φαντασίας και των "ατελών" θρησκευτικών πεποιθήσεων των προγόνων μας ή μήπως κάτι άλλο πολύ πιο σημαντικό;

Μήπως υπέρτατες οντότητες που φώτισαν με τις διδασκαλίες τους, τους απολίτιστους προγόνους των προγόνων μας;

Μήπως "σπεπτομορφές" ικανές να παρεμβαίνουν στην καθημερινότητα;

Μήπως γοητευτικοί ήρωες ψεύτικων ιστοριών;

Μήπως άψυχα ξύλινα, πέτρινα ή μεταλλικά αγάλματα ωραiων ανδρών και γυναικών;

Μήπως χαμερπής εσμός ασυγκράτητων ερωτύλων που συνουσιάζονταν αδιάκοπα και γεννούσαν ομοίους τους;

Μήπως αρχαιότατοι ευγενείς πρόγονοι των προγόνων μας που ωφέλησαν με τα έργα τους τις ανθρώπινες κοινωνίες;

Ή μήπως ποιητικές εκφράσεις των φυσικών δυνάμεων οι οποίες συνιστούν, ορίζουν και διασφαλίζουν τη λειτουργία του! Σύμπαντος Κόσμου;



Οι Έλληνες Θεοί δεν ορίζονται εύκολα.

Περικλείουν έναν τόσον απροσμέτρητο πλούτο εννοιών, γνώσεων και συναισθημάτων, ώστε τόμοι ολόκληροι εμπεριστα­τωμένων διατριβών δεν θα αρκούσαν προκειμένου να τον κατα­γράψουν. Οι Έλληνες Θεοί είναι πολύμορφοι, πολυποίκιλοι, πολυεπίπεδοι.

Την μια στιγμή εμφανίζονται ως τρυφεροί σύντροφοι στα όνειρα των παιδιών, ικανοί να τους εμπνεύσουν, διαμέσου της γοητείας της μυθικής αφήγησης, ύψιστα ιδανικά, καθοριστικά για όλο τους τον βίο, την επομένη παρουσιάζονται ως πρόθυμοι φίλοι και αρωγοί στην κάθε καθημερινή δυσχέρεια των ενηλίκων που τους επικαλούνται, κι έπειτα εμφανίζονται σε όσους το επιθυμούν, ως σοφότατοι και πάντα φιλικοί ιεροφάντες, ικανοί να αποκαλύψουν στους μύστες πλήθος ψηγμάτων αιώνιας κο­σμικής σοφίας.

Οι Έλληνες Θεοί δεν βρίσκονται εκτός του Σύμπαντος Κό­σμου ούτε κατασκεύασαν τον Κόσμο

Ο Κόσμος τούτος υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει από μόνος του. Οι Θεές και οι Θεοί απλά τον κατοικούν και τον φροντίζουν.

Είναι δυναμικά μέλη του Σύμπαντος Κόσμου, αναντικατάστατες συνιστώσες της λειτουργίας του.

Ή - επαναλαμβάνω - ποιητικές εκφράσεις των φυσικών δυνάμεων οι οποίες συνιστούν, ορίζουν και διασφαλίζουν τη λει­τουργία του Σύμπαντος Κόσμου!..



ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΘΕΟΙ;

Όπως διαπιστώσατε εδώ μιλώ ήδη ωσάν να υπάρχουν πράγματι οι Έλληνες Θεοί. Ωσάν να μην ανήκουν στην "ατελή", λησμονημένη και περιφρονημένη θρησκεία των προγόνων μας.

Μιλώ σαν να υπάρχουν και τώρα...

Μιλώ δηλαδή σαν να υπάρχει όντως η Γη, ο Ήλιος, η Σελήνη, ο 'νεμος, η Θάλασσα, η Βροχή, η Βλάστηση, η Ζωή...Γιατί;

Δεν υπάρχουν;

Κι αφού υπάρχουν όλα αυτά, δεν υφίστανται συνάμα και οι αρχαίες εκείνες πάγκαλες ποιητικές εκφράσεις των ανωτέρω που ονομάζονται αντίστοιχα Δήμητρα, Απόλλων, 'ρτεμις, Αίολος, Ποσειδών, Ζευς, Φύσις, Έρως Κ.Ο.κ.

Κι αφού υπάρχουν οι Θεές και οι Θεοί - έστω και ως ποιητικές εκφράσεις των φυσικών δυνάμεων του Σύμπαντος Κόσμου. κι αφού εγώ, ως κάτοικος τούτου του πλανήτη, τους οφείλω, όχι μόνον την ύπαρξη αλλά και την διατήρηση της ύπαρξής μου, τι μ' εμποδίζει να τους εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου γι' αυτό, ή ακόμη περισσότερο, γοητευμένος από το Κάλλος τους, να τους ερωτευτώ και ως ερωτευμένος μαζί τους, να τους λατρέψω;

Πόσον καιρό έχετε, φίλες και φίλοι μου, να απολαύσετε ένα ηλιοβασίλεμα;

Πάει καιρός; Δεν προλαβαίνετε; Είστε υπερβολικά απασχολημένοι, τρέχετε και δεν φτάνετε στην αγωνία σας να πλουτίσετε τους πλούσιους, προκειμένου να επιβιώσετε, και στο μεταξύ εσείς δυστυχείτε αλλά κι αυτοί οι κλέφτες του μόχθου σας δυστυχούν, διότι κατά κανόνα καταναλώνουν τον πλούτο που σας κλέβουν σε φάρμακα και σε γιατρούς;

Ο φίλος μας ο Απόλλων όμως, ως Θεός Ήλιος, ανατέλλει και δύει κάθε ημέρα και μας προσφέρει δωρεάν την απαράμιλλη ωραιότητα των χαραγμάτων και των δειλινών.Αρκεί μια στιγμή από τον πολύτιμο χρόνο μας για να απολαύσουμε τα δώρα του Θείου Απόλλωνος και να ερωτευτούμε την ομορφιά του.

Η αδελφή του, η φίλη μας η Θεά 'ρτεμις, ως Θεά Σελήνη,διατρέχει την περίοδό της - σαν γυναίκα - κάθε μήνα και συμπληρώνει ένα πλήρη κύκλο μεταμορφώσεων.

Και κάθε Της όψη - Νέα Σελήνη, Πρώτο Τέταρτο, Πανσέλη­νος, Τρίτο Τέταρτο - μας προσφέρει δωρεάν την απαράμιλλη ωραιότητα της ακοίμητης δορυφόρου της Γης. Το αργυρό Της Κάλλος εμπνέει αιώνες τώρα ποιητές και ερωτευμένους... Αρκεί μια στιγμή από τον πολύτιμο χρόνο μας για να απολαύσουμε τα δώρα της εξαίσιας Φοίβης και να ερωτευτούμε την ομορφιά Της. Και ανάλογες φυσικές απολαύσεις μας προσφέ­ρουν σε κάθε τους εκδήλωση όλοι οι Αθάνατοι Θεοί!..

Η διαρκής λοιπόν επιδίωξη εκ μέρους μας των φυσικών απολαύσεων της Ζωής, μας κάνει ήδη μετόχους της θρησκείας των προγόνων μας.

Διότι είτε καταπιανόμαστε με μια δημιουργική εργασία, είτε περιπατούμε σε ανθόσπαρτους αγρούς, είτε καλλιεργούμε την γη, είτε παρακολουθούμε μια θεατρική παράσταση, είτε κολυ­μπάμε στη θάλασσα, είτε συμμετέχουμε σε αθλητικούς αγώνες, είτε γλεντάμε, είτε τραγουδάμε, είτε χορεύουμε, είτε ερωτευό­μαστε, είτε ανατρέφουμε τα παιδιά μας, δεν κάνουμε στην ουσία τίποτε περισσότερο παρά να απολαμβάνουμε τα δώρα των Αθανάτων Ελλήνων Θεών και να λατρεύουμε ερωτευμένοι την Ωραιότητά Τους!..

Όλα τούτα έκαναν οι πρόγονοί μας και όλα τούτα τα κάνουμε κι εμείς. Κι από την οπτική αυτή οι Αθάνατοι Έλληνες Θεοί, όχι μόνον υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν αλλά κι εμείς ­έστω ανυποψίαστοι - τους λατρεύουμε. Διότι σαν όντα ζωντανά λατρεύουμε τη Ζωή, είμαστε ερωτευμένοι μαζί της, και οι Θεοί μας είναι οι δυναμικές συνιστώσες της διατήρησης και της συνέ­χειας της Ζωής.






Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΩΝ ΑΘΑΝΑΤΩΝ

Σήμερα μάλιστα, καθώς αποξηραίνονται μέρα με την ημέρα οι εγκληματικές ιδεολογίες του φονικότατου Εικοστού μετά χυδαιότητας αιώνα, καθώς ορθώνεται εμπρός μας η μέγιστη πρόκληση του καθαρμού του νου μας και του περιβάλλοντός μας από την κόπρο της μισαλλοδοξίας, του αντιερωτισμού, της σιμωνίας, της τεχνολαγνείας και όλων των άλλων τεράτων που γεννοβόλησε εδώ και αιώνες η μέγιστη Ύβρις της αμετροέπειας, καθώς φουντώνει η αγανάκτηση ενάντια στους εχθρούς της Ζωής - είκοσι χρόνια για να μεγαλώσεις ένα παιδί, είκοσι δευτερόλεπτα για να το σωριάσει μια σφαίρα νεκρό - καθώς οι παρελθούσες ιδεοληψίες καταρρέουν είδαμε τους "δεξιούς" να καταριούνται το ίνδαλμά τους, την Αμερική, και το επαίσχυντο σύνθημα-εξίσωση "ο χρόνος είναι χρήμα", όπως είδαμε και τους αριστερούς να σιμωνίζουν αναίσχυντα καταστρέφοντας με τα ίδια τους φιλάργυρα χέρια την "ιδανική" Σοβιετία τους η ύψιστη Θεά Ανάγκη μας ωθεί όλους και πάλι προς τα εκεί, προς την Αρχαία Κληρονομιά, προς τον Έρωτα του Πάτριου, του! Ωραίου και του Σοφού, προς την Φιλοπατρία, την Φιλοκαλία, την Φιλοσοφία, προς την αρχαία εν τέλει θρησκευτική αντίληψη του σεβασμού και της διατήρησης της Ζωής.

Iδού λοιπόν γιατί όλο και περισσότεροι Έλληνες σήμερα επιδιώκουν με κάθε τρόπο το βάπτισμά τους στα νάματα της αρχαίας σοφίας. Ιδού γιατί αναζητούν την συμφιλίωση με τη Φύση, με το περιβάλλον, με το σώμα μας, με όλες τις σωματικές λειτουργίες και προπάντων την ερωτική. Ιδού γιατί επιδιώκουν και επίσημα την αναβίωση της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας. Διότι η επιδίωξη της επαφής με το αρχαίο αθάνατο Ελληνικό Πνεύμα - την πηγή κάθε πολιτισμού - υπόσχεται τον εξανθρωπισμό του βίου μας. Υπόσχεται την υπέρβαση των σημερινών δεινών που επισώρευσε η Ύβρις. Υπόσχεται τη Χαρά της Ζωής.

Την χαρά που εμπνέουν όλες εκείνες οι αναρίθμητες συνιστώσες οι οποίες φροντίζουν, διατηρούν και συνεχίζουν τη Ζωή, και τις οποίες οι πρόγονοί μας ποιητικά αποκάλεσαν - όπως ξέρουμε - Αφροδίτη, 'ρη, Ερμή, Αθηνά, Δήμητρα, Απόλλωνα, 'ρτεμη, Ήφαιστο, Διόνυσο, Δία, Ήρα, Πλούτωνα, Πο­σειδώνα, Εστία, Πάνα, Αμφιτρίτη, Ωκεανό, Νύμφες, Σατύρους, Διόσκουρους, Ηρακλή, Θησέα, Περσέα, Βελλεροφόντη, Κρόνο, Ουρανό, Ρέα, Γαία, Ευρυνόμη και... Έρωτα.

Προπάντων Έρωτα!..

Είτε το θέλουμε είτε όχι, εφόσον θα υπάρχει η Ζωή, θα υπάρχουν και οι Έλληνες Θεοί.

Διότι οι Έλληνες Θεοί είναι ένα και το αυτό με τη Ζωή.Κι είναι θέμα δικό μας κι όχι δικό Τους, εάν θέλουμε να ευεργετηθούμε από την απόδοση τιμών προς τα πρόσωπά Τους.

Εάν φροντίζουμε, εάν ποτίζουμε, εάν σκαλίζουμε, εάν περι­βάλλουμε με αγάπη ένα δέντρο, αυτό θα μας χαρίσει άφθονους καρπούς αλλά και την απόλαυση της ωραίας του όψης.

Εάν το εγκαταλείψουμε αυτό ενδεχομένως θα ξεραθεί αλλά οι σπόροι του θα παραμείνουν αιώνιοι, αναλλοίωτοι, αθάνατοι, έτοιμοι να βλαστήσουν μόλις προκύψουν οι κατάλληλες συνθή­κες για να καλύψουν όλη τη Γη με δάση ολόκληρα υπέροχων δέντρων.

Έτσι είναι κι οι Θεοί μας.

Υπάρχουν από μόνοι τους, αιώνιοι, αθάνατοι, αέναοι. Σαν τον Σύμπαντα Κόσμο τον οποίο κατοικούμε και κατοικούν.

Εάν τους φροντίσουμε, θα μας φροντίσουν.

Εάν τους θεραπεύσουμε, θα μας θεραπεύσουν.

Εάν τους ερωτευτούμε, θα μας ερωτευτούν!..




από το βιβλίο "ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΕΛΛΗΝΑΣ" του Μαριου Βερεττα

Σάββατο 29 Μαΐου 2010

Ο Κολοσσός του Αμαρουσίου

Σιωπή αιώνες μετά από αιώνες σιωπής,
αιώνες που στο πέρασμά τους
η γη σκεπάστηκε μ' ένα καταπράσινο μαλακό χαλί
μια μυστηριακή φυλή ξεπετιέται από το τίποτα
και κατεβαίνει στη χώρα της Αργολίδας.

Είναι μυστηριακή, γιατί οι άνθρωποι
έχουν ξεχάσει το πρόσωπο των Θεών.
Οι Θεοί ξαναγυρίζουν,
με πλήρη εξάρτηση, ανθρωπόμορφοι,
ξέρουν να καβαλικεύουν τ' άλογα,
να πιάνουν την ασπίδα, το κοντάρι,
να σκαλίζουν πολύτιμα στολίδια, να λιώσουν μέταλλα,
να χαράξουν ζωντανές εικόνες από τον πόλεμο και τον έρωτα
πάνω στις γυαλιστερές λάμες των σπαθιών τους.

Οι Θεοί δρασκελίζουν τα ηλιόλουστα λιβάδια,
γιγάντιοι, άφοβοι,
με βλέμμα ανατριχιαστικά αγνό και ανοιχτό.
Ένας κόσμος φωτός γεννιέται.
Ο άνθρωπος αντικρίζει τον άνθρωπο με καινούργια μάτια.

Νοιώθει δέος,
μαγεμένος απ' την ίδια την αστραφτερή του εικόνα
που βλέπει παντού.
Κι έτσι συνεχίζει, καταπίνοντας τους αιώνες
σα σταγόνες νερό, σαν ποίημα...

Χένρυ Μίλλερ

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

ΑΘΗΝΑ Η ΘΕΑ ΜΑΣ!


Η Αθηνά ήταν η θεά που συμβόλιζε τη σοφία.

Οι Έλληνες, ο πρώτος λαός που κατέκτησε τη λογική σκέψη και διατύπωσε καθολικούς νόμους για τη λειτουργία του σύμπαντος, λάτρεψαν μια θεά που προσωποποιούσε την εξυπνάδα και τη φρόνηση.

Άλλωστε, ακόμη και ο τρόπος γέννησης της θεάς ήταν τέτοιος που μαρτυρούσε τις ιδιότητές της.




Χαρά σ' εσέ, χώρα λευκή και χώρα ευτυχισμένη!
Καμιά χώρα σ' όλη τη γη, καμιά στην οικουμένη
δεν ηύρε τέτοιο φυλαχτό σαν το δικό μου μάτι.
Απ' άλλες χώρες πέρασα γοργά - γοργά τρεχάτη
και μ' είδαν της Ελλάδας μου τ' αγαπημένα μέρη
σαν άνεμο και σαν αϊτό και σύννεφο κι αστέρι.
Όμως σ' εσέ το θρόνο μου αιώνια θεμελιώνω
και ρίζωσ' η αγάπη μου στα χώματά σου μόνο.


"Ύμνος εις την Αθηνά"
Κωστής Παλαμάς