MACEDONIA

PAIONIANS

About

Kαλώς ήλθατε στη σελίδα μας!

Είμαι ο Αστεροπαίος απο την Παιονία της Μακεδονίας έλαβα μέρος στον πόλεμο της Τροίας στα χρόνια των Ηρώων, στη μεριά των Τρώων. Ενας πόλεμος μεταξύ αδελφών κράτησε 10 ολόκληρα χρόνια.............. Πολέμησα για την Ελένη την ωραιότερη γυναίκα που είδε άνθρωπος ποτέ στον κόσμο όλο. Οι σπουδαιότεροι πολεμιστές του κόσμου βρέθηκαν εκει για να διεκδίκησουν τούτο το θησαυρό.

Οδυσσέας Ελύτης

Εδω θα βρείτε προσωπικούς προβληματισμούς και ενδιαφέροντα θέματα για την Ελλάδα.

ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΘΕΟΣ : ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ

Ασκληπιός - Θεός θεραπευτής.

θΕΑ της νόησης = ΑΘΗΝΑ

ΑΘΗΝΑ ΘΕΑ ΤΗΣ ΝΟΗΣΗΣ - Προστάτιδα του Ομηρικού Οδυσσέα.

ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ

ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ σήμερα

03 Νοεμβρίου 2012

Ο Μόνος δρόμος για την έξοδο απο την κρίση!


Η κρίση η οποία βιώνει η πατρίδα μας είναι πράγματι οικονομική και είναι υπαρκτή και σαφώς έχει σχεδιασθεί και δομηθεί πολλά χρόνια πριν. Απαραίτητη προϋπόθεση της οικονομικής κρίσης είναι η πνευματική αποψίλωση αξιών σε καιρούς " ευδαιμονισμού" τους οποίους ζήσαμε όλοι μας μερικά χρόνια πριν.

Ο "ευδαιμονισμός" αποθαρρύνει τη δημιουργική σκέψη, απομακρύνει τον άνθρωπο από την αλήθεια και τον αποβάλει από τη σκηνή της πραγματικής ζωής για να τον καταστήσει κομπάρσο.
Οι δημιουργικές αχτίδες του ελληνικού Νου έχουν πια εξασθενήσει και φαντάζουν αδύναμες για να μπορέσουν να διώξουν το σκοτάδι.

Ο Άγιος Προμηθέας της ζωής της δοτικότητας, παραμένει και πάλι αλυσοδεμένος από τα δικά μας χέρια ανήμπορος πια να υψωθεί και να χαρίσει το φώς σε καρδιές που χτυπούν ακόμη.
Καρδιές χλωμές, αδύναμες για να μπορέσουν να δεχτούν φως, αδειανές, ξέπνοες, πάλλονται σε ρυθμούς απελπιστικά άχαρους.

Η ελληνική σκέψη είναι πάντα το αίμα της κάθε ελεύθερης καρδιάς και η πνευματική αφύπνιση είναι αυτή που μπορεί να δώσει ρυθμό και πάλι σε άσκοπες καρδιές.
Η ελληνική καρδιά δεν είναι τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τη καρδιά των Θεών στη γη ετούτη.

Ο Ελληνικός τρόπος σκέψης δεν είναι τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τις στιγμές που ο άνθρωπος ιχνηλατεί τα χνάρια των Θεών για να τους ανταμώσει όρθιος και κοιτώντας τους στα μάτια.
Η ελληνική σκέψη την οποία αποβάλαμε σταδιακά χρόνια πολλά πριν άλλοτε ηθελημένα και άλλοτε ίσως (;) όχι. Σβήσαμε τη δάδα του Άγιου Προμηθέα, κόψαμε το μίτο της Αριάδνης και χαθήκαμε στα σκοτάδια. Τα κλειδιά για τις αλυσίδες του Άγιου Προμηθέα είναι στα δικά μας "χέρια" είναι το χρέος μας, πρέπει να εντάξουμε στη καθημερινότητα μας το μέτρο δίχως ίχνος υπερβολής, να γνωρίσουμε τη φύση και τον εαυτό μας έτσι ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις απελευθέρωσης του Νου με απώτερο στόχο το ΦΩΣ!

Αυτός είναι ο δρόμος μας
...δε γίνεται διαφορετικά.

Η Άγια Αθηνά εκπροσωπεί πάντα τη δημιουργική σκέψη τη γνώση και τη σοφία στο δρόμο για τον Πατέρα Νου. Ας βαδίσουμε το δρόμο τούτο που σίγουρα πια οδηγεί εκεί που πραγματικά ο Έλληνας είναι ταγμένος, να ανταμώσει τους Θεούς. Ο κρίκος που συνδέει το κοσμικό σύμπαν με τους Θεούς είναι ο Ελληνικός ας μη το λησμονούμε...

"Αστεροπαίος"

08 Σεπτεμβρίου 2012

Βρέθηκαν τα οστά του μικρότερου αγνοούμενου της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο




Εντοπίστηκε από την Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενος τα λείψανα του μικρότερου Έλληνα αγνοούμενου της τουρκικής εισβολής του 1974. Πρόκειται για τον Ανδρέα Κυριάκου από το Τραχώνι Κυθρέας, ο οποίος ήταν βρέφος ελαχίστων μηνών την στιγμή της δολοφονίας του. Τα οστά βρέθηκαν σε εκταφές κοντά στο χωριό που βρίσκεται πλέον υπό τουρκική κατοχή. Κατά τα άλλα τα τουρκοκάναλα συνεχίζουν να προπαγανδίζουν την «ελληνοτουρκική φιλία» και να μας δείχνουν σήριαλ για τον Σουλεϊμάν τον «Μεγαλοπρεπή». Τον «απόλυτο ηγέτη» όπως λέει και το διαφημιστικό σποτάκι του ΑΝΤ1.

Πηγή Xagr.net


30 Αυγούστου 2012

Η Μεγάλη ΙΔΕΑ

Πώς να πιστέψουν οι άπιστοι τι θάματα μπορεί να γεννήσει η πίστη; Ξεχνούν πως η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη, όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα. Τρομάζεις όταν, ύστερα από πικρές δοκιμασίες, καταλαβαίνεις πως μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου, τρομάζεις… γιατί δεν μπορείς πια να βρεις δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άνανδρες πράξεις σου, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους. Ξέρεις πως εσύ, όχι η μοίρα, όχι η τύχη, μήτε οι άνθρωποι γύρω σου, εσύ μονάχα έχεις, ό,τι και αν κάμεις, ό,τι και αν γίνεις ακέραιη την ευθύνη. Και ντρέπεσαι τότε να γελάς, ντρέπεσαι να περγελάς αν μια φλεγόμενη ψυχή ζητάει το αδύνατο. Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή 'ναι η αξία του ανθρώπου: να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο· και να 'ναι σίγουρος πως θα το φτάσει, γιατί ξέρει πως αν δε λιποψυχήσει, αν δεν ακούσει τι του κανοναρχάει η λογική, μα κρατάει με τα δόντια την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη, με πείσμα να κυνηγάει το αδύνατο, τότε γίνεται το θάμα, που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νους δε μπορούσε να το μαντέψει: το αδύνατο γίνεται δυνατό.

Νικος Καζαντζάκης

Απόσπασμα απο το το βιβλίο Καπετάν Μιχάλης.




16 Αυγούστου 2012

Απόδειξη της Οδυσσείας του Ομήρου ως ιστορικό γεγονός


Η ΕΚΠΟΜΠΗ TERRA INCOGNITA ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΜΕ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΕΠΩΝ.


09 Ιουλίου 2012

"Γκέμμα" Το κύκνειο άσμα του Δημήτρη Λιαντίνη. Επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο.

Πικρά λόγια για την Ελλάδα




Όλα καλά και περίκαλα τά ’χουμε με την πατρίδα. Με το έθνος, την ιστορία μας, και τούς «αρχαίους ημών πρόγονοι».

Μόνο που ξεχάσαμε ένα. Πως εμείς οι νέοι με τους αρχαίους έλληνες έχουμε τόσα κοινά, όσα ο χασαποσφαγέας με τις κορδέλες, και η μοδίστρα με τα κριάρια.

Κι από την άλλη φουσκώνουμε και κορδώνουμε, και τουρτουφίζουμε για «τσι γεναίοι πρόγονοι» σαν τι; Όπως εκείνος ο τράγος του Σικελιανού, που εσήκωνε το απανωχείλι του, εβέλαζε μαρκαλιστικά, και οσφραινότανε όλο το δείλι την αρμύρα στη θάλασσα της Κινέττας.

Αλλίμονο. Η δάφνη κατεμαράνθη. Έτσι δεν εψιθύριζε ο Σολωμός στο Διάλογο κλαίγοντας; Η δάφνη κατεμαράνθη.

Όταν είσαι μέσα στό μάτι του κυκλώνα, είναι δύσκολο νά ’χεις εικόνα για τα γύρω σου. Και ζώντας μέσα στη χώρα δεν έχουμε εικόνα για τη σημερινή Ελλάδα.

Αρχές του 1993 έγινε μια εκδήλωση στο Παρίσι από έλλληνες καλλιτέχνες για την ασβολερή Κύπρο. Εκείνο το θαλασσοφίλητο νησί.

Εκεί, ένας δημοσιογράφος ερώτησε τρεις τέσσερες έγκριτους έλληνες που ζουν μόνιμα στη Γαλλία μια ερώτηση καίρια.

Για ειπέτε μου, τους είπε, εσείς που όντας μακρυά από την Ελλάδα βλέπετε με άλλο μάτι, το αληθινό του νοσταλγού και του πάσχοντα. Με το μάτι του Οδυσσέα. Τι γνώμη έχει το παγκόσμιο κοινό για τη σύγχρονη Ελλάδα; Τη βλέπει τάχατες και τη νομίζει όπως εμείς εκεί κάτου στο Κακοσάλεσι και στην Αθήνα;

Η απόκριση που μου δώσανε και οι τέσσερες ξαναζωντάνεψε, τίμιε αναγνώστη, τις σπαθιές που δίνανε οι ντελήδες του Κιουταχή στη μάχη του Ανάλατου. Όταν πια είχε πέσει ο τρανός Καραϊσκάκης.

-Ποιά Ελλάδα, μακάριε άνθρωπε, του είπανε. Μιλάς για ίσκιους στη συνεφιά. Και για σύνεφα στην αιθρία. Για τον έξω κόσμο Ελλάδα δεν υπάρχει. Κανείς δε την ξέρει, κανείς δεν τη μελετάει, κανείς δεν τη συλλογάται. Δεν άκουσες το παλιό μοιρολόϊ;







Κλάψε με, μάνα, κλάψε με,

Και πεθαμένο γράψε με.







Άκουσε λοιπόν, και μάθε το. Και κει που θα γυρίσεις, να το ειπείς και να το μολογήσεις. Η Ελλάδα είναι σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Αν στείλει κάποτε στους ξένους κανένα παράπονο η κανένα παρακαλετό, το συζητούν πέντε δέκα άνθρωποι της διπλωματίας σε κάποιο γραφείο, και παίρνουνε την απόφαση, όπως εμείς παραγγέλνουμε καφέ στο καφενείο και στα μπιλιάρδα.

Αυτή είναι η εικόνα που έχουν οι ξένοι για την Ελλάδα. Κι ο σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται. Έτσι δεν είπε ο πασάς της Σκόντρας, όταν ακούστηκε ότι οι ραγιάδες σηκωθήκανε στο Μοριά; Τώρα γυρίστηκε η τάξη. Σουλτάνος είναι ο έλληνας πολιτικός.

Λάβε την σύγχρονη Ελλάδα σαν ποσότητα και σαν ποιότητα, για να μιλήσουμε με «κατηγορίες». Κι έλα να μας περιγράψεις τι βλέπεις.

Σαν ποσότητα πρώτα. Αν αντικρύσουμε τον πληθυσμό της γης σε κλίμακα μικρογραφική ένα προς πέντε εκατομμύρια, 1:5Χ106, θα βρούμε πως ο πληθυσμός του πλανήτη μας είναι ένα χωριό από χίλιους κατοίκους. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους χίλιους οι έλληνες είμαστε δύο άνθρωποι, που τρεκλοπατάμε και αρκουδίζουμε μέσα στο πλήθος. Ζαλισμένοι και φουκαράδες ξετρέχουνε να συναντηθούν μεταξύ τους. Αν τα καταφέρουν να μη σκυλοφαγωθούν, ζητούν να συνεννοηθούν με τους άλλους. Σε μια γλώσσα που δε μιλιέται, λίγο πρικοιούλι, χρώμα τέτζερη αγάνωτου, ζουνάρι, βέλεσι, φούντα, κι αμάν αμάν. Σερβιτόροι και αγωγιάτες όλοι μας. Και κακοί σαράφηδες του μάρμαρου, του ήλιου, και της θάλασσας.

Σαν ποιότητα ύστερα. Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μιά ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πως και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της.

Οι ξένοι όμως, σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί τη νέα δεν την έχουν ακούσει, και βάλουν απέναντί της εμάς τους νεοέλληνες, φέρουν στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί νά’ χουν συλλογιούνται ετούτοι οι φελάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους.

Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι στους σημερινούς έλληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διαφόρων Φαλμεράυερ έχουν περάσει στους φράγκους. Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το λιανό μας δάκτυλο.

Και βέβαια. Πως μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μεγάς γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που μας έλεγε, - ορθά- κι από την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά.

Σχέση με τους αρχαίους έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι γάλλοι, οι εγγλέζοι και οι γερμανοί. Εμείς, που τους ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε.

Για τους ευρωπαίους οι νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι, τουρκολογιά και αράπηδες. Ειμαστε οι ορτοντόξ. Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλους πάνω από τα σπίτια των χοριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στούς τοίχους των εκκλησιών.

Οι ευρωπαίοι βλέπουν τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στή Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτάζουν ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους.

Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς . «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί (sic) εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης.

Θέλεις νά `χεις πιστή εικόνα του νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι Μακαρίου Β΄ της Κύπρου. Και τα γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράκτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της τούρκισσας, και έχεις το νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο.

Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα φέρε την εικόνα του αρχαίου έλληνα για να μετρήσεις τη διαφορά.

Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτικές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φρέρνες.

Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι ελληνίδες του Άργους και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάνδη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου.

Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ’ ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα..

Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε το φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θα `χει να σου ειπεί: άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα.

Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους: -Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοί μωρέ; Οι χριστιανοχομεϊνηδες;





Αλλά είναι καιρός από τις ασκήσεις επί χάρτου να περάσουμε στα πεδία των επιχειρίσεων. Να κοιτάξουμε την πυρκαγιά που αποτεφρώνει το σπιτάκι μας.

Γιατί είμαστε σβημένοι από τον κατάλογο των εθνών; Γιατί η Μακεδονία γίνεται Σκόπια, η Κύπρος γίνεται τουρκιά, το Αιγαίο διεκδικιέται ως το mare nostrum των οθωμανών; Γιατί ο πρόεδρος της Τουρκίας είπε πρόσφατα στην Αθήνα, ότι είμαστε μια επαρχία του παλιού οθωμανικού κράτους, που αποσχίσθηκε και πρέπει να μας ξαναπροσαρτήσουν; Γιατί ο Μπερίσα της Αλβανίας έχει να λέει πως οι έλληνες κάνουν διπλωματία που έρχεται από το Μεσσαίωνα και τους παπάδες; Γιατί ο Αλέξανδρος βαφτίζεται Ισκεντέρ, και ο Όμηρος Ομέρ Βρυώνης; Γιατί οι διακόσιες χιλιάδες έλληνες της Πόλης γίνανε χίλοι, και οι τούρκοι της Δυτικής Θράκης θρασομανούν, και γίνουνται όγκος κακοήθης που `τοιμάζει μεταστάσεις;

Γιατι δυό από τους πιό σημαντικούς μας ποιητές ο μέτριος Σεφέρης κι ο μεγάλος Καβάφης, καταγράφουνται στις διεθνείς ανθολογίες και τους ποιητικούς καταλόγους μισό έλληνες μισό τούρκοι;

Γιατι όλα τα εθνικά μας δίκαια ευρωπαίοι και αλβανοί, βουλγαροι και εβραίοι, ορθόδοξοι και ρούσοι, τούρκοι και βουσμανοαμερικανοί τα βλέπουν σαν ανόητες και μίζερες προκλήσεις, σαν υλακές και κλεφτοεπαιτίες; Ποιά τύφλωση μας φέρνει να μη βλέπουμε ότι στα μάτια των ξένων εκαταντήσαμε πάλι οι παλαιοί εκείνοι γρεκολιγούρηδες; Οι esurientes graeculi του Γιουβενάλη και του Κικέρωνα;





Το πράγμα έχει και περιγραφή και ερμηνεία.



Μέσα στη χώρα, στην παιδεία δηλαδή και την παράδοσή μας, εμείς περνάμε τους εαυτούς μας λιοντάρια, εκεί πού οι έξω από τη χώρα μας μας βλέπουνε ποντίκια. Θαρούμε πως είμαστε τα παιδόγκονα του Αριστοτέλη και του Αλεξάνδρου. Οι ξένοι όμως σε μας βλέπουνε τις μούμιες πού βρέθηκαν σε κάποια ασήμαντα Μασταβά. Γιατί;

Τα διότι είναι πολλά. Όλα όμως συρρέουν σε μια κοίτη. Σε μια απλή εξίσωση με δυό όρους και ένα ίσον. Είναι `τη: νεοέλληνες ίσον ελληνοεβραίοι.

Αν εφαρμόσουμε αυτή την εξίσωση στα πράγματα,θα μας δώσει δύο γινόμενα. Το πρώτο είναι ότι ζούμε σε εθνική πόλωση. Το δεύτερο, ακολουθία του πρώτου, ότι ζούμε χωρίς εθνική ταυτότητα.

Οι νεοέλληνες είμαστε ένα γέννημα μπασταρδεμένο και νόθο. Ούτε ίπποι ούτε όνοι, ούτε όνισσες ούτε φοράδες. Είμαστε μούλοι. Δηλαδή μουλάρια. Και τα μουλάρια δεν γεννούν.

Ότι οι νεοέλληνες είμαστε ελληνοεβραίοι σημαίνει το εξής: ενώ λέμε και φωνάζουμε και κηρύχνουμε ότι είμαστε έλληνες, στην ουσία κινιόμαστε και υπάρχουμε και μιλάμε σαν να είμαστε εβραίοι.

Αυτή είναι η αντίφαση. Είναι η σύγκρουση και η αντινομία που παράγει την πόλωση. Και η πόλωση στην πράξη γίνεται απώλεια της εθνικής ταυτότητας. Και το τελευταίο τούτο σημαίνει πολλά.

Στήν πιό απλή διατύπωση, σημαίνει να `σαι τουρκόγυφτας, και να ζητάς να σε βλέπουν οι άλλοι πρίγκηπα. Σημαίνει νά `σαι η μούμια των Μασταβά, και να ζητάς από τους ευρωπαίους να σε βλέπουν ιδιοκτήτη της Ακρόπολης. Σημαίνει να σε θωρείς λιοντάρι, και οι ξένοι να σε λογαργιάζουνε πόντικα.







Τους ξέρει κανείς;







...Να μας πούνε δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα:Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντινός, Διογένης ο Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας που στον καιρό μας σημαίνουν αντίστοιχα Αϊνστάιν, Δαρβίνος, Μπετόβεν, Έγελος, Μιχαήλ Άγγελος, Μαξ Πλάνκ, Ροντέν, Κολόμβος.

Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης, όπως σφαίρος στον Εμπεδοκλή, κενό στο Δημόκριτο, εκπύρωση στον Ηράκλειτο, μηδέν στον Παρμενίδη, κατηγορία στον Αριστοτέλη, τόνος στους Στωικούς.

Να μας ειπούν οι κάθε λογής έλληνες επιστήμονες τι λέει η λέξη ψυχρά φλογί στον Πίνδαρο, μεταβάλλον αναπαύεται στον Ηράκλειτο, δακρυόεν γελάσασα στον Όμηρο, χαλεπώς μετεχείρισαν στο Θουκυδίδη…



Να μας ειπούνε, πόσοι φιλόλογοι, έξω από τα σχολικά κολλυβογράμματα έχουν διαβάσει στο πρωτότυπο τρεις διαλόγους του Πλάτωνα, δύο Νεμεόνικους του Πινδάρου, την Ωδή στην αρετή του Αριστο-τέλη, έναν Ομηρικό Ύμνο. (Και αυτό δεν είναι ραψωδία).

Και για να μας πιάσει τεταρταίος και καλπάζουσα, να μας ειπεί ποιός γνωρίζει και διδάσκει από τους ειδικούς προφεσσόρους στα πανεπιστήμια ότι οι τρεις τραγικοί ποιητές μας στη βάση τους είναι φυσικοί επιστήμονες, ότι στη διάλεξή του για την αρετή ο Πλάτων έκαμε στους ακροατές του ένα μάθημα γεωμετρίας, ότι η Ακρόπολη των Αθηνών είναι δωρικό, και όχι ιωνικό καλλιτέχνημα, ότι η διδασκαλία τραγωδίας στον θέατρο ήταν κήρυγμα από άμβωνος ότι η θρησκεία των ελλήνων ήταν αισθητική προσέγγιση των φυσικών φαινομένων.

Δεν νομίζω, αναγνώστη μου, ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα η έρευνά μας θα δώσει ποσοστά γνώσης και κατοχής σε βάθος του κλασικού κόσμου από τους νεοέλληνες που να υπερβάινουν τους δύο στους χίλιους.

Τι φωνάζουμε τότε, και φουσκώνουμε, και χτυπάμε το κούτελο στο μάρμαρο ότι είμαστε έλληνες; Για το θεό δηλαδή. Παράκρουση και παραφροσύνη.











Αυτούς;







Από το Ελληνικό ερχόμαστε στο Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωϋσής, Αβραάμ, Ησαϊας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα.

Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην ξεύρει τούτους τους εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη. Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται. Στους χίλιους νεοέλληνες τα ναι γίνουνται ενιακόσια τόσα, και τα όχι δύο. Και δεν ξεύρουν μόνο τα ονόματα, αλλά είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναλύσεις στην ουνιβερσιτά και στην ακαντέμια για τις ηθικές και άλλες αξίες που εκφράζει το κάθε όνομα.

Το ίδιο συμβαίνει και για φράσεις όπως Προς Κολασσαείς, Προς Κορινθίους, Εκ του κατά Λουκάν.Εδώ μάλιστα μεγάλος αριθμός νεοελλήνων ξεύρει απόξω ολόκληρα χωρία και περικοπές. Μόνο που συμβαίνει κάποτε να ακούσετε τους ψαλτάδες στις εκκλησίες το Χριστός Ανέστη να το ψέλνουν, όπως εκείνος ο απόστρατος χωροφύλακας του Παπαδιαμάντη μας:







Κστό – μπρε – Κ’στος ανέστη

εκ νεκρών θανάτων

θάνατον μπατήσας

κ’ έντοις – έντοις - μνήμασι

ζωήν παμμακάριστε







Και το άλαλα τα χείλλη των ασεβών,







Άλαλα τα χείλη, οι κερατάδες.







Και δόστου να το γυρίζουν άλλοτε στον αμανέ και άλλοτε στο κλέφτικο.

Το ίδιο συμβαίνει, αν τους ειπείς για τόπους όπως Ιορδάνης, Γαλιλαία, Γεσθημανή (sic), Όρος Σινά, Καπερναούμ. Τιβεριάς. Αν όμως τους ειπείς για Βάσσες ή Φιγαλία, για Αργινούσες ή Πλημμύριον, για Περίπατο ή Κήπο (περιπατητικοί, επικούρειοι), σου απαντούν, όπως ο Μακρυγιάννης. Όταν είδε το Σκούρτη και τους άλλους ναυάρχους στα όρη να οδηγούν σε μάχη τους στρατιώτες του Νικηταρά με ναυτικά παραγγέλματα:

-Τι όρτζα, πόρζα, και γαμώ το καυλί του μας λέει ο κερατάς;





Το ίδιο συμβαίνει, αν ζητήσεις να σου αναλύσουν την επί του Όρους Ομιλία, ή να σου τραβήξουνε διάλεξη περί νηστείας, περί προσευχής, περί του «Δεύτε οι ευλογημένοι....». Ο κάθε νεοέλληνας εδώ είναι πτυχιούχος και ειδήμονας. Είναι κληρονόμος και καθηγητής. Ξέρει να ταϊσει άχυρα το σκυλί του, και κόκαλα το γαϊδούρι του. Γνώση και πίστη και σοφία, που να ιδούν τα μάτια σου και να μην πιστεύει ο νους σου.











Η εθνική μας σχιζοφρένεια







Ποιός είναι ο Γρηγόριος ο Ε΄; Είναι ο πατριάρχης που έσκασε από το κακό του, γιατί τον εμποδίσαν και δεν επρόφταξε να αφορίσει το Ρήγα. Το μεγαλομάρτυρα Ρήγα.

Ποιός είναι ο Γρηγόριος ο Ε΄; Είναι ο πατριάρχης που βλέπουμε τον ανδριάντα του μπροστά στο εθνικό πανεπιστήμιο. Δίπλα στο Ρήγα. Πού ξανακούστηκε τέτοιο κυλώνειο άγος! Ο Λεωνίδας κι ο Εφιάλτης αγκαλιά. Η ελληνική σχιζοφρένεια αγαλματοποιημένη μπροστά στα πόδια της ελληνικής παιδείας. Μπροστά στο αγνό βάθρο του μέλλοντος των παιδιών μας.

Αυτή η συμβολική στιγμή και εικόνα, ο Γρηγόριος Ε΄ δίπλα στο Ρήγα μπροστά στο πανεπιστήμιο, είναι το σύμβολο παλλάδιο της μουλαροσποράς μας.

Ο καημένος ο Κολοκοτρώνης. Είπε κάποτε πως μια μέρα το πανεπιστήμιο θα γκρεμίσει το παλάτι. Λάθος σοφέ, μου γέρο.

Γιατί αφόντας εστήσανε μπροστά στο πανεπιστήμιο τον πατριάρχη, η νεότερη Ελλάδα είχε παίξει πια τη ζαριά της στο Ρουβικώνα. Είχε πάρει το δρόμο της. Τη στράτα του κακού και της ανεμοζάλης. Η Ελλαδοελλάδα αποσύρθηκε, άκρα πικραμένη και περήφανη. Και άφηκε την Εβραιοελλάδα να ξερογλείφεται σα μαϊμού απάνου στη σκηνή του καραγκιόζη:



Γειά σου, μάνα μου Ελλάς,

Είμαι κλεφτοφουκαράς.



Η σμαρδή και φαναριώτικη πολιτική στον Αγώνα, με Μαυροκορδάτο και Κωλέττη και παπάδες, θα περάσει ύστερα, και θα δώσει το ρυθμό και τον τόνο της στην πολιτική ιστορία της «νεότερης Ελλάς».

Φατρίες, κομματισμός, αρριβισμός, βουλευτοτσιφλικάδικα. Εθνική αφασία, ξενοκίνητα νήματα της μαριονέττας, το αγγλόφιλο, το γαλλόφιλο, το ρωσόφιλο. Πολιτική του ρουσφετιού και της ασυδοσίας, δουλοφροσύνη, λεονταρισμοί, απαξία, ιδιοτέλεια. Ό,τι ανθίζει πια, κι ό,τι καρπίζει σήμερα στη χώρα. Νούλες και κουλούρηδες, χάχηδες και σάκηδες, ντόρες και ντορήδες. Περάστε κόσμε.

Έξω από τα λίγα αργά φωτεινά διαλείμματα. Τ αγγελικό και μαύρο φως του ποιητή. Που ο ένας θα περάσει μια Κυριακή πρωί μπροστά στον αη-Σπυρίδωνα. Που ο άλλος θα ειπεί κατάδακρυς: ώστε λοιπόν, ανθ’ ημών Γουλιμής! Και ο τρίτος θα σημειώσει σιωπηλά στο καλεντάρι του: 1 Νο-εμβρίου 1920.

Η τελευταία πράξη της τραγωδίας, η ταφόπλακα δηλαδή που σκέπασε το φονικό, ανάλογη με την ταφόπλακα του 843 που έθαψε την αρχαία Ελλάδα, ήταν το διάταγμα του ελλληνικού κράτους να ονομάσει το Υπουργείο για τη μόρφωση των παιδιών μας Υπουργείο των εκκλησιαστικών. Και λίγο αργότερα Υπουργείο εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων. Και τούτο το άνομο όνομα και νόημα τέρας το φέρνει μέχρι σήμερα. Η εθνική σχιζοφρένεια υπογράφτηκε και σφραγίστηκε με τη μεγάλη του Κράτους σφραγίδα.

Ακούσατε πουθενά σε Ευρώπη ή σε Αμερική, σε Σαχαλίνη, Ταγκανίκα ή Εσκιμώους, η παιδεία ενός έθνους, η μεγάλη ελπίδα και το μυστήριο των μυστηρίων του, να μπερδεύεται με το αντερί και το ράσο;







Υπάρχουν Έλληνες;



Οι εβραίοι εκαλλιέργησαν τη γη της πίστης. Οι έλληνες εκαλλιέργησαν τη γη της γνώσης. Οι εβραίοι ήσαν δήμιοι, οι έλληνες ήταν οι δικαστές. Οι εβραίοι ήσαν αδίσταχτοι, οι έλληνες ήσαν ευγενικοί.

Για αυτό και νίκησαν οι εβραίοι τους έλληνες.

Εχρησιμοποίησαν σαν όπλο τους βέβαια το χριστιανισμό, ένα νόθο και μυσαρό παρασάρκωμα του σώματος τους, από τους ίδιους απόβλητο, και αφάνισαν την ωραία Ελλάδα. Ότι δεν εκατάφερε η ανδρεία, το κατάφερε ο δόλος. Η κλασική περίπτωση του έλληνα Διγενή.







Ζηλεύγει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει,



και λάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του επήρε.







.........................







Μ’ ένα λόγο, ο μέγας και ο βαθύς εβραίικος πολιτισμός –δεν ειρωνεύομαι, κυριολεκτώ- μέσα από τη χριστιανική του μετάλλαξη, κι αυτή πια δεν είναι ούτε μεγάλη ούτε βαθιά, πέρασε ως το μυελό των οστών και στη διπλή σπείρα του DNA όλων των νεοελλήνων.

Ένα μόνον δεν γνωρίζουν. Ότι ο σπουδαίος αυτός πολιτισμός είναι εντελώς αντίθετος με τον πολιτισμό της κλασικής Ελλάδας. Το αρνί και ο λύκος. Ο πάμφωτος ναός της Αφαίας στην Αίγινα, και το μονύδριο της αγίας Ελεούσας στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, με την αγράμματη καλόγρια που κυνηγά τις έγκυες και τις λεχώνες, γιατί `ναι μαγαρισμένες, λεέι.

Αλλά δεν είναι εδώ ο καιρός και ο τόπος για τέτιες εξηγήσεις. Το θηρίο το καταπάλαιψα σε άλλες εκστρατείες. Ήμουν και εγώ στον πόλεμο τοξότης που ξαστόχησε, λέει ο ποιητής.

Τέτοια λογής αποτέλεσμα θα μας δώσει η στατιστική έρευνα στον πληθυσμό της χώρας αναφορικά με την απόδραση του Ελληνικού, και την επίδραση του Εβραίικου. Στην επιφάνεια και στον τύπο και στο όνομα είμαστε έλληνες. Στο βυθό όμως και στην ουσία και στην ύλη είμαστε εβραίοι.

Και μην μας παραπλανά το απλοϊκό δικηγοριλίκι, που κανοναρχούν ιεροκήρυκες και ιερολόγοι, ότι τάχατες άλλο εβραίοι κι άλλο χριστιανοί. Άλλο ορθόδοξοι κι άλλο ρωμαιοκαθολικοί. Ο ισχυρισμός αυτός είναι δόλιο σόφισμα, και αφέλεια ξεχειλωμένη.

Όσοι λένε τούτη την παλαβομάρα, είναι σα να λένε: Άλλο εταίρα κι άλλο πουτάνα. Μα σε σεμνεία δουλεύουνε και οι δύο. Άλλο δρομέας κι άλλο δισκοβόλος. Μα αθλητές είναι και οι δύο. Άλλο λέμφωμα, άλλο λευχαιμία, κι άλλο νεοπλασία του λάρυγγα. Μα καρκίνοι είναι όλοι τους. Και κακά σπυριά, που σκοτώσανε Καβάφη και Φρόυντ.

Οι νεοέλληνες εκρατήσαμε το σχήμα από τους έλληνες . Η μάζα όμως, το m που λένε οι φυσικοί, είναι καθαρά εβραίικη. Και ο χώρος, το spatium ή s που λένε οι φυσικοί, μέσα στον οποίο συντελέστηκε η αφελλήνιση των ελλήνων είναι τό χριστιανικό βυζάντιο. Και ο χρόνος ο tempus ή το t που λένε οι φυσικοί, που στη διάρκειά του συντελέστηκε ο εξεβραϊσμός των ελλήνων είναι από τον καιρό του Θεοδόσιου μέχρι σήμερα.







…………………………………





Αλλά πέστε να πάψουν επάνω οι φωνές των γυναικών. Και σταματήστε τα δάκρυα για τον Ορέστη. Γιατί κάπου βαθιά στον καθένα μας υπάρχουν κρυμμένοι οι έλληνες. Και περιμένουν.

Τό `δειξε ο Θοδωράκης και ο Σολωμός. Τό `δειξε το Δώδεκα δεκατρία και ο Τρικούπης. Τό `δειξε ο Γοργοπόταμος, ο Καβάφης, και το ύψωμα 731 κοντά στο Βεράτι.











Με κρασί και τραγούδι







Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.

Έλληνες θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαυτόν. Όχι να κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.

Έλληνες θα ειπεί να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο:



στάθι καί οίκτιρον.



Σταμάτα, και δάκρυσε, γιατί δε ζω πιά. Κι όχι να σκαλίζεις πάνω σε σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήμαα: προσδοκώ ανάσταση νεκρών.

Έλληνες θα ειπεί το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Κι όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κώχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σα βερέμης.

Ακόμη και ο Ελύτης, καθώς εγέρασε, τό `ριξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη...

Έλληνες θα ειπεί όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα. Και σαν πεθάνεις, να μαζεύουνται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί, και να σε τραγουδάνε:



Τρεις αντρειωμένοι εβούλλησαν να βγούν από τον Άδη

Ένας τον Μάη θέλει να βγει κι άλλος τον Αλωνάρη

Κι ο Δήμος τ’ αγια-Δημητριού ν’ ανοίξει γιοματάρι.

Μια λυγερή τους άκουσε, γυρεύει να την πάρουν.

Κόρη, βροντούν τ’ ασήμια σου, το φελλοκάλιγό σου,

Και το χρυσά γιορντάνια σου, θα μας ακούσει ο Χάρος















Για την Αμερική και την παθογένεια του σημερινού κόσμου



Η Αμέρικα σήμερα, με τη μπακιρένια λάμψη του βίου και του πολιτισμού της, είναι η Ρώμη της εποχής του Βαλεριανού και του Ηλιογάβαλου.



Ο πρόεδρος της Αμέρικας σήμερα, ο πλανητάρχης όπως τον λένε μετά την περεστρόικα των μπολσεβίκων, είναι ο καίσαρας στην ίδια εποχή της Ρώμης. Μια εποχή, δηλαδή, που το κύριο γνώρισμά της ήτανε η άκρα ακράτεια ούρων και κοπράνων.



Οι αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες σήμερα, που στο φανερό δορυφορούν την Αμέρικα αλλά στο κρυφό φιλούν το χέρι που δεν ημπορούν να δαγκάσουν, είναι οι πιο ζωτικές επαρχίες της Ρώμης στην εποχή του Βαλεριανού και του Ηλιογάβαλου, που συνουσιαζότανε μέσα στα ιερά των ναών με τη μάνα του. Τη γριά Ιοκάστη, όπως την εγιουχάϊζε στο Κολοσσαίο η πλέμπα της Ρώμης. Ήγουν:



Γερμανία επαρχία Μακεδονίας, Ρωσία επαρχία Ακουϊτανίας, Ιαπωνία επαρχία Αφρικής, Βρετανία επαρχία Σικελίας και Κρήτης, Ιταλία επαρχία Κοίλης Συρίας και Παλαιστίνης, Γαλλία επαρχία Αχαΐας και διάταζε ανάλογα, όσο να βρεις όλους τους παράλληλους βίους των σημαντικών εθνών του ΟΗΕ με τις είκοσι πέντε συγκλητικές και αυτοκρατορικές επαρχίες της Ρώμης.



Και η πόλη Σινσιννάτη της Αμέρικας φέρνει το όνομα του αστραφτερού Κιγκινάτου. Στέμμα χωρίς κεφάλι.



Και οι πόλεις Ίτακα και Άθενς της Αμέρικας σήμερα φέρνουν το όνομα της Ιθάκης και την Αθηνών της παλαιάς Ελλάδας. Κιονόκρανα στο φωταγωγό πολυκατοικίας.



Για τους πληθυσμούς και τα σχολειά της Αμέρικας σήμερα η πολιτική ιστορία του ανθρώπου αρχίζει με το Τζέφερσον. Και η ιστορία της φιλοσοφίας ξεκινά με το Τζων Λοκ. Μα ποιες μωρές παρθένες είπανε ότι τα δέντρα χρειάζουνται τις ρίζες, και θεμέλια τα σπίτια;



Στα 1992 η Αμέρικα γιόρτασε με επισημότητα τα δυόμισι χιλιάδες χρόνια της δημοκρατίας του ανθρώπινου γένους, με την ήρεμη συνείδηση ότι μόνη αυτή είναι ο απαραχάρακτος συνεχιστής ότι μόνη αυτή είναι ο απαραχάρακτος συνεχιστής του νου και των έργων του Σόλωνα και του Κλεισθένη.



Αλλά σε ποιες κύρβεις του δήμου της Αθήνας, και σε ποιες ελεγείες του Σόλωνα διαβάσανε οι αμερικανοί ότι δημοκρατία σημαίνει να πίνεις μαζί με τα βαμπίρ το αίμα των λαών της γης, και από πάνω να υποχρεώνεις τα σκελετωμένα έθνη να σου λένε και ''σπολλάτη''.



Σήμερα οι κακές γλώσσες της στατιστικής μας λένε ότι τα απορρίμματα της Αμέρικας θα φτάνανε να θρέψουν ολόκληρη την πειναλέα Αφρική. Ότι ένας μέσος αστός της Αμέρικας σπαταλάει αγαθά ζωής, που αν ζούσε στην εποχή του Σόλωνα θα χρειάζουνταν πεντακόσιοι δέκα δούλοι να δουλεύουνε από ήλιο σε ήλιο για να τα παραγάγουν. Ότι ο κάθε αμερικανός εξοδεύει ενέργεια για τετρακόσιους ινδούς.



Όλα ετούτα θα ήσαν κατανοητά, και έγκριτα ίσως, εάν δεν υπήρχε εκείνο το αμείλικτο άρθρο στον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ, που ορίζει ότι όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη είναι ίσοι, και δικαιούνται τα ίδια δικαιώματα. Και εάν οι αμερικανοί δεν έπαιξαν το ρόλο του κοινωνικού παιδονόμου για την τήρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τα κράτη της Οικουμένης.



Κάθε μέρα κόβεται ένα μικρό δάσος από δέντρα και τυπώνουνται τα φύλλα των Τάιμς της Νέας Υόρκης. Για να διαβάζουν οι εναλφάβητοι αμερικανοί την Κίτρινη πληροφόρηση, ανία του καθημερινού, προπαγάνδα, διαφήμιση, αποκριάτικο μασκαριλίκι της αλήθειας. Και γνώση του τύπου Οι Φιλισταίοι της Παλαιάς Διαθήκης ήσαν έλληνες, και ο Αϊ-Γιάννης ο Νηστικός φιλόσοφος.



Στα πανεπιστήμια της Αμέρικας σήμερα εκείνοι που κατά πλειονότητα σπουδάζουν κλασικές επιστήμες είναι οι επιρρεπείς στον ουρανισμό και στην ομοφυλοφιλία. Γιατί στην κλασική Ελλάδα, έτσι λένε κι έτσι μαθαίνουν αυτά τα ξουράφια στην έρευνα του Θουκυδίδη και του Αισχύλου, η κυρία επίδοση και η κύρια καλλιέργεια ήταν το πνεύμα των κίναιδων και των αρσενοκοιτών.



Στα γραφεία κηδειών της Αμέρικας σήμερα κάποιοι υψηλοί πελάτες πληρώνουν μυθικά ποσά για να ενοικιάσουν, εν κρυφώ και παραβύστω, ωραία κορίτσια στο φέρετρο προκειμένου να ικανοποιήσουν τις νεκροφιλικές τους διαστροφές. Περίλυποι οι νεκροθάφτες φορούν τα λευκά τους χειρόκτια και εξηγούν στις πενθούσες οικογένειες ότι η άτυχη νέα τους φυλάγεται ακόμη στο ψυγείο σε λίστα αναμονής ενταφιασμού.



Και μία ντιρεκτίβα των κέντρων απόφασης στην Αμέρικα σήμερα, που φροντίζουν μαζί με τις ακτίνες του Αγάλματος της Ελευθερίας να σκορπίζεται στις πέντε ηπείρους και στους πέντε ωκεανούς, ορίζει ότι όλα τα έθνη της γης βαραίνουν το ίδιο βάρος στη ζυγαριά των αξιών και της ποιότητας, ανεξάρτητα από την ιστορική κληρονομιά και την πνευματική παράδοση που συνοδεύει το καθένα.



Ελλάδα του Ομήρου και Ουγκάντα του χθες, για παράδειγμα 1-1. Γαλλία του Ρουσσώ και του Ροβεσπιέρου και Φιννοτουρκομογγόλοι 2-2. Ρωσία του θωρηκτού Ποτέμκιν και φαλαινοθηρικά της Αλάσκας 3-3. Ιαπωνία Αμέρικα Περλ Χάρμπορ και Ναγκασάκι. Ποιος Αρμαγεδώνας προόδου ισοπέδωσε στην τοπογραφία της ιστορίας όρη και λόφους, Νείλους και ρύακες, Νεκρά θάλασσα και Έρημη Χώρα.



Ο πολιτισμός της Αμέρικας σήμερα διαπλάθει μαζικούς αριθμούς ανθρώπων απανταχού του πλανήτη με δείκτη ύπαρξης τόσο βλαμμένο και τόσο βλαπτικό για το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων, που αναγκάζεσαι να παραδεχθείς ότι τέτοιοι άνθρωποι σαν κοινωνικές μονάδες υπολείπουνται συντριπτικά σε σύγκριση με τα αθώα μικρά ζώα. Αιτία που αρκεί να ερμηνέψει το παράλογο φαινόμενο της εποχής, ν’ αγαπούν πολλοί ένα σκύλο ή μία οικόσιτη μαϊμού περισσότερο από τους ανθρώπους.



Η Αμέρικα σήμερα στην ιστορία του ανθρώπου καταγράφει μία επιδημία λέπρας απάνου στο δέρμα της γης. Η αρρώστια της είναι η ψυχολογική αθλιότητα των μαζών, όπως την ονόμασε ο Φρόιντ. Das psychologische Elend der Massen.



Τέτοια βαριά πανούκλα κανείς δεν ημπορεί να προβλέψει, πώς θα τελειώσει. Όσο σοφός και να ΄ναι. Και όσο και να ταράζει την ακοή του ή βουή των πλησιαζόντων γεγονότων, που είπε ο Απολλώνιος Τυανέας και ο Καβάφης. Ο πρώτος στον καιρό του Πλούταρχου, και ο δεύτερος στον καιρό του Νίτσε. Των δύο σπουδαίων ανδρών, που κήρυξαν το θάνατο του θεού μέσα στην ιστορία.



Τη χιλιόχρονη και παντοδύναμη Ρώμη του Βαλεριανού και του Ηλιογάβαλου την ξεθεμελίωσαν τέσσερις άνθρωποι. Ο Ιησούς, ο Παύλος, ο Πέτρος, η Μαρία. Άοπλοι όλοι, και ανίδεοι για το πού τράβαγαν την ιστορία. Μαζί με τη Ρώμη όμως τότε καταποντίστηκε και ολόκληρη η Αρχαιότητα. Η Antike.



Τι θα καταποντίσει την τραγική στην ατή και στην τύφλα της Αμέρικα σήμερα με τις πλούσιες επαρχίες δορυφόρους της, συνεργούς στο παγκόσμιο έγκλημα Θρησκευτικό, οικολογικό, πυρηνικό, σήψη οκνηρίας και αποζώωσης, η αδικία τους που σωρεύεται γενεές τώρα στους αδύνατους, ηλεκτρονική ασυδοσία, aids, δρόγες.



Όποιο και να’ ναι το εργαλείο μετριέται έλασσον. Γιατί το μείζον είναι ότι μαζί με την Αμέρικα θα καταβουλιάξει ολόκληρος ο πολιτισμός του πλανήτη.Ο καλός Θεός όταν βρέχει, βρέχει επί δικαίους και αδίκους. Και ο αγνός κεραυνός με τον οίακα όταν χτυπά, χτυπά αδιάκριτα κυπαρίσσια, στάνες, βοσκούς. Και τον τάφο του Μαβίλη στο Δρίσκο.



Πάνου από τις πολιτείες μας έρχεται ο θάνατος μ’ ένα δρεπάνι πελώριο και κοφτερό, ίδια η μήνη του φεγγαριού. Μ’ εκείνην την άρπην καρχαρόδοντα του Ησίοδου. Που έκοψε τα γεννητικά μόρια του θεού Ουρανού. Τα αίματα που στάξανε στη γης, εγέννησαν τις Ερινύες.







Για τον Ιησού



Ο ίδιος όμως ο Ιησούς, και έξω από τη χρήση που του κάμανε οι άνθρωποι, έζησε αυθεντικά το ταξίδι του στον Άδη. Έζησε δηλαδή την ουσία του θανάτου του όχι στο σταυρό αλλά στο νου του. Όπως περίπου και ο Οδυσσέας.



Ο Ιησούς, δεν επέθανε την Παρασκευή στο λόφο του Γολγοθά, αλλά την Τετάρτη στο Όρος των Ελαίων. Ερη­μίτης, από τους άλλους παραμελημένος, και παράμερα. Ήτανε τότε που ίδρωνε αίμα, και ψιθύριζε ένδακρυς «περίλυπός έστιν ή ψυχή μου έως θανάτου».



Εκεί και τότε έπαιξε στο ζάρι την αγάπη του για τη ζωή και τον τρόμο του για το θάνατο. Ό,τι αποφασίστηκε, το αποφάσισε η σκοτεινή βούληση της ζαριάς. Όχι αυτός. Με τέτοιο νόημα πρέπει να ιδούμε εκείνα τα λόγια, που από μόνα τους συνιστούν μια μαθηματική ανωμαλία (singularity): «παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο, πλην ουχ ως εγώ θέλω αλλ' ως συ». Στην πρόταση αυτή έχουμε ένα ακόμη ακριβές παράδειγμα, ή διανοητικό πείραμα, της Απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ.



Κατά τα υπόλοιπα ο Ιησούς ετελείωσε στα καρφιά με τη διαυγή συνείδηση του πλήρους εξευτελισμού και της τέλειας αποτυχίας. Απάνω στον σταυρό και κοντά στο τέλος του, ο ίδιος ούτε είδε ούτε φαντάστηκε την υστε­ροφημία, την τιμή και τη λατρεία που του φύλαξε το μέλλον. Στον εαυτό του, ελκόμενο και θνήσκοντα είδε έναν ποιητή των ονείρων που πεθαίνει αισχρά και ατιμα­σμένα.



Ο Ιησούς είναι ο άνθρωπος της εποχής του, αλλά και ο διαλεχτός της νέκυιας των ποιητών. Ξεψύχησε κυκλωμέ­νος από τις ίδιες σκέψεις καλιακούδες, που θα είχε κάμει ο καθένας από κείνους τους έξι χιλιάδες δούλους του Σπάρτακου, όταν τους είχε σταυρώσει εκατό χρόνια πα­λαιότερα ο Κράσσος στο δρόμο από την Καπούη για τη Ρώμη.



Στα λόγια του «ίνατί με εγκατέλειπες;» βλέπω ένα συντριμμό χωρίς όρια. Το πιο αξιοθρήνητο ναυάγιο της υπαρκτικής βίωσης του ανθρώπου.



Αν γινότανε τρόπος να ξαναγυρίσει σήμερα κοντά μας, και έβλεπε τη χάρη με την οποία τον έχρισε η ιστορία, θα χαιρότανε. Γιατί θα 'βρισκε πως την άξιζε τέτοια τιμή από τους ελάχιστους εκείνους που κατανοούν το δράμα του. Επειδή έζησε ζωντανός το θάνατο του. Στην ίδια τροχιά του Οδυσσέα και του Αινεία.



Όμως, στα εκατοντάδες εκατομμύρια που τον λατρεύ­ουν σήμερα σα θεό, τους χριστιανούς καθώς τους λένε, θα είχε να ειπεί. Αυτός, ο φάγος και οινοπότης:



- Μα εγώ δεν είμαι χριστιανός, βρε σαφρακιάρηδες. Κι εσείς μοιάζετε σε μένα, όσο μοιάζει ο ρυπαρός ιπποπότα­μος στο περήφανο άλογο με το κατάλευκο δέρμα και τα κατάμαυρα μάτια. Όλους εσάς δεν ήρθα να σώσω. Να σας καταγγείλω ήρθα, και να σας φραγγελώσω. Το μυαλό σας, την ψευτιά σας, την αχρεία ψυχή, και τις δολερές σας πράξεις. Αυτά είχα στο νου μου, την ώρα που τίναζα τα αστροπελέκια με τα απανωτά «ουαί» για τη φαρισαϊκή ηθική σας. Με αστραπές τρεκλές, με βροντή και με λάμψη εμαστίγωσα την υποκρισία σας. Και σεις με κάματε ση­μαία στα ψεύδη και σάλπιγγα στις πομπές σας. Γιατί όλοι σας, από τον πάπα της Ρώμης και τον πατριάρχη της Πό­λης, από το σοφό θεολόγο και το φοροφυγά επίτροπο της ενορίας ως τον τουρλωτό καθηγούμενο του μοναστηριού, είσαστε ίδιοι οι τάφοι που παράσταινα. Γιομάτοι ακαθαρ­σίες, μύγα κουλουμωτή, και σάπια κόκαλα. Και τούτο το τέρας των τεράτων δύο χιλιάδες χρόνους τώρα. Το σέρνετε και χαράζετε την τροχιά της ιστορίας, όπως οι Τρώες που έσερναν εκείνο το ξύλινο άλογο με χαχανητά και αλλη­λούια από τα τείχη στην πόλη. Χωρίς να ξέρουν ότι ετοί­μαζαν το χαμό τους. Σας βλέπω χωσμένους στα ερείπια της ιστορίας, που οι ίδιοι στο όνομά μου θα την γκρεμί­σετε. Διπλοεντέληνοι και παχυμουλαράτοι. Κακά σας έμα­θε, όποιος σας είπε ότι σας φέρνω ειρήνη. Ρομφαία και μαχαίρια σας έφερα1. Και το μεγάλο πόλεμο στον εαυτό σας πρώτα, και ύστερα στους υποκριτές του κόσμου. Καμωθήκατε πως δεν καταλάβατε αυτά που σας είπα. Όμως τα λόγια μου ήσαν κρυστάλλινα και καθαρά σαν τα μάτια μου. Εκείνος που είναι να τραβήξει το δρόμο μου, είπα, θα σηκώσει τον δικό του σταυρό1. Αλλο πέρασμα δεν υπάρχει. Ούτε άλλη ερμηνεία στα λόγια μου. Μα εσείς διακωμωδήσατε την τραγωδία. Ανοίξατε πόρτα εκεί που δεν υπάρχει. Την οδηγία μου την κατεβάσατε στη λασπουριά και στα έλη σας. Όπου κοάζετε και βουτάτε με τους βαθράκους. Εγώ να σηκώσω τις δικές σας αμαρτίες; Για ποιο λόγο τάχα, χαραμήδες; Το χρώσταγα στην αμά­θεια, στην οκνηρία, στο βόλεμά σας; Στο λιανό άντερο και στο χοντρό σας; Ναι. Είναι αλήθεια πως σας ζήτησα ν' αγαπάτε τους άλλους. Αλλά πώς ημπορείτε, θεομπαίχτες, ν' αγαπάτε τους άλλους, αν δεν πάψετε πρώτα ν' αγαπάτε τον εαυτό σας; Που ο καθένας σας πιστεύει πως είναι ο άξονας, που γύρω του κινείται η γη και η ιστορία; Με παραχαράξατε ως το τελευταίο μου κύτταρο. Και διδάξατε πονηρά ότι ανέβηκα στο σταυρό, για να σας λυτρώσω, Όχι. Εκείνος που είναι να σωθεί, που σημαίνει εκείνος που διάλεξε τη ζωή της αρετής και του δίκιου, θα τραβή­ξει αναπόφευγα για το δικό του λόφο και το δικό του όρος. Τέλος, κιοτήδες και κάλπηδες. Αγιορείτες, μαδεμλίνοι, δομηνικανοί, σαβουρώματα. Τέλος. Αρκετά στο όνομά μου σταυρώσατε το ανθρώπινο γένος!















Το περί θεού ερώτημα ή "Η Ερώτηση της Μαργαρίτας"







Πιστεύεις στο Θεό;



Glaubst du an Gott?







Αυτή είναι η ξακουστή Ερώτηση της Μαργαρίτας³.



Το βάρος και την αξία της, που την έκαμαν οδηγητική για τη μέθοδο έρευνας του προβλήματος του θεού από τη σκοπιά της επιστήμης, η ερώτηση τα οφείλει στην απόκριση κυρίως που έδωκε ο Φάουστ.



Με άλλα λόγια είναι, όχι η Ερώτηση της Μαργαρίτας, αλλά η απόκριση του Φάουστ που γεννά το βαθύπλουτο του προβλήματος.



Παρόμοια, όπως είναι, όχι ο έρωτας του Δία για τη Λήδα στον Ευρώτα που γέννησε την αθάνατη Ιλιάδα, αλλά η Ελένη. Η απάντηση, δηλαδή, που έδωκε η Λήδα στον έρωτα του Δία.







Ποιός τολμάει να ειπεί πιστεύω στο θεό;



Ποιός τολμάει να ειπεί δεν πιστεύω στο θεό;⁴







Έτσι αποκρίθηκε ο Φάουστ στην ερώτηση της Μαργαρίτας.



Η θέση αυτή ανθρώπινα συνιστά τη μόνη δυνατή απόκριση που μπορεί αν δοθεί στο ερώτημα. Είναι η απόκριση, σύμφωνα με τη Λογική επιστήμη, που καταργώντας την αρχή της αντίφασης δέχεται το τρίτο, καθώς αλληλοαναιρεί το πρώτο και το δεύτερο. Όπως έδειξε και στη Φυσική εντελώς πρόσφατα η αρχή της Απροσδιοριστίας. Στο tertium non datur ο Φάουστ θα απαντήσει: tertium datur, τρίτον χωρεί. Κάπου ανάμεσα σε Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα, που είπε ο Ελύτης προτού γεράσει. Και τα χάσει.



Εάν είμαι άνθρωπος, κατά την έννοια οτι έχω συνείδηση των ορίων μου και επίγνωση του πόσο βαθύ είναι το πρόβλημα του όντος, δεν είναι δυνατόν να δώσω άλλη απόκριση στην ερώτηση της Μαργαρίτας.



Όταν στην ερώτηση αποκριθώ, ναι! πιστεύω στο θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί μωρός. Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω, σαν αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα έξω απο τα όριά της με την παρατήρηση: διότι λες ανοησίες.



Όταν στην ερώτηση αποκριθώ, όχι! δεν πιστεύω στο θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί μωρός. Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω, σαν αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα έξω απο τα όριά της με την παρατήρηση: διότι λες ανοησίες.



Τι απομένει να αποκριθώ; Αυτό ακριβώς είναι το λεπτό σημείο, που γεννά την ανεξάντλητη γονιμότητα του προβλήματος.



Το πνεύμα και το νεύμα του Γκαίτε είναι το εξής. Ο,τι σου μένει και ο,τι σου δίνεται είναι εκείνο το σημείο, το άπειρα ελάχιστο ανάμεσα στο όχι και στο ναι, να το ευρύνεις, να το πλατύνεις, να το βαθύνεις, να το εκτείνεις. Να το μεταχειριστείς μ’ έναν τέτοιο τρόπο απόπειρας, και δοκιμασίας, και βασανισμού, και αγωνίας, ώστε από το απειροελάχιστο σημείο να δημιουργήσεις διάσταση, και έκταση, και διάρκεια, χώρο και χρόνο.



Να πλάσεις, δηλαδη, από το ανάμεσα στο ναι και στο όχι, ζωή, αλήθεια και ύπαρξη.



Είναι χρεία το σημείο το ελάχιστο της αδυνατότητας και της ουτοπίας ανάμεσα στο ναι και στο όχι να το κοιτάξουμε έτσι, ώστε να απορροφήσει σε όλη τη ζωή τη ζωή μας. Τη βιοτική μας μέριμνα, δηλαδή, την πνευματική ορμή, την υπαρκτική ετοιμότητα, την ηθική πράξη.



Σ’ ένα επίπεδο σημάνσεων μυθικών, το πνεύμα και το νεύμα το Γκαίτε θα το μεταγλώττιζα ως εξής:



Είσαι μέσα στις Συμπληγάδες πέτρες της αναζήτησής σου, που ανοιγοκλείνουν ακατάπαυστα. Κάμε να μη σε συντρίψουν. Μαζί με τους Αργοναύτες.



Ανεβάζεις το βράχο της απορίας σου από τη βάση του όρους στην κορυφή και γκρεμίζεται ακατάπαυστα. Κάμε να μην παραιτηθείς. Μαζί με το Σίσυφο.



Δεμένος πιστάγκωνα σκυβεις στη λίμνη να πιείς και κάτωθέ σου το νερό υποχωρεί ακατάπαυστα. Κάμε να μην πεθάνεις από τη δίψα σου. Μαζί με τον Τάνταλο.



Και σ’ ένα πλαίσιο καταλογισμού ευθυνών αναφορικά με την ατομική μας προαίρεση, στην ερώτηση της Μαργαρίτας η απόκριση του Φάουστ θα είχε να μας πει:



Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο.



Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου.



Το κρίνω απλό και αυτονόητο, πως εκείνος ο θεός, στην αναζήτηση του οποίου μας προάγει η ερώτηση της Μαργαρίτας, δεν έχει καμια σχέση με τους θεούς φαντάσματα, που κατά καιρούς έπλασαν οι ποικίλες ιστορικές θρησκείες. Οι πολυώνυμοι, δηλαδή, όπως ο Δίας στους έλληνες και ο διάβολος στους ινδούς, εκείνοι οι Μωυσής, και Μωάμεθ, και Βούδας και Κομφούκιος, και Μαρδούκ και Κυβέλη και Μίθρας, και Βάαλ και Αστάρτη και Λούθηρος. Οι βραχμάνες, οι ραββίνοι, οι μουφτήδες, οι μουλάδες, ο πατριάρχης κι ο παπάς. Ο Πετράκης κι ο Παυλάρας, μ’ ένα λόγο. Εκείνοι οι γυρολόγοι με τη λατέρνα.



Το άρωμα του ζητούμενου θεού, που αναδίνεται από το λουλούδι της Μαργαρίτας, απευθύνεται στο δίκαιο άνθρωπο. Στο φρόνιμο, δηλαδή, το λογικό και τον πάσχοντα.



Εάν η υπαρκτική μας εφόπλιση, η λογική δηλαδή το βίωμα η φαντασία η διαίσθηση το συναίσθημα και τα πάθη μας, δεν υπερβαίνει τη χωρητικότητα των φυσικών μας ορίων· εαν γνωρίζει και καταφέρνει να μας συγκρατεί στα μέτρα της φυσικής μας κατασκευής· εάν δε διαχέεται στο χάος της υπερβολής, σ’ εκείνη την τύφλα που οι έλληνες τραγικοί την είπαν Υβρι, τότε δεν υπάρχει άλλος δρόμος, παρά να παραδεχτεί την απόκριση που έδωκε ο Φάουστ στη Μαργαρίτα:



Ζήτα το άγνωστο. Χτύπα να σου ανοίξει να περάσεις ο τοίχος που δεν έχει πόρτα. Κάμε να μεταλλάξεις την απορία σου σε δημιουργία, και το ανθρώπινό σου σε λύτρωση.















«Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις»







Δέκα μυριάδες ορισμούς μπορείς να δώσεις στον έρωτα. Και οι ποιητές όλοι, από τον Όμηρο ως τον Καβάφη, δουλεύοντας ετούτο το μεταλλείο της άνοιξης, μας δείχνουν κάθε φορά κι απο μια του όψη. Ο καθένας με τον τρόπο του.



Όμως ο έρωτας επιμένει να είναι αόριστος. Και αλλίμονό μας, εάν γεννιόταν ο υπερποιητής που θα πετύχαινε να τον ορίσει. Τι θα γινότανε! Την άλλη μέρα όλοι οι άνθρωποι, ουρές και κοπάδια και φάλαγγες κατά μιλλεουνια, θα σπούδαζαν να επισκεφθούν τον τόπο, όπου χτίστηκε το πιο σπουδαίο μνημείο επι γής: ο Έρωτος Τάφος. Να προσκυνήσουν το περίπτεχνο επιτύμβιο και να αποθέσουν μπροστά του ένα λευκό τριαντάφυλλο.



Όχι. Να μας λείπει ένας τέτοιος ποιητής. Ενας δευτερος αττίλας Φειδίας.



Γιατί ο Φειδίας που έχτισε τον Παρθενώνα, την ίδια στιγμή, και χωρίς να το υποψιάζεται, είχε χτίσει και τον τάφο της σοφίας του ανθρώπου˙ της Αθηνάς σοφίας. Ο Παρθενώνας είναι το ταφικό μνημείο της κλασσικής Ελλάδας. Την άλλη μέρα άρχισε ο πελοποννησιακός πόλεμος. Άρχισε το τέλος της κλασσικής Ελλάδας. Και την παράλλη έρχουνταν οι ελληνιστικοί χρόνοι της κάμψης. Και η κλασσική Ελλάδα είναι όλων των εποχών του ανθρώπου η πιο αληθινή εποχή.



Ωστόσο, εδόθηκε απο τους ποιητές ο ορισμός του έρωτα. Ο πλήρης και ο ακριβής. Εκείνη την έννοια του ορισμού, δηλαδή, που τόσο βασανίστηκε ο Σωκράτης να την ανακαλύψει. Και που σαν την ανακάλυψε, είχε ταυτόχρονα ανακαλυψει και την επιστήμη. Την επιστήμη. Που σαν άλλος Φαέθοντας ανέβασε τον άνθρωπο στον ουρανό. Κι από κει κρατώντας στα δυο χέρια του τα γκέμια του φωτός και της φωτιάς μέλλει να τον καταγκρεμίσει στα Τάρταρα.



Ο ορισμός, λοιπόν, που εδόθηκε στον έρωτα, και που όλοι οι ποιητές τον διατύπωσαν με τα δικά του λόγια ο καθένας, είναι ο ακόλουθος: έρωτας είναι η τέχνη του να φευγεις.



Να φεύγεις, αλλά πώς να φεύγεις! Το πράγμα θέλει μεγάλη προσοχή. Γιατί ο ορισμός αυτός είναι τορπίλλι που το παιζει στα χέρια του μικρό παιδί. Το πάιζει στα χέρια του και δεν ξέρει τι είναι... Ο Γιωργής τ’ Αποδέλοιπο, που λέει κι ο Μυριβήλης.



Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να είναι πολύ πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο συντροφος που αφήνεις. Αν εκείνος πονάει τρείς, εσύ να πονέσεις εννιά. Εδώ σε θέλω κάβουρα, που λένε, να περπατείς στα κάρβουνα. Χόρεψες ποτέ σου το χορό του αναστενάρη, χωρίς να είσαι αναστενάρης;







Όλα για το θηλυκό



Ο έρωτας είναι γνώση. Ο έρωτας είναι ευγένεια και αρχοντιά. Είναι το μειδίαμα της σπατάλης ενός φρόνιμου Άσωτου. Πως η φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατέλειωτη προσφορά και θεία στέρηση για το θηλυκό. Και το θηλυκό να κυνηγάει τις τύψεις του. Στον έρωτα όλα γίνονται για το θηλυκό. Η μάχη και η σφαγή του έρωτα έχει το νόημα να πεθάνεις το θηλυκό, και να το αναστήσεις μέσα στα λαμπρά ερείπια των ημερών σου. Πάντα σου μελαγχολικός και ακατάδεχτος…

Στη σωστή ερωτική ομιλία το θηλυκό δίνει το ύφος της σάρκας και το αρσενικό τη σύνεση της δύναμης. Μιλώ για τα καράτια κοντά στα εικοσιτέσσερα. Για στήσιμο πολύ μεταξωτό. Και το μετάξι μόνο ζωικό παρακαλώ. Κουκουλάρικο. Και η κλωστή μπιρσιμένια.

Το πρώτο λοιπόν είναι πως όταν το θηλυκό είναι θηλυκό, την ευθύνη για να γίνει και να μείνει ως το τέλος σωστή η ερωτική σμίξη την έχει ο άντρας. Πάντα όταν φεύγει η γυναίκα, θα φταίει ο άντρας. Να το γράψετε να μείνει στον αστικό κώδικα.





Έρωτας και θάνατος



Κάθε φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Η, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του.

Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Η, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό εκρήγνυται ένας αστέρας supernova.

Έτσι , από την άποψη της ουσίας ο έρωτας και ο θάνατος δεν είναι απλώς στοιχεία υποβάθρου. Δεν είναι δύο απλές καταθέσεις της ενόργανης ζωής.

Πιο πλατιά, και πιο μακρυά, και πιο βαθιά, ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο πανεπίσκοποι νόμοι ανάμεσα στους οποίους ξεδιπλώνεται η διαλεκτική του σύμπαντος. Το δραστικό προτσές δηλαδή ολόκληρης της ανόργανης και της ενόργανης ύλης. Είναι το Α και το ω του σύμπαντος κόσμου και του σύμπαντος θεού. Είναι το είναι και το μηδέν του όντος. Τα δύο μισά και αδελφά συστατικά του.

Έξω από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρχει. Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Και οι τέσσερες θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, ηλεκτρομαγνητική, ασθενής, ισχυρή, βαρυτική, λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο.

Όλα τα όντα, τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου.

Γι αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί κα ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του ιδίου προσώπου.







---------------------------------------------------







Από τη συναπαντή του Φάουστ και της Μαργαρίτας ο Γκαίτε θα χτίσει έναν μεγάλο έρωτα στην ιστορία της παγκόσμιας τέχνης.



Έναν έρωτα που θα τον εξορύξει από τα κρύσταλλα της μεγάλης έμπνευσης. Τα υλικά του θα τα λάβει από τη στέρνα του Ομήρου με την Ανδρομάχη, του Δάντη με τη Βεατρίκη, του Πλάτωνα με τη Διοτίμα, του Σαίκσπηρ με την Ιουλιέττα, του Ευριπίδη με την Μήδεια και την Άλκηστη.



Και όχι αλλιώτικα, παρά καθώς όλοι εκείνοι οι μεγάλοι ερωτολόγοι, την ουσία του έρωτα θα την αποκαλύψει στην καταστροφή και την οδύνη.



Ο Γκαίτε θα μας ξαναδώσει με τη σειρά του το απόσταγμα της παλαιής σοφίας: οτι ο έρωτας που δε φέρνει μέσα του σπόρο τη συφορά και το θάνατο είναι θέμα της κωμωδίας.



Καθώς θα τελειώσει η τρυφερή ιστορία, η μικρή Μαργαρίτα θα βρεθεί χρεωμένη με πολλαπλό άγος. Θα σκοτώσει το εξώγαμο μωρό της. Θα φαρμακώσει τη μητέρα της. Θα σταθεί αφορμή να σφαχτεί ο στρατιώτης αδερφός της. Θα δικάσει τον εαυτό της να της κοπεί το κεφάλι από τον ουδέτερο δήμιο.



Και όλα αυτά τα φοβερά θα τα κάνει η Μαργαρίτα. Η παιδίσκη η ακηλίδωτη. Που πριν απαντήσει τον έρωτα, έζησε καθαρή όσο μια σταγόνα δροσιάς στο κύπελλο της αυγής.



Ο έρωτας λοιπόν. Αυτό το θεϊκό ζώο, το αυτόχθονο και το γηγενές, μας φέρνει στο κέντρο του προβλήματος. Ο έρωτας της Μαργαρίτας για το Φάουστ γεννά την ερώτηση της Μαργαρίτας για το θεό. Αναγκαιότητα, συγκυρία ή επιλογή του ποιητή;















Κανείς δεν θα δει…



Ο Σοφοκλής με τον Οιδίποδα στον Κολωνό τραγούδησε το πήδημα του Εμπεδοκλή στην Αίτνα, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνους.

Το σημείο που τους φέρνει σιμά είναι η σύμφωνη γνώμη τους για την στιγμή του θανάτου. Την ώρα που θα ζήσει ο άνθρωπος την απόλυτα προσωπική βίωση του θανάτου του, μας λένε, θα είναι απόλυτα μόνος, και θα αφανίσει το σώμα του σε άφαντο τόπο.

Το σώμα του νεκρού δε θα το δει ανθρώπου μάτι* (Ο γνήσια στοχαζόμενος αποστρέφεται όχι μόνο την τελετή της ταφής του, αλλά και την ιδέα του νεκρού του σώματος. Αφ΄ης θα νοήσει, τον συνοδεύει η έγνοια του πως θα γίνει ο τρόπος, όταν πεθάνει να εξαφανιστεί το γρηγορότερο το άψυχο κουφάρι του. Διότι είναι ο προάγγελος της επερχόμενης σήψης και της ανυπόφερτης δυσωδίας, που ετοιμάζει τη μεγάλη γιορτή στους σκουλήκους). Γιατί ο θάνατος δεν είναι τσερεμόνια, και χυδαία περιέργεια, και ανακουφιστική χαιρεκακία. Ο θάνατος είναι κεραυνός που σκάζει από τον ουρανό στη γη, και την καταπληρεί με έκταση και τρόμο.





Ο θάνατος του Οιδίποδα



O Σοφοκλής την απόλυτη μοναδικότητα της ύπαρξης στην ώρα του θανάτου την εζωγράφισε με το θάνατο του Οιδίποδα στο σκοτεινό φαράγγι του φωτερού Κολωνού.

Το πιο ωραίο χορικό της αττικής τραγωδίας που σώθηκε περιγράφει το τοπίο της ώρας του θανάτου για τον κάθε άνθρωπο.

Είναι ο τόπος με τους κήπους και τ΄ αηδόνια στη κοιλάδα του Κολωνού, που κατεβαίνει στη θάλασσα ψηλά από την Κηφισιά. Με τις χλωρασιές, τους καρπούς, τα νερά και τα θροΐσματα. Μέσα στις τροφούς και τις βυζάστρες του θεού έρωτα Διόνυσου. Μέσα σε λαμπερά και ξεκάπουλα άλογα, που σαν τα κύματα τρέχουν λίμπερδα στους αγρούς. Μέσα σε κισσούς, τους νάρκισσους, τους χρυσαυγείς κρόκους και τη χρυσοχάλκινη Αφροδίτη. Όλα τελούνται εδώ, στη συμβασιλεία του ελληνικού φωτός.

Στην παντοτινή και άπεφθη γαλήνη της διαύγειας:





Ευίππου, ξένε, τάσδε χώρας

ίκου τα κράτιστα γης έπαυλα

τον αργήτα Κολωνόν,

ενθ΄α λίγεια μινύρεται

θαμίζουσα μαλιστ΄ αηδών

χλωραίς υπό βάσσαις.







Αυτός είναι ο τόπος, όπου ο Σοφοκλής καλεί τον άνθρωπο, ξένο του και μαθητή στο μέγιστο μάθημα, για να’ ρθει να πεθάνει.

Να πεθάνει. Να αναγνωρίσει, δηλαδή, να παραδεχτεί και να χαιρετήσει τον περίγυρο της ώρας του θανάτου του. Μέσα στα επίλοιπα αληθινά, το πιο αληθινό τοπίο του βίου μας.

Εκεί. Κάπου στη μενεξεδένια και ξανθιά χώρα της κοιλάδας του Κηφισού. Δίπλα στα ιερά θεμέλια της δικαιοσύνης, στο βωμό των Ερινύων και των Ευμενίδων, ο Οιδίποδας θα πεθάνει μόνος. Κανείς δε θα μάθει το πως και το τι ετούτης της ακραίας του ώρας.

Σύμφωνα με τη σύλληψη και το σχεδιασμό του Σοφοκλή η αόρατη πράξη θανάτου και το αόρατο ταξίδι θανάτου του Οιδίποδα είναι η στιγμή της Ανάληψής του στην ίδια την ζωή.

Η ανάληψη του Οιδίποδα δεν γίνεται ούτε στον ουρανό της έντρομης και της βλακώδους φαντασίας του ανθρώπου, ούτε στον άδη του ωμού και σκουληκοφόρου εξευτελισμού του.

Ο θάνατος του Οιδίποδα είναι η ώρα της Ανάληψης του ανθρώπου, που έσωσε να γίνει άνθρωπος μέσα στο χρόνο και μέσα στο φως. Είναι η κατάθεση μνήμης του βασανισμένου, που έζησε και έδειξε, και έμαθε και έπαθε, και πέρασε.

Η ανάληψη του Οιδίποδα δηλώνει τη χαρούμενη αγγελία της δικαίωσης του δικαίου. Είναι το ουλτιμάτο σήμα, που στερεώνει ασφαλές το μέλλον της ανθρωπότητας απάνου στην πέτρα της δοκιμασίας του ανθρώπου, που γίνεται στο τέλος νικητήρια, γιατί στη διαδρομή εστάθηκε ηρωική.

Η ανάληψη του Οιδίποδα είναι το απολυτήριο μάθημα για την αλήθεια και το νόημα της ζωής μας, μαζί με τα πριν και μαζί με τα μετά της. Είναι ένα νεύμα κατανόησης, και μια χειρονομία αποδοχής του αλάλητου πόνου και του αλάλητου λυτρωμού.

Προσοχή όμως! όλα γίνονται και τελούνται εδώ. Καμία μεταφυσική, κανένα επέκεινα και εκείθεν και υπερβατικό και υπερουράνιο. Όχι ανοησίες. Όχι δειλία, πανουργία και αθλιότητα τη φριχτή στιγμή του θανάτου σου..

Με την τραγωδία του Κολωνού η διαθήκη που άφησε ο Σοφοκλής στους ανθρώπους έχει μία μόνο πρόταση:

Μάθε έτσι να ζεις και συ, και είπε έτσι να ζουν και οι μετά από σένα:γήινα μέτρια και εξαγνισμένα.

Γήινα, μέτρια και προπαντός εξαγνισμένα για τα λάθη που έκαμες όταν ζούσες. Γιατί άνθρωπος στη βάση του σημαίνει λάθος και στην κορυφή του εξαγνισμός. Οι Καθαρμοί ήταν ο ένας από τους δύο τίτλους των βιβλίων που έγραψε ο Εμπεδοκλής.

Ο θάνατος στον Κολωνό, ο ανείδωτος και ο αφανής, είναι η ανάληψη της δικαιωμένης μνήμης στον τόπο και στο χρόνο της αιώνιας δοκιμασίας του κάθε ερχόμενου ανθρώπου.





Ο άταφος νεκρός



Εκείνη η παράδοξη αντίληψη που είχαν οι έλληνες, πως ο νεκρός πρέπει να καίγεται ή να ταφιάζεται χωρίς χρονοτριβή, λαβαίνει νόημα μόνον όταν αντικρισθεί σαν αλληγορία.

Η εξήγηση που έδιναν φαινομενικά, με την έννοια της ποιητικής αδείας δηλαδή, ήταν πως η ψυχή του άθαφτου βασανίζεται, γιατί βρίσκεται έξω από τον οικείο της τόπο. Πράγμα κατανοητό. Γιατί ή είσαι ζωντανός και περπατάς στο φως του ήλιου, ή είσαι θαμμένος και ακινητείς στο σκοτάδι του τάφου.

Ο άθαφτος νεκρός όμως , όντας ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, κρέμεται σε σημείο μεταίχμιο. Βρίσκεται στη διαχωριστική γραμμή του δυνατού αδύνατου. Σ΄ ένα τόπο άτοπο, σ΄ ένα αξεπέραστο πέρασμα στο επίπονο πουθενά. Επομένως, για να ξεφύγει την αγωνία του άτοπου και της ουτοπίας, είναι χρεία να θαφτεί το γρηγορότερο. Ο νεκρός που μένει άθαφτος στο φως είναι το ανάποδο του ζωντανού που τον έχουν θαμμένο στο φέρετρο….

Η ιδέα μου είναι πως εκείνο που ήθελαν να σημάνουν οι έλληνες με την πίστη τους στο περιεχόμενο τούτο της ταφής του άταφου είναι η έγνοια τους για τους ζωντανούς, και όχι για τους πεθαμένους. Οι έλληνες δεν ήταν αφελείς. Ούτε πρωτόγονοι και σπηλαιολόγοι. Οι έλληνες ήταν άφταστοι καλλιτέχνες γιατί ήσαν φτασμένοι ρεαλιστές.

Δεν είναι ο άταφος νεκρός, δηλαδή που τους πονεί και τους σφάζει. Αλλά ο ετοιμοθάνατος. Ο ανήμπορος ζωντανός που μπαίνει στην τελική ευθεία του θανάτου του.





Αυτοθέλητα



Θα πεθάνω, Θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θα θελήσω. Σε τούτη την έσχατη ολική πράξη , δεν θα γίνει το δικό σου, αλλά το δικό μου. Παλεύω τη θέλησή σου. Παλεύω τη δύναμή σου. Σε καταπαλεύω ολόκληρον. Μπαίνω μέσα στη γη, όταν εγώ αποφασίσω, όχι όταν αποφασίσεις εσύ. Και σένα σε αφήνω ρέστο και ταπί. Με βλέπεις κατεβασμένο στον Άδη αφεαυτού μου και αυτοθέλητα. Και ανατριχιάζεις εσύ και το βασίλειό σου. Ο τάφος, η ταφόπλακα, το σκοτάδι, το ποτέ πια και όλα σου τα υπάρχοντα μπροστά στην πράξη μου και στην επιλογή μου μένουν εμβρόντητα και χάσκουν.





Πάντα και ποτέ



Μια είναι η αιτία που κάνει το θάνατο την πικρότερη πίκρα μας .Είναι η γνώση πως το ασώματο ταξίδι μας δεν έχει πηγαιμό. Αλλά ούτε και γυρισμό. Με το θάνατο για στερνή φορά και πρώτη ο άνθρωπος περνά στην πατρίδα του πάντα και του πότε.

Το τι θα σε καλωσορίσει εκεί που θα πας είναι ιδέα μηδενική, μπροστά στην άπειρη ιδέα του τι αποχαιρετάς εδώ που φεύγεις. Στο αναποδογύρισμα αυτού του διαλεκτικού σχήματος οι θρησκείες στηρίξανε την πανουργία της κυριαρχίας τους.





Το αιώνιο κυνηγητό!



Το για πάντα! Και το ποτέ πια! Είναι δυο φράσεις που το εκτόπισμά τους έχει τιμή απόλυτη και προορίστηκαν να τις μεταχειρίζεται ο άνθρωπος μόνο για το οριστικό γεγονός του θανάτου.

Αυτόν τον πανικό φόβο μπροστά στο θάνατο είναι που δεν άντεξε ο άνθρωπος. Δε βρήκε τη βούληση να τον νικήσει. Να τον παραδεχτεί, να τον αναγνωρίσει. Να υποταχθεί ευγενικά και περήφανα στο αδυσώπητο φυσικό κα στο αδυσώπητο δίκιο του. Ελύγισε.

Και ελύγισε επάνω ακριβώς στο σημείο της τροπής. Έτσι το τρόπαιο το επήρε ο θάνατος. Έβαλε πια τον άνθρωπο μπροστά και τον κυνηγά προτροπάδην. Και τούτος ο βερέμης τρέχει να του ξεφύγει. Αλλόφρονας, τυφλός, ανεμοπόδαρος. Σπεύδει, με τα φυσικά του σημάδια χαμένα, να κρυφτεί στα καταφύγια.

Και τα καταφύγια του είναι τα σπήλαια και οι κατάγειες οικήσεις. Είναι οι οπές και τα πέτρινα ρήγματα, οι βαραθρωμοί και οι καταβυθίσεις στα υπόγεια του συναισθήματος και της εμπύρετης φαντασίας του.

Όλοι ετούτοι είναι τόποι κρυμμένοι στο ζόφο της ύπαρξης, χιλιάδες λεύγες βαθιά και μακριά από τη φωτερή τροπόσφαιρα της λογικής μας. Για να μην ακούμε τον κεραυνό του Άβελ. Εκείνο το εκκωφαντικό ποτέ πια!





Μύθοι και απάτες



Οι μύθοι για τη μεταθανάτια ζωή είναι το ύπατο ψέμα του ανθρώπου από την άποψη του απόλυτου και του καθολικού.....Εκείνος από τους ιδρυτές θρησκειών που θα άντεχε να στηρίξει τη θεϊκή ιδέα του σε οποιοδήποτε άλλο έξω από αυτό το αρχιμήδειο σημείο, το μοναδικό οπαδό που θα αποχτούσε θα τον έβρισκε στον εαυτό του…

Ο φόβος και ο πόνος μπροστά στο θάνατο είναι η αιτία που έπλασε ο άνθρωπος τον κάτω κόσμο και τον Αδη. Και πάντα μέσα στη σφαίρα της ποίησης. Στη σφαίρα της θρησκείας όμως η αιτία αυτής της επινόησης, πέρα από το φόβο και τον πόνο, εκπορεύτηκε κυρίαρχα από το χυδαίο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Και τέτοιο ονομάζω την ημιμάθεια, τον εγωισμό, και την ανανδρία…

Αν έξαφνα συναντήσεις στο δρόμο σου άνθρωπο, κι είναι ανάγκη να καρατάρεις το μέταλλο της ανθρωπιάς του, έχεις ασφαλή μέθοδο να το κάμεις. Είναι η λύδια λίθος που δοκιμάζει το ποιό του μυαλού και της «ύπαρξης» των ανθρώπων.

- Πες μου ξένε, θα τον ρωτήσεις, πιστεύεις στη ζωή μετά θάνατο;

Αν σου αποκριθεί «Ναι πιστεύω!», τότε το πιο φρόνιμο που έχεις να κάμεις είναι να του δώσεις ένα τάλληρο να του πεις «Καλημέρα», και να φύγεις. Να πάρεις εκείνο το δρόμο που δε θα ξαναβγεί ποτέ μπροστά σου.

Γιατί η απάντηση που σου έδωσε δηλώνει ότι αναζητούσες άνθρωπο και σύντυχες πίθηκο. Πίθηκο κολομπίνο και μακάκο…





Στο μεγάλο τίποτα



Το γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το ατομικό όριο του απόλυτου. Είναι ο βαθμό μείον 273 όχι στην κλίμακα της θερμότητας, αλλά στην κλίμακα του ανθρωπολογικού Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε ποτές.





Νέκυια



Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο.

Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη. Με την απλή, δηλαδή και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζείς κι αυτό που δεν είσαι δηλαδή το νεκρός του αύριο. Η ζωή σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο.





Αλήθεια: η τελευταία λέξη



Γιατί η διαφορά η τρομερή εστάθηκε ότι οι ποιητές, που μοιάζαν την αλήθεια, είπανε ψέματα.

Εγώ όμως, που μοιάζει με τα ψέματα, έζησα την αλήθεια.





(Σημ.: η επιλογή των τίτλων στα κείμενα έγινε με ευθύνη της συντακτικής ομάδας)

Πηγή http://www.liantinis.org/content.php?id=39

29 Ιουνίου 2012

Ένα video για τα γλυπτά του Παρθενώνα που πρέπει να δείτε!

Ένα video για τα γλυπτά του Παρθενώνα που πρέπει να δείτε!


Πηγή, αγαπημένο μας :  www.olympia.gr

25 Ιουνίου 2012

Η εταίρα Θεοδότη και ο Σωκράτης!

«Ζούσε κάποτε στην πόλη μια όμορφη γυναίκα με το όνομα Θεοδότη, που πρόσφερε τη συντροφιά της μόνο σε όποιον την έπειθε. Κάποιος από τους παρευρισκομένους τη θυμήθηκε και είπε ότι η ομορφιά της γυναίκας είναι στην πραγματικότητα ανώτερη από τη φήμη της. Είπε ακόμη ότι γι’ αυτόν το λόγο την επισκέπτονται ζωγράφοι για να τη ζωγραφίσουν, στους οποίους δείχνει τα κάλλη της. «Ας πάμε λοιπόν να τη δούμε» είπε ο Σωκράτης. «Γιατί να μάθουμε ακριβώς την αλήθεια, ασφαλώς δεν είναι το καλύτερο να ακούμε μόνο λόγια».

Και ο παρευρισκόμενος που μίλησε για τη γυναίκα είπε: «Να σπεύσετε, διότι αλλιώς δε θα προλάβετε ακολουθώντας». Όταν έφθασαν στη Θεοδότη, τη βρήκαν να στέκεται δίπλα σε κάποιον ζωγράφο που την ζωγράφιζε και την κοιτούσαν. Μόλις ο ζωγράφος σταμάτησε, είπε ο Σωκράτης: «Φίλοι μου σας ερωτώ: ποιο από τα δύο θεωρείται σωστό, εμείς να χρωστούμε ευγνωμοσύνη στη Θεοδότη, διότι μας έδειξε τα κάλλη της ή αυτή σε μας, επειδή γνωρίσαμε την ομορφιά της; Αν δηλαδή η επίδειξη είναι χρησιμότερη γι’ αυτήν θα πρέπει αυτή να μας ευγνωμονεί, αν όμως η θέαση ήταν ωφέλιμη για μας, θα πρέπει εμείς να την ευχαριστούμε.
Ή όχι; «Η κυρία λοιπόν έχει κερδίσει την έκφραση της ευγνωμοσύνης μας και αν εμείς την κάνουμε γνωστή σε περισσότερους θα έχει περισσότερα οφέλη. Εμείς όμως έχουμε την επιθυμία να αγγίξουμε τα όσα είδαμε και φεύγουμε με τον ερεθισμό του πόθου και όταν είμαστε μακριά θα την ποθούμε. Για όλα αυτά είναι εύλογο εμείς να της προσφέρουμε τις περιποιήσεις μας και εκείνη να τις δέχεται».

Και η Θεοδότη: «μα το Δία», είπε, «αν έτσι είναι, θα πρέπει εγώ να σας χρεωστώ ευγνωμοσύνη για τη θέαση».




Μετά από αυτά ο Σωκράτης βλέποντάς την με την πολυτελή εμφάνιση που είχε και την μητέρα της που ήταν κοντά της με φόρεμα και λοιπή περιποίηση κάθε άλλο παρά τυχαία και υπηρέτριες πολλές και όμορφες που και αυτές κάθε άλλο παρά ατημέλητες ήταν και την κατοικία να έχει αρκετές ανέσεις, είπε: «Πες μου, Θεοδότη, έχεις μήπως κάποιο χωράφι;» «Όχι, βέβαια», απάντησε εκείνη. «Μήπως κάποιο σπίτι που σου αποφέρει εισόδημα;». «Ούτε σπίτι» είπε. «Μήπως κάποια βιοτεχνία;». «Ούτε και βιοτεχνία». «Από πού λοιπόν έχεις αυτά που χρειάζεσαι για τη ζωή σου». «Εάν κάποιος» απάντησε εκείνη «αφού γίνει φίλος μου θέλει να κάνει καλό για μένα, τότε αυτός είναι το εισόδημά μου». «Μα την Ήρα, Θεοδότη» είπε ο Σωκράτης «είναι μια ωραία περιουσία και πολύ καλύτερη από πρόβατα, γίδια και βόδια να έχεις αποκτήσει ένα κοπάδι από φίλους.

Όμως αφήνεις το πράγμα στην τύχη, μήπως σου πέση σαν μυίγα κάποιος φίλος ή εσύ επινοείς κάποιο δικό σου τέχνασμα;» «Πώς» είπε η Θεοδότη «θα μπορούσα εγώ να βρω κάποιο τέχνασμα;» «Μα το Δία», είπε ο Σωκράτης, «θα μπορούσες πολύ καλύτερα να το κάνεις από όσο οι αράχνες. Ξέρεις βέβαια πως εκείνες εξασφαλίζουν με το κυνήγι ό,τι χρειάζονται για να ζήσουν: αφού υφάνουν λεπτούς ιστούς, ό,τι πέσει εκεί, το έχουν για τροφή». «Συμβουλεύεις λοιπόν και μένα να υφάνω κάποιο ιστό για να τυλίξω τα θηράματά μου;». «Μη νομίσεις πως είναι τόσο απλό πράγμα το να πιάσεις το πιο πολύτιμο θήραμα, δηλαδή φίλους», είπε ο Σωκράτης. «Δε βλέπεις ότι και εκείνοι που κυνηγούν ένα μικρής αξίας θήραμα, τους λαγούς, χρησιμοποιούν πολλά τεχνάσματα; Αν πρόκειται για λαγούς που βόσκουν τη νύχτα, παίρνουν σκυλιά κυνηγετικά της νύχτας, και πιάνουν τους λαγούς με αυτά.
Αν βγαίνουν από τη φωλιά τους την ημέρα, οι κυνηγοί έχουν άλλα σκυλιά, τα οποία, μόλις οι λαγοί από τη βοσκή φύγουν για τη φωλιά τους τους αντιλαμβάνονται από την οσμή τους και τους βρίσκουν. Αν δε οι λαγοί τρέχουν γρήγορα ώστε να μπορούν να διαφύγουν ακόμη και όταν γίνουν αντιληπτοί, χρησιμοποιούν για τη σύλληψή τους άλλα ταχύποδα σκυλιά. Επειδή όμως υπάρχουν λαγοί που διαφεύγουν και από αυτά, στήνουν δίχτυα (παγίδες) στα μονοπάτια απ’ όπου φεύγουν, ώστε οι λαγοί πέφτοντας σε αυτά να συλληφθούν».

«Με ποιο λοιπόν παρόμοιο τέχνασμα θα μπορούσα εγώ να κυνηγήσω και να πιάσω φίλους;» ρώτησε η Θεοδότη. «Εάν, μα το Δία», είπε ο Σωκράτης, «αντί σκύλου έχεις κάποιον, ο οποίος μετά από κατάλληλη ανίχνευση θα βρει εκείνους που αγαπούν την ομορφιά και είναι πλούσιοι, και αφού τους βρή θα επινοήσει κάποιο τέχνασμα για να τους ρίξει στα δίχτυα σου». «Και ποια δίχτυα έχω εγώ;» είπε εκείνη. «Ένα οπωσδήποτε, και μάλιστα πολύ καλά περιπλεγμένο, δηλαδή το σώμα σου. Και μέσα σ’ αυτό την ψυχή, με την οποία καταλαβαίνεις με ποιες ματιές θα δίνεις υποσχέσεις και με ποια λόγια θα προκαλείς ευχαρίστηση. Καταλαβαίνεις ακόμη πως αυτόν που νοιάζεται για σένα θα πρέπει να τον δέχεσαι ευχαρίστως, αυτόν όμως που ενδιαφέρεται μόνο για την ευχαρίστησή του να τον διώχνεις. Και πως αν κάποιος φίλος αρρωστήσει πρέπει να τον επισκέπτεσαι δείχνοντας τη φροντίδα σου.

Και πως αν κάτι σπουδαίο να χαίρεσαι μαζί του. Και πως σ’ αυτόν που φροντίζει πολύ για σένα να δείχνεις την ευγνωμοσύνη σου με όλη σου την ψυχή. Γνωρίζω πολύ καλά ότι και εσύ ξέρεις να αγαπάς όχι μόνο παθητικά, αλλά και από καλή διάθεση. και ότι οι φίλοι σου σε συμπαθούν, επειδή φροντίζεις να δείχνεις τη συμπάθειά σου όχι με λόγο, αλλά με πράξη».



«Μα το Δία», είπε η Θεοδότη, «εγώ δεν έχω σκεφθεί τίποτε από όλα αυτά». «Και όμως», είπε ο Σωκράτης, «είναι πολύ σημαντικό να συμπεριφέρεται κανείς προς τους ανθρώπους με φυσικό και σωστό τρόπο. Με τη βία βέβαια δε θα μπορούσες να κατακτήσεις ούτε να κρατήσεις κάποιον φίλο. Με την καλή έμπρακτη συμπεριφορά όμως και την ευχαρίστηση που προσφέρεις, το θηρίο αυτό και να κατακτηθεί μπορεί και κοντά σου πολύ χρόνο μένει». «Αλήθεια λες», είπε. «Πρέπει λοιπόν», είπε ο Σωκράτης, «πρώτα-πρώτα να ζητάς από εκείνον οι οποίοι ενδιαφέρονται για σένα τέτοιες χάρες που έχουν το μικρότερο κόστος, έπειτα δε να τις ανταποδίδεις με την ίδια διάθεση. Έτσι θα μείνουν και καλοί φίλοι και θα σε αγαπούν για μεγάλο διάστημα και θα σου προσφέρουν τη μέγιστη βοήθεια.

 Ο καλύτερος τρόπος να δείχνεις τη συμπάθειά σου είναι να προσφέρεις ό,τι έχεις τη στιγμή που το χρειάζονται. Διότι βλέπεις ότι και τα καλύτερα φαγητά, όταν προσφέρονται πριν να έλθη η όρεξη, φαίνονται αποκρουστικά, όταν δε προσφέρονται σε χορτάτους προκαλούν ακόμη και βδελυγμία. Αν όμως τα προσφέρει κάποιος, έχοντας αφήσει τους προσκεκλημένους να πεινάσουν, και αν ακόμη είναι ευτελή, φαίνονται πολύ ευχάριστα». «Πώς όμως θα μπορούσα εγώ να προσκαλέσω πείνα στους πλησίον μου;» ρώτησε η Θεοδότη. «Αν, μα το Δία», είπε ο Σωκράτης «πρώτα σε όσους έχουν κορεσθεί ούτε ‘προσφέρεις’ ούτε κάνεις κάποιο σχετικό υπαινιγμό, έως ότου μόλις τους περάσει ο κορεσμός έχουν πάλι την επιθυμία (για συνεύρεση), έπειτα σε όσους σε θέλουν δίνεις να καταλάβουν ότι πρέπει να σου φέρονται με πολλή ευπρέπεια.

Και να μη φαίνεσαι ότι θέλεις να τους ευχαριστείς. Και να απομακρύνεσαι, μέχρις ότου πάλι σε επιθυμήσουν: διότι τα ίδια δώρα διαφέρουν πολύ όταν προσφέρονται πριν ή μετά την επιθυμία γι’ αυτά». Και η Θεοδότη είπε: «Γιατί λοιπόν εσύ Σωκράτη δε μου έγινες συνεργός στην εξεύρεση των φίλων;» «Θα το κάνω» είπε «μα το Δία, εάν εσύ με πείθεις γι’ αυτό». «Και πώς θα μπορούσα να σε πείσω;» είπε εκείνη. «Θα το σκεφθείς» είπε εκείνος «και κάτι θα βρεις, αν κάπου με χρειάζεσαι». «Να έρχεσαι λοιπόν εδώ συχνά». Ειρωνευόμενος την απραγμοσύνη του ο Σωκράτης είπε: «Όμως Θεοδότη, δε μου είναι εύκολο να βρω ελεύθερο χρόνο. Διότι με απασχολούν πολλές υποθέσεις, προσωπικές και δημόσιες. Και έχω και μερικές φίλες που δε θα με αφήσουν ούτε μέρα ούτε νύχτα να φύγω, διότι μαθαίνουν από μένα τρόπους για να τις αγαπούν και λόγια σαγηνευτικά». «Και αυτά λοιπόν τα ξέρεις, Σωκράτη;» είπε η Θεοδότη. «Και βέβαια» είπε εκείνος: «για ποιον λόγο νομίζεις δε φεύγουν από κοντά μου ούτε αυτός εδώ ο Απολλόδωρος και ο Αντισθένης;
Γιατί έρχονται σε μένα ο Κέβης και ο Σιμμίας από τη Θήβα; Πρέπει να ξέρεις ότι αυτά δε γίνονται χωρίς πολλούς τρόπους που κάνουν τους ανθρώπους να αγαπούν, χωρίς μαγικά λόγια και χωρίς μαγικούς τροχούς» (1). «Γύρισε λοιπόν για μένα», είπε η Θεοδότη «τον τροχό για να έχω πρώτα εσένα κοντά μου». «Όμως εγώ», είπε ο Σωκράτης, δεν θέλω να έλκομαι εγώ από σένα, αλλά εσύ να έρχεσαι σε μένα». «Θα έλθω», είπε, «αρκεί μόνο να με δέχεσαι εσύ». «Θα σε δέχομαι» είπε ο Σωκράτης, «εκτός εάν βρίσκεται μέσα κάποια που αγαπώ περισσότερο».



(1) «Ουκ άνευ πολλών φίλτρων τε και επωδών και ιύγγων». «Ίυγξ» είναι ο γνωστό πουλί σουσουράδα. Δενόταν σ’ ένα τροχό, η περιστροφή του οποίου (με το πουλί) είχε μαγική σημασία για την προσέλκυση προσώπων. Ιδιαίτερα στην αναφορά αυτών των μαγικών τρόπων, με τους οποίους (δήθεν) ο Σωκράτης προσείλκυε τους φίλους του, φαίνεται η χιουμοριστική διάθεση με την οποία έχει επινοηθεί και περιγράφεται η συνάντηση του Σωκράτη με την εταίρα. Εξ ίσου ενδεικτική είναι οπωσδήποτε και η εικόνα του ερωτύλου Σωκράτη στο τέλος της περιγραφής.


Πηγές
http://www.nextdeal.gr/

15 Ιουνίου 2012

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΚΔΟΧΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ !


Η Αλεπού και το Λιοντάρι... αντάμωσαν στην Βαβυλώνα!

Ένα ιστορικό αίνιγμα χειρότερο κι απ’ την ίδια την σφήκα της Αιγύπτου, είναι το ποιοί σκότωσαν τον Μέγα Αλέξανδρο. Κάποιοι αβασάνιστα θέλουν να χρεώσουν τον θάνατο τουΑλεξάνδρου στους συντρόφους του. Σ’ εκείνους δηλαδή που με την παραμικρή παράλειψη καθήκοντος την ώρα της μάχης, στις οποίες σημειωτέον ο Αλέξανδρος διεκδικούσε πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο, θα μπορούσαν αναρίθμητες φορές να επιφέρουν τον θάνατο του ακατάβλητου στρατηλάτη απ’ την Μακεδονία.

Οι άνθρωποι που ακολουθούσαν τον Αλέξανδρο, είχαν απόλυτη συναίσθηση, της ανεπανάληπτης ιστορικής εποποιίας που ζούσαν κοντά του, και γνώριζαν ότι τα ονόματά τους θα γραφούν για πάντα στο φωτεινότερο στερέωμα της ιστορίας!
Στο θέατρο της ιστορίας, οι ιερείς της Βαβυλώνας μασκαρεμένοι σε αυτόκλητους σωτήρες, έφερναν στον Αλέξανδρο δώρο μια ευκαιρία διαφυγής, από αφανισμό που...οι ίδιοι είχαν επινοήσει! Σωτηρία υπήρχε... αλλά μόνο εάν και εφόσον ο μεγαλειώδης Έλληνας, δεχόταν να παραιτηθεί απ’ την πορεία του!
Ο Αλέξανδρος χωρίς να το γνωρίζει βάδιζε πάνω σε ιστορικό ναρκοπέδιο! Χωρίς να το γνωρίζει, με την ανάσταση της Βαβυλώνας, πυροδοτούσε τον θάνατό του! Είναι λοιπόν εξαιρετικά πιθανό, το λιοντάρι των Μακεδόνων, να πάτησε δηλητηριασμένο αγκάθι, σε ενέδρα που του έστησε η πιο πανούργα "αλεπού" της ιστορίας!
Έφυγε καρφωμένος απ’ την θανατηφόρα σφήνα του δόλου, σαν άλλος Προμηθέας, αφήνοντας πίσω του τεράστιες πολιτισμικές επιρροές σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο!Κανείς δεν έκανε σκοπό της ζωής του την ανακάλυψη των ενόχων! Κανείς δεν ορκίσθηκε να εκδικηθεί τον θάνατό του! Γατί; Διότι μάλλον αυτή είναι η μοίρα των μεγάλων της ιστορίας, να συνοδεύονται και να τιμώνται από ανάξιους!
Στην Βαβυλώνα λοιπόν, στο πραγματικό θέατρο της ιστορίας, δεν αντάμωσαν δύο ισάξιοι αντίπαλοι, αλλά η πανούργα αλεπού και το ξεχασμένο στις δόξες και την δύναμή του απροστάτευτο λιοντάρι!
Πηγή. Εννέα έτη φωτός http://enneaetifotos.blogspot.gr/2012/06/blog-post_14.html
Του Μ.Καλόπουλου από το βιβλίο του "ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ".

Διαβάστε ολόκληρο το εξαιρετικό κείμενο εδώ: http://greatlie.com

12 Μαΐου 2012

Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΩΣ ΑΕΝΑΟ ΜΕΣΟΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ

ΤΟ ΠΡΟΩΘΩ ΜΟΝΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΑ ΝΟΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΣΤΟΝ ΟΜΗΡΟ !!!


ΑΡΑΓΕ ΜΑΣ ΤΑ ΔΙΔΑΞΑΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ;;; MAΛΛΟΝ ΟΧΙ ΓΙΑΤΙ ΠΡΟΣΕΧΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ…

Είναι πολύ σημαντικό, αυτές τις κρίσιμες ώρες, να ρίξουμε μια ματιά στην βίβλο των Ελλήνων, δηλαδή στα ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ και να διδαχτούμε, έστω και την τελευταία στιγμή, από το πνεύμα του Οδυσσέα.

ΔΗΛΑΔΗ: Να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας, να ελέγξουμε την παρόρμηση να έχουμε τις  αισθήσεις μας και τις αντένες μας ΑΝΟΙΧΤΕΣ και να μην παρασυρθούμε από την οργή και το μένος που μας διακατέχει, ώστε να γίνουμε βορρά, στους σύγχρονους “μνηστήρες”.
Όταν ο Οδυσσέας φτάνει στην Ιθάκη, η μεγίστη επιθυμία του είναι ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΠΙΣΩ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ, τον κόσμο που του έκλεψαν.
Παρά την μεγάλη του λαχτάρα, διατηρεί την ανωνυμία του και μεταμορφωμένος σε ζητιάνο από την ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ, πηγαίνει στο παλάτι ώστε να ελέγξει την κατάσταση και να πάρει τις πληροφορίες που θέλει, υπομένοντας καρτερικά τις προσβολές και την χλεύη των μνηστήρων.
ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ, ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΤΟΧΟΥ ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΣΤΕΙΡΑ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ.

Γι αυτό τον λόγο και είναι ο αγαπημένος της Θεάς ΑΘΗΝΑΣ, της Θεάς που αντιπροσωπεύει την ΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΣ, την ΣΟΦΙΑ, την ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ.
Της Θεάς που μελετά τον εχθρό και τον πολεμά με τα ίδια του τα όπλα.
Όταν όμως έρχεται η ώρα, όταν τους έχει στριμώξει όλους άοπλους σε ένα δωμάτιο, όταν φανερώνεται πάνοπλος, ΤΟΤΕ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΟΥ.

ΚΑΙ ΔΕΝ ΔΕΙΧΝΕΙ ΟΙΚΤΟ, ΓΙΑΤΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΙΟΣ ΤΟΥ, που δημιούργησε με τον δικό του ιδρώτα, ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ που οι μνηστήρες καταχράστηκαν και καπηλεύτηκαν μαζί με την φιλοξενία του οίκου του που τιμησε τον ΞΕΝΙΟ ΔΙΑ.

Ο ισχυρότερος αντίπαλός του είναι ο ΑΝΤΙΝΟΟΣ.

Η λέξη μιλά απο μόνη της.
Είναι η ΑΝΤΙ-ΝΟΗΣΗ, είναι αυτό που μας κάνουν ΤΩΡΑ, είναι ο τρόπος με τον οποίο θολώνουν τις καταστάσεις και την πραγματικότητα ώστε ΝΑ ΜΗΝ ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ ΚΑΘΑΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥΝ.
Είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την καθυπόταξη και δουλεία του ανθρώπου.
Ο επόμενος είναι ο ΕΥΡΥ-ΜΑΧΟΣ.
Αυτός που μάχεται με κάθε τρόπο, με εύρος, ΜΕ ΚΑΘΕ ΜΕΣΟΝ, ο δεινός και αδίστακτος μαχητής.
Ο ΑΜΦΙ-ΝΟΜΟΣ! Αυτός που διαστρεβλώνει τον ΝΟΜΟ και την τάξη των πραγμάτων, ο επικίνδυνος γιατί είναι ΕΤΣΙ και ΑΛΛΙΩΣ!
Ο ΑΓΕ-ΛΑΟΣ! Αυτός που άγει τον λαό, που τον παρασύρει με την βοήθεια του ΑΝΤΙ-ΝΟΟΥ.
Που τον μετατρέπει σε ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΕΝΗ ΑΓΕΛΗ!
Κανένα όνομα στα Ομηρικά έπη δεν είναι δοσμένο στην τύχη!
Κρύβουν βαθύτατα νοήματα και στο χέρι μας είναι να τα αποκρυπτογραφήσουμε και να διδαχτούμε, ή καλύτερα να συνετιστούμε.
Οι πρόγονοί μας μιλούν, ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΜΑΣ ΛΕΝΕ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ, μας λένε ΠΩΣ ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ, μας λένε πως να τινάξουμε τον ζυγό.
ΑΡΚΕΙ, ΝΑ ΤΟΥΣ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ!
Και ο Αντίνοος, ο στόχος της πρώτης φονικής βολής του Οδυσσέα. Είναι αυτός ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ να πεθάνει πρώτος.
Γι’ αυτό, μακριά από την προπαγάνδα των ΜΜΕ.
Αν υπήρχαν αυτά το 1821,είναι αμφίβολο αν θα γίνονταν η επανάσταση των Ελλήνων, θα κινδύνευαν να μείνουν καθ’ υποταγμένοι στην πλάνη και την θολούρα της καθαρής κρίσης, εξ αιτίας της προπαγάνδας.
Και τον σκοτώνει ρίχνοντας του το βέλος στον ΛΑΙΜΟ, το ΟΡΓΑΝΟ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ δηλαδή της επικοινωνίας που την χρησιμοποιεί ενάντια στην νόηση των ανθρώπων!

Μιλτιάδης

Πηγή Αγαπημένο:  Olympia.gr http://www.olympia.gr/





25 Απριλίου 2012

Είμαι Ελληνας!





Εξαιρετικό βίντεο!

Σε αυτή την ανάρτηση σχόλια απο εμένα δε  χωρούν δίπλα της.
Ο θαυμασμός και η αγάπη μου ναί! αυτά υπάρχουν.

Κατερίνα, ακούω την καρδιά μας!
Αστεροπαίος.





31 Μαρτίου 2012

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ - Ο ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ

ΟΡΦΕΑΣ


Είπα, κανείς μη, μ’ ακλουθήσει, μόνος

Θα πάω, κι αν θα γυρίσω, πάλι μόνος.

Μ’ αν δεν ξανάρθω πίσω, τ’ όνομά μου

Σας δίνω κι Ορφανούς Σας λέω, για ναστε

Στη μοναξιά, που θάρτει, ανταμωμένοι,

Σαν τα παιδιά που εχάσανε πατέρα

Φτωχό, κι ωσά βραδιάσει, σμίγουν όλα

Τριγύρα απ’ τη φωτιά βουβά, κι ο νους τους,

Καρφωμένος ακόμα στην αχνάδα

Του νεκρού τους, κοιτάει και μεγαλώνει

Βαθιά του ό,τι τους άφηκε: εν’ αλέτρι,

Λίγες φούχτες σταριού, δυο ξύλα ακόμα

Για τη γωνιά. Κι ο πόνος, αγάλι-

Αγάλι. Ξάφνου υψώνεται μπροστά τους,

Πιάνει τ’ αλέτρι σα ζευγάς, το στάρι

Σάμπως σποριάς το συντηρνάει, και λέει:

Όλη τη γη μ’ αυτά να οργώσω θέλω

Να σπείρω όλο τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη,

Να φάει με μας φτωχολογιά, ποτέ της

Που δε γνώρισε μάνα ουδέ πατέρα,

Φτάνει η φωτιά να κάψει λίγο ακόμα

Στο σπίτι, κι ο νεκρός μας να μη λήψει

Ποτέ απ’ ανάμεσό μας.

Και τα πλούτη

Του κόσμου, τα όπλα, οι δόξες, τα χρυσά του

Παλάτια, όλα τους φαίνονται παιχνίδι

Μπρος στ’ άλετρι, το στάρι και τη φλόγα,

Του άγιου νεκρού κληρονομιά, που να ίσως

Ψωμί δε φτάνουν σήμερα να δώσουν

Στα ορφανά του, στου πόνου τους τα μάτια

Γιγαντώνονται, κι αύριο, λες, θα θρέψουν

Την πείνα ενός λαού.

Όμοια θα νάναι

Λίγον καιρό κι η ορφάνια Σας, αν φύγω.

Μα η μυστική κληρονομιά, που αφήνω

Σε σας, είν’ άλλη, κι άλλη στράτα ο νους Σας

Θα πάρει σύντομα απ’ αυτή μ’ ακούτε;



Α’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ



Κύριε, Σ’ ακούμε. Εσύ μας τώπες πάντα:

Το μάτι μεγαλώνει στο σκοτάδι,

Κι η ακοή στη σιωπή. Και Συ το ξαίρεις,

Πως άρχισε στα φρένα μας να φέγγει

Ο πατρικός βυθός και πως στ’ αυτί μας

Επρωτομπήκε ο λόγος Σου. Το ξαίρεις,

Κύριε, Σ’ ακούμε κι η τραχειά ψυχή μας,

Που τη φροντίζεις χρόνια, ως ο τοξότης

Του τόξου τη νευρή, σαν τη αλείβει

Βράδι και αυγή με λάδι, για να ρίχνει

Μακρά το βέλος κι ως το χελιδόνι

Ν’ αντιλαλεί από τ’ άγγιγμα, δονείται

Συθέμελα, τα χείλη Σου ως ανοίξεις.

Μα τι είναι τούτο, που μας λες, πως μόνος

Θα πας, κι αν θα γυρίσεις πάλι μόνος,

Και πως μπορεί να μην ξανάρθεις τι είναι;

Ποιός ειν’ εδώ από μας, που τη ζωή του

Χωρίς Εσέ τη θέλει; Δε θαρθούμε

Μαζί Σου, Κύριε, πάλι, ανηφορώντας

Τ’ άγιου βουνού τα πλάγια όλη τη νύχτα,

Καθώς τότε, που Εσύ μας πρωτοπήρες

Κι αλαφρός ανηφόριζες προς τα ύψη,

Ενώ εμείς την καρδιά μας μεσ’ στα στήθη

Σα βακχεμένο τύμπανο να δένει

Τη νιώθαμε κρυφά τη γη με τάστρα;

Γύρα Σου πια δε θάμαστε ολοένα,

Καθώς στις μύριες μάχες, που η πνοή Σου,

Σηκώνοντας ενάντια στους τυράννους,

Με το ρυθμό τις εξετύλιγε όλες

Σ’ άγιους πυρρίχιους, ενώ Συ μονάχος,

Δίχως άρματα, μόνο με το βλέμμα

Ή με το χέρι έδειχνες που είν’ το δίκιο

Και που είν’ η νίκη, Κύριε; Και πως έτσι

Να μας αφήσεις συλλογιέσαι τώρα;



ΟΡΦΕΑΣ



Ποιός μίλησ’ έτσι; Κι είναι δικά σου

Τα λόγια, απ’ την καρδιά, που σώχω πλάσει;

Έλα, Σιωπή, που φανερώνεις όλη

Τη δύναμη του νου και ξεσκεπάζεις

Τα πιο κρυφά μυστήρια στην καρδιά μας!

Δώρο του Ελέους, που βρίσκεται σε κάθε

Τραχιό και πλέριο αγώνα, που μαρτύρους

Δε λαχταρεί, κατέβα και σε τούτον!

Και Συ, αγριοπερίστερο του θάρρους

Του μυστικού, φανερωμένο μόνο

Στην τέλεια πράξη, χτύπα το φτερό Σου

Στο μέτωπο του μια στιγμή, όπως τόσες

Φορές του τώχεις άξαφνα δροσίσει!

Έτσι λοιπόν, γιατί Σας είπα μόνο,

Πως ορφανοί θα μείνετε, η καρδιά Σας

Ταράχτηκε και ξέχασε ό,τι χρόνια

Τη νουθετώ; «Του χωρισμού όποιος σκίσει

Τα σκοτεινά πελάγη, έχοντας πάντα

Στο νου, αβασίλευτο άστρο, την Αγάπη,

Δε θα να σμίξει μόνο αυτός μ’ εκείνους

Οπώχει χάσει, μα, ιερό γιοφύρι,

Κι άλλους θα σμίξει ανάμεσό τους, τόπους

Με τόπους, λαούς με λαούς, οχτρούς με φίλους,

Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες

Με τους αιώνες». Και συ, μόλις που είπες,

Πως μεσ’ στα φρένα σου φώτα ολοένα

Ο πατρικός βυθός, δειλιάζεις τώρα

Στο χωρισμό;



Α’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ



Κύριε, το ξαίρω, σφάλλω.

Τι το πιστό σκυλί καλά γνωρίζει

Ν’ αγρυπνήσει του κυρίου του τον τάφο.

Κι όλα αν τα χάσω, ετούτο δεν το χάνω.

Μα πως να χάσω, Κύριε, τη φωνή Σου,

Που, ως την ακούω, λέω, πως τότε μόνο

Το παραπέτασμα του ναού τραβιέται,

Στ’ άδυτα νάμπω των αδύτων; Πες μου,

Όλα αν τα χάσω, αυτό πως να το χάσω;



ΟΡΦΕΑΣ



Αληθινά συρμένη είναι μπροστά σου

Βαρειά κατάχνια, μήτε που η φωνή μου

Μπορεί με μιας να τη διαλύσει. Ελάτε

Σιμότερα, όχι τη φωνή μου μόνο

Ν’ ακούστε, μα το χτύπο της καρδιάς μου!

Ελάτε ακόμα πιο σιμά.

Κοιτάχτε

Στα βάθη Σας και πέστε μου: Θυμάστε,

Πως Σας εδιάλεξα μαζί, κι ένα-ένα;

Μύριοι μ’ ακλούθααν το γιατί, δεν ξαίραν

Κι οι ίδιοι, ουδέ το ξαίρουν. Αλλ’ ως, όταν

Αρχίσει ξάφνου ο ήλιος ν’ αναλιώνει

Τα χιόνια στα βουνά και στα ποτάμια

Τους πάγους, τα νερά λευτερωμένα

Κατρακυλάνε καταρράχτες, όμοια,

Μόλις ακούστη η λύρα κι η φωνή μου

Μεσ’ στους λαούς, ωρμήσαν πίσωθέ μου

Πλήθη πολλα ως ποτάμια κι ως ετούτα,

Στη θάλασσα αν ορμήσουν, δε μπορούνε

Να ξαναστρέψουν πίσω ή να σταθούνε,

Όμοια κι αυτά ακλουθούσαν.

Μα ήταν κάποιοι

Στα πλήθη μέσα, που κανείς δε μπόρει

Γιατί ερχόνταν να πει. Τι μεσ’ στο ρέμα

Των άλλων εφαντάζαν, σαν οι βράχοι,

Που τ’ αντισκόβουν κι ήταν μόνοι απ’ όλους,

Σιωπηλοί, σκοτεινοί, συλλογισμένοι,

Σα να ρωτιώνταν: Τι γυρεύει ετούτος

Να κάμει; Είν’ άνθρωπος ή θεός; Δαίμονας είναι;

Κι απ’ όλους εφαινόντανε σα νάταν

Στη συμπονιά πρωτόμαθοι, στη γνώμη

Την καλή σαν κρυφά ν’ αντιστεκόνταν

Με τράχηλα σταλόν, ενώ στο Νόμο,

Που προβοδούσε η Λύρα κι ο Χορός μου,

Μύριες θερίζονταν ζωές. Και τούτοι,

Σα να μεθούσαν από το αίμα μόνο,

Που πλημμύραε παντού, πως πλημμυρίζει

Την άνοιξη τη γην η παπαρούνα,

Στη μάχη πρώτοι εχύνονταν, να νοιώσουν

Τη μυρουδιά του, πλούσια που σκορπιώταν

Τριγύρα τους, κι αλόγιαστα να πάρουν

Απ’ τον αγώνα μια πληγή σα δώρο,

Να ξαλαφρώνει το δικό τους.

Τάχα

Για ποιούς μιλώ;



Β’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ



Κύριε, για μας. Κι αν είναι

Η θελησή Σου, άφησ’ εμένα τώρα

Να ξακολουθήσω.



ΟΡΦΕΑΣ



Λέγε, είν’ η ψυχή σου

Ψυχή μου.



Rose:

Β’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ



Και μια μέρα, που ο αγώνας

Ο αιματερός σα να ξεχάστη, κι όλα,

Γη κι ουρανός και πέλαγα και γύρω

Τα βουνά σαν τ’ αγριόκρινα γαλάζια,

Ανασαίναν στον όρθρο αναπαμένα-

Και Συ είχες τραβηχτεί στη μυστική Σου

Σπηλιά, τους καθαρμούς για να οργιάσεις

Των θεών και της ψυχής Σου-ανταμωμένοι

Κρυφά, βαδίσαμε μαζί, ως βαδίζουν

Στα νύχια αλαφροκυνηγοί στο δάσο

Το σύθαμπο, μονάχο να Σε βρούμε

Και δολερά, με μιας, σαν οι Τιτάνες,

Που, με πηλό τα πρόσωπα αλειμμένοι,

Να σπαράξουνε ωρμήσαν το Ζαγρέα,

Για να λυθούν τα μάγια του, που δέναν

Και τα θεριά στο θώρι του, παρόμοια

Να Σε σπαράξουμε και μεις, να πέσουν

Τα δεσμά της γητειάς Σου και να μείνει

Στα χέρια μας η δύναμη, που ακέρια

Με το Χορό, τη Λύρα και το Λόγο

Απ’ τους λαούς μας έκλεβες.

Και ξάφνου,

Εκεί που ψάχναμε μ’ αυτί ασκημένο,

Αφουκραστήκαμε αναπνιάν ανθρώπου,

Που του ανεβοκατέβαζε τα στέρνα

Ύπνος πρωινός. Κι αργά σιμώσαμε όλοι.

Και να, εκοιμώσουν ήσυχα, ως κοιμάται

Μπρος στη σπηλιά του ένα ξανθό λιοντάρι.

Κι ίδια ως αυτό ξαρμάτωτος κοιτόσουν

Με μοναχά τη χαίτη Σου, και μόνο

Τον πλούτο του άγιου ανασασμού. Και μήτε

Δόρυ στο πλάι Σου μηδ’ η Λύρα μόνο,

Στο χέρι Σου είδαμε κατάπληχτοι όλοι,

Πιθωμένο στο στήθος Σου, να σφίγγεις

Ένα εκατόφυλλο μεγάλο ρόδο,

Που, ως ανάπνεες, ανάπνεε, λες, μαζί Σου.

Κύριε, λιγάκι να σταθώ. Τι κοίτα,

Το ήπιο δάκρυ ανάβρυσε στα μάτια

Των αδερφών μου η μνήμη τους ζεστάθη

Και του πρώτου τα χείλη σιγοτρέμουν

Να πάρουνε το λόγο απ’ τα δικά μου.

Σωστό είναι, Κύριε, να μιλήσει πάλι.



ΟΡΦΕΑΣ



Μια είν’ η ψυχή και μια η καρδιά, ας μιλήσει.



Α’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ



Κύριε, είν’ αλήθεια, πως μου τρέμει τώρα

Το χείλη κι η καρδιά μου μέσα τρέμει

Γιατί, το ξαίρεις κι όμως θα μιλήσω

Έτσι λοιπόν, σκυμμένοι βλέπαμε όλοι

Τον ύπνο Σου, κι αυτό το μέγα Ρόδο,

Όπου ανεβοκατέβαινε στην πνοή Σου

Και κάποιος από μας, χωρίς καθόλου

Να φυλαχτεί μήπως ξυπνήσεις, είπε:

«Ανάξιο γι’ άντρες είναι να ριχτούμε

Σ’ ένα παιδί ως ετούτο, μεσ’ στον ύπνο

Ας πιάσουμε καλύτερα τ’ αλάφι

Ζωντανό». Και γυρνώντας προς εμένα,

«Κέντα τον», μούπε, «λίγο με το δόρυ

Για να ξυπνήσει, γιατί αλήθεια μοιάζει

Ο ύπνος του αδέρφι νάναι του θανάτου

Κέντα τον λίγο». Κι έτσι, όπως επήρα

Τυφλά τη διαταγή, μεσ’ στο πλευρό Σου

Το δόρυ μου έσπρωξα αλαφρά, κι αμέσως

Λίγο πορφύρισε ο χιτώνας. Τότε

Τα μάτια ανύποπτα άνοιξες μεγάλα,

Κι μ’ αλαφρό αναστέναγμα σηκώθης

Στην κοίτη καθιστός, κι όπως μας είδες

«Τι», είπες, «είναι παιδιά; Πόσο κοιμώμουν

Βαθιά μεσ’ του Διονύσου την αγκάλη!

Και τι ήταν ξάφνου ετούτος στο πλευρό μου

Ο γλυκός πόνος, που με πήγε ακόμα

Σιμότερα, θαρρώ, προς την ψυχή μου,

Για να ξυπνήσω βλέποντάς τη; Τι είναι;»

Έτσ’ είπες κι ως κατάλαβες το γαίμα,

Που λιγοστόν εγλίστραε στο πλευρό Σου,

«Παιδιά, γιατί», μας ρώτησες, «ετούτο»;

Κι όπως κράταες το ρόδο, στο πλευρό Σου

Το πίθωσες σφιχτά και με το νέμα

Τριγύρα Σου μας κάλεσες «ελάτε»,

Σα νάλεες, «μη δειλιάζετε, καθήστε».

Κι εμείς στο νέμα αυτό καθήσαμε όλοι

Τριγύρα Σου κι ουδ’ ένας μας το στόμα

Για να μιλήσει εσάλεψε μα πλέρια

Σιγή ακολούθησε πολλιώρα, ωσότου

Απ’ του Παγγαίου την κορυφήν αιφνίδια

Εφάνη ο Ήλιος και, το ματωμένο

Ρόδο ανασκώνοντας μπροστά του, άρχισες έτσι:

«Δικό Σου το αίμα είν’, Ήλιε, και δικό Σου

Είναι το Ρόδο και δικός Σου είμαι όλος

Και δικοί Σου είναι τούτοι, τη ζωή μου

Που αν ήρταν για να πάρουνε, τους σμίγει

Τις καρδιές τους σε μια η ανατολή Σου

Με τη δική μου από την ώρα τούτη.

Ο τέλειος πια χρησμός είναι μπροστά Σου,

Απόλλων!

Των θεών η Μάνα, η Νύχτα

Με το χέρι μου στο στέλνει,

Κορφή του ανασασμού, το τέλειο Ρόδο.

Για να το υψώσω ομπρός στα βλέφαρά Σου,

Αγνάντια απ’ τη χρυσήν ειδή Σου, κάτου

Απ’ τα δροσανοιγμένα Σου ρουθούνια,

Πόσο επόνεσα μ’ όλους μου τους πόνους!

Η λεύκα ή ο κυπάρισσος, κλεισμένα

Σε φαράγγι, ζητώντας να Σε ιδούνε,

Δεν πήγαν σε τόσο ύψος,

Όσο εγώ για τούτο,

Που, ωσά δροσοκομμένος βόστυχός Σου,

Μοιάζει χυμένο στο ίδιο Σου χρυσάφι.

Μόνο, τ’ άγιο Μυστήριο δος μου τώρα

Να φανερώσω και σε τούτους, όπως

Μου το φανέρωσες βαθιά και μένα

Στον ύπνο και στον ξύπνο μου, στη μάχη

Και στην ειρήνη, στη φιλιά ή στην έχτρα,

Στη ζωή και στο θάνατο, αυτό δός μου».



Rose:

Έτσι ύμνησες, και μεις ολόγυρά Σου,

Στα δόρατα ακουμπώντας και στον Ήλιο

Μπροστά σκυμμένοι, ακούαμε, κι η καρδιά μας

Στον ύμνο εχόρευε όλη ακούγοντάς Σε

Και πια δεν εθυμούμαστε το λόγο,

Που για να Σ’ εύρουμε ήρταμε, αλλά, μ’ όλη

Την ακοήν ορθάνοιχτη, η ψυχή μας

Το μυστήριο του Ρόδου καρτερούσε

Να της ξηγήσεις, κι είχαμε έναν κύκλο

Γύρα Σου κάμει ασάλευτο, ως την ώρα,

Που κοιτώντας μας άνοιξες το στόμα.



ΟΡΦΕΑΣ



Και τώρα πάλι εγώ θα να τ’ ανοίξω,

Τι άλλος κανείς, το ξαίρετε, δεν πρέπει

Του Μυστηρίου τα λόγια να τ’ αγγίξει

Στα χείλη του, όσο ζω. Εγώ και πάλι

Στερνή φορά βαθιά Σας θα ξυπνήσω,

Πριν χωριστώ από Σας, την τέλεια Μνήμη.

Ήλιε, από Σένα εγύρεψα βοήθεια –

Έτσι ξανάρχισα -, όμως πίσωθέ Σου,

Κι αν τήνε σκέπει ακέρια για τους άλλους

Το φως Σου, εγώ τη Μάνα Σου τη βλέπω

Να Σ’ αγκαλιάζει Εσέ, την άγια Νύχτα

Και πως ποτέ μπορεί κανείς να ξαίρει

Το γιο, αν τη μάνα πρώτα δε γνωρίσει;

Τι κι εγώ γιός της είμαι, κι από βρέφος

Ορφανός κι εγώ πιάστηκα στη ρω΄γα

Της συμπονιάς της, κάτου από το μαύρο

Τον πέπλο της που μ’ έκλειε, κι ως κρατούσα

Το άγιο βυζί, σκιρτούσα ως το κατσίκι

Στο θείο σκοτάδι κι εγώ γιός της είμαι.

Ήλιε, από σένα εγύρεψα βοήθεια,

Τι είσαι αδερφός μου κι είμαι εγώ δικός Σου,

Τι πρώτα Συ γεννήθης από μένα,

Μα ανθρωπομίμητοι είναι, όσο και νάναι,

Μεγάλοι οι δρόμοι Σου, τρανέ αδερφέ μου

Μα πως ποτέ μπορεί κανείς να ξαίρει

Το γιο, αν τη Μάνα πρώτα δε γνωρίσει;

Ω Μάνα Νύχτα, ω μυστική, ω μεγάλη,

Κι αν τώρα είσαι κρυμμένη από τη λάμψη

Του γιούΣου, σα μια χήρα που τη φτάνει

Ν’ ακούει τους άθλους του παιδιού της, κι είναι

Μακρά απ’ αυτό στα πένθη της ντυμένη,

Μα ευφρόσυνο είν’ το πένθος της, γιατί όλη

Κρυφά αγρυπνάει στους άθλους του, ω Μητέρα

Νύχτα, που μέσα κι απ’ το φως Σε βλέπω

Πιο καθαρά, ω θεμέλιο του Προφήτη,

Που δεν ποιμαίνει διόλου με τα μάτια

Τους στοχασμούς του, αλλά με την καρδιά του,

Σάμπως λάγιο σγουρόμαλλο κοπάδι,

Που τις πηγές του βρίσκει στα σκοτάδια

Και πίνει αχόρταγα απ’ το ρέμα, ω Μάνα,

Δος μου και Συ τη δύναμη να μπάσω

Σε τούτων τις ψυχές, που δε Σε ξαίρουν,

Το Μυστήριο του Ρόδου, φέρνοντάς τους

Σκαλί-σκαλί απ΄τη βάση του ως την άγια

Κορφή, που πια και Συ δε φαίνεσαι ίδια,

Σκοτεινή, θλιβερή, μαυροντυμένη,

Παρά χλωμή, βουβή και λευκοφόρα,

Τι απ’ του βυθού του πατρικού τα μαύρα

Κι αξεδιάλυτα πλούτη βλέπεις πάντα

Εκεί πάνω, χορεύοντας αγάλι-

Αγάλι πάνω απ’ της μουγγής αβύσσου

Τα πλάτη, σάμπως γλάρος να προβαίνει

Ο Αρματωμένος Έρωτας, και πάντα

Τον καρτερείς. Και φτάνει του φτερού του

Το διάβα απάνωθέ Σου, για ν’ ανθίσουν

Καινούργιοι κόσμοι μέσα Σου, καινούργια!

Μα εμείς, εδώ ‘μαστε στη γη κι, ω Μάνα,

Πολλά ‘ναι τα σκαλιά ως που ν’ ανεβούμε

Στην άγια κορυφή, που όλα τα σμίγει

Σε μια πνοή. Κι αρχίζει από τον Άδη

Το πρώτο το σκαλί και το πιο πάνω

Η άγια το χτίζει Δήμητρα. Γιατί όπως

Όλοι στον Άδη εμπρός οι άνθρωποι είν’ όμοιοι,

Όμοια είν’ ίδιοι κι αγνάντια από το Στάχι

Το Μυστικό, που η Ελευσίνα υψώνει,

Και σ’ όλους πλάι η Περσεφόνη, το ίδιο

Ξάγρυπνη για όλους, την ψυχή χωρίζει,

Σαν το μωρό απ’ τη μήτρα, απ’ το κορμί τους.

Μα ποιός αυτός, που δίπλα από την Κόρη,

Πριν κι απ’ το θάνατο κι ολοένα απάνω

Κι από το θάνατο, βοηθάει το σώμα

Και την ψυχή βοηθάει, ανταμωμένα,

Μέσα απ’ τον πόνο, πέρα από τον πόνο,

Ν’ ανεβαίνουν χορεύοντας τα πλάγια

Του βουνού, τα πολλά που γίνονται Ένα;

Ποιός απ’ τα βάθη του Άδη με την πνοή του

Χορεύει τις ψυχές, σα μύρια φύλλα

Γύρα από δρυ ξερό, να σαρκωθούνε

Σε νέες γενιές, και ποιός σε τούτες μπάζει

Την άγια ορμή τ’ ανήφορου; Ποιός άλλος,

Πλούτωνα-Διόνυσε, από Σε, απ’ τα βάθη

Τα σκοτεινά της γης σαν ανεβάζεις,

Θεία μαρτυρία της δύναμής Σου, το Άγιο

Το Κλήμα, που, ως βυζαίνει τα σκοτάδια

Της γης και πίνει απ’ τα ουράνια δρόσο,

Συνταιριάζει στις φλέβες του το σκότος

Με το φως σ’ αίμα πύρινο, δοσμένο

Την άγια Μέθη να κερνά απ’ το χέρι

Των θείων Μουσών, που η καθεμιά της στέκει

Κάθε σκαλί, για ν’ ανεβεί μαζί Σου

Στην κορυφή, κι αλλάζει τ’ όνομά της

Καθώς αλλάζει το δικό Σου; Κι έτσι,

Από μέθη σε μέθη, ο λογισμός μας

Κι οι αιστήσεις και το θάρρος μας κι η πνοή μας,

Κι από τον ένα Διόνυσο στον άλλο,

Ξάφνου ανεβαίνουμε, ως που πια δε φτάνει

Τ’ άγιο Κρασί, τι ανοίγεται στο νου μας

Η ανάπνια, που όλα πια τα σμίγει σ’ Ένα,

Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη

Κι αγάπη, λαούς με λαούς, τόπους με τόπους,

Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες

Με τους αιώνες. Κι είναι τούτη η ώρα

Του Ρόδου του εκατόφυλλου βαθιά μας,

Που, αίμα και πνέμα και ψυχή και σάρκα

Και λυτρωμός απέραντος, μας μπάζει

Στον κύκλο, όπου κι η πίστη περισσεύει,

Γιατί είναι πίστη η ίδια ζωή στη μέση

Της καρδιάς μας για πάντα αναστημένη!

Έτσι είπα και βοηθούσεν ο παλμός μου

Και της ψυχής το σκίρτημα το λόγο.



Rose:

Και Σεις, ως Σας εκοίταξα, είχατε όλοι

Την όψη και τον τρόπο Σας αλλάξει

Καθώς και τώρα. Κι ένας είχε γύρει,

Πως γέρνει ο δισκοβόλοςτο κορμί του

Σα φεύγει ο δίσκος, όλος ν’ ακλουθήσει

Νους και κορμί το νόημα κι άλλος είχε

Στη γη απλωθεί, ως να βύθιζε τα μάτια,

Τις ρίζες νάβρει του Άδη κι είχε ο τρίτος

Στην όψη του μια φλόγα, ως να συγκράτει

Μ’ αγώνα την ορμή, να ξεκινήσει

Προς την κορφή κι ο τέταρτος κρατούσε

Κλειστά τα μάτια, ως νάρχιζε από τώρα

Ν’ ανασαίνει το Ρόδο, κι η ψυχή του

Σιγά-σιγά από μέσα του λυνόταν.

Κι όλων μαζί μια ζέστη Σας περνούσε

Τις φλέβες μυστικιά, που σταματούσε

Την αναπνιά Σας στα ρουθούνια, κάποιοι

Που τ’ άνοιγαν πλατιά κι είχαν κλεισμένα

Τα χείλη τους σφιχτά. Και ξάφνου εκείνος,

Που ως δισκοβόλος έγερνε να πάρει

Το νόημα, το κεφάλι του τανυώντας

Προς τα πίσω, ως να τίναζε ένα βάρος

Τρανό, μου φώναξε έτσι: «Ορφέα, δόσε

Το Ρόδο και σ’ εμάς και δόστο σ’ όλους,

Τι είν’ η ζωή πικρή απ’ την ώρα τούτη

Που ο ανασασμός του εδιάβη από μπροστά μας

Και δεν απλώθη στην γην όλη. Δόστο

Το Ρόδο στους λαούς, Ορφέα. Τι άγιος

Είναι ο αγώνας του Κρασιού, που, ως λιγοστεύουν

Τα θάρρη της ψυχής, τη σπρώχνει πάλι

Στους ζωντανούς ανήφορους. Μα τώρα

Δος τον αγώνα για το Ρόδο, Ορφέα,

Στους λαούς, για να κινήσουνε όλοι αντάμα

Προς την κορφή, που όλα τα σμίγει σ’ Ένα,

Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη

Μ’ αγάπη, τόπους μ’ άλλους τόπους, τάστρα

Με τάστρα, ζωή με θάνατο, τους αιώνες

Με τους αιώνες. Δος στους λαούς το Ρόδο,

Ορφέα!»



Έτσ’ είπε αυτός και μένανε η καρδιά μου

Μώτρεμε πια, και μώτρεμε το χέρι,

Τέτια φωνή ανεπάντεχη ν’ ακούσω

Κι έτσι χλωμός το ματωμένο Ρόδο

Το σήκωσα στο χέρι μου, ρωτώντας:



«Και που, παιδιά, το Ρόδο θέτε πρώτα

Να το φυτέψουμε στη γη, που θέτε;»



Κι άργιε η απόκριση νάρθει μα αιφνίδια

Αυτός πούχε τα βλέφαρα κλεισμένα,

Ανοίγοντας τα, με φωνή που ερχόταν

Απ’ άλλον κόσμο, κι όμως κύλησε όμοια

Με μια βροντή, αποκρίθη: «Στην Ελλάδα!».



Και τα γκρεμά, οι πλαγιές, τα κορφοβούνια,

Σα στήθη που ανασαίνοντας πλαταίνουν,

Θαρρέψαμε, αντηχήσαν: «Στην Ελλάδα!».



Και τότε πια μας τύλιξε ο Παιάνας,

Μας γέμισε ο Παιάνας, μας επήρε

Στα διάπλατα του τα φτερά ο Παιάνας.



«Το Ρόδο, όλοι το Ρόδο στην Ελλάδα!»,



Φωνάξαμε κι ωρμήσαμε κι ώ, πόσοι

Μας έχουν σμίξει από τότε αγώνες!

Τι να τους λέω;



Β’ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ



Και αν δεν τους πεις, πιο λίγο

Θα λάμπουνε για τούτο μεσ’ στους αιώνες

Και στην καρδιά μας, Κύριε; Έτσι αλήθεια

Φωνάξαμε, κι ωρμήσαμε και πίσω

Απ’ την ορμή μας ακλουθούσαν πλήθη,

Που εσπάζανε με μιας τις αλυσίδες,

Που οι τύραννοι παντού τους είχαν βάλει,

Στην ψυχή και στα πόδια και στα χέρια,

Και τώρα με της Λύρας Σου το Νόμο

Χορευτικά αρχινούσαν να σαλεύουν

Με το Ρυθμό. Και Σούφερναν μπροστά Σου

Με τα χέρια δετά τους βασιλιάδες

Και Συ τα χέρια λύνοντας τους, μ’ ένα

Χαμόγελο τους έλεγες : «Σηκώστε

Στον ουρανό τα μάτια και κοιτάχτε

Κάθ’ αστέρι φωτάει κι απώναν κόσμο

Να, κόσμοι για κατάχτηση». Κι εκείνοι

Μικροί στη Νύχτα εμπρός και στο δικό Σου

Το Λόγο, ζαλισμένοι από την άπλα

Της λευτεριάς Σου, έσκυβαν το κεφάλι.

Κι έλεες στα πλήθη γύρω: «Φυλαχτήτε

Από του πλούσιου το τραπέζι τι άλλο

Πλατύ τραπέζι από της Γης δεν είναι.

Και μη χωρίστε από τη Γη, θαρρώντας

Ψηλότερα από τούτη να καθήστε

Σε θρόνο δόξας ψεύτικης, το θρόνο

Της Γης σαν έχετε όλο αλλ’ ό,τι βγαίνει

Από τη Γη, στυλώστε το, είτ’ αμπέλι

Είτε δεντρί κι αν γέρνει, δοσετέ του

Και το ίδιο Σας ραβδί να το στεριώσει,

Το ίδιο Σας δόρυ. Έτσι που μια μέρα

Ο Όρθιος Σκοπός να λάμψει απ’ άκρη σ’ άκρη

Της γης, και, απέραντου βασίλειου σκήπτρο,

Το Ρόδο νάχει κάθε λαός στο χέρι!»

Έτσι έλεες και τα πλήθη Σε κοιτάζαν,

Καθώς κοιτάζει αμάλαγη παρθένα

Τον τέλειον άντρα, που άξαφνα μπροστά της

Εστάθη σαν κολώνα κι η καρδιά της

Τη σπρώχνει στο πλευρό του ν’ ακουμπήσει,

Γιατί δεν έχει ξεδιαλύνει ακόμα

Βαθιά της, τι της είναι, αν αδερφός της,

Αν μάνα, ή αν πατέρας, ή αν κρυμμένος

Κάποιος θεός. Παρόμοια και τα πλήθη

Για Σε.



Αλλ’ ως ο Λόγος Σου ξαπλώθη

Στην Ελλάδα κι εσπάσαν οι αλυσίδες,

Που εδώ κι εκεί την είχαν περιδέσει,

Κι ανάσαινε όλη, ως ανασαίνουν κάθε

Πρωί τα γαλάζια βουνοπέλαγά της,

Απ’ το Παγγαίο όσοι είχαμε κινήσει,

Τώρα γοργά τα πλάγια ανηφορώντας

Του Παρνασσού, μια αυγήν εμπήκαμε όλοι

Στον άγιο τόπο, πούχε η Γη Μαντείο

Πανάρχαιο, στους Δελφούς, του κόσμου αφάλι.

Και τότ’ εκεί, τα σκορπισμένα μέλη

Καλώντας της Ελλάδας πρώτα, ως νάρθουν

Σιγά-σιγά τα μέλη όλου του κόσμου

Το παγκόσμο στη γη να δέσουν Ρόδο,

Στο αγνό του το παράδειγμα Δωρίδα,

Ιωνία, Φωκίδα, Βοιωτία, Λοκρίδα,

Την Αρκαδία, την Αργολίδα, όλες

Τις χώριες της φυλές, φωνάζοντάς τις

Μαζί, καθώς ο Απόλλωνας τις Μούσες,

Την ώρα τούτη, κι, ως πληγή, που μόλις

Ανοίχτη κι έμοιαζε πως είναι η βρύση

Της ίδιας μου καρδιάς, τώρα που αρχίζει,

Καθώς μιλάς, να κρυώνει, μου γεμίζει

Πόνο κρυφό τα φρένα μου κι ως μέσα

Στα βάθη της ψυχής!

Μα τι με τούτο;

Απ’ την Αδράστεια θρέφεται ο Προφήτης,

Με την Ανάγκη ζει και την καθάρια

Γεννά Ειμαρμένη. Κι όμως είν’ ο πόνος

Σκληρός, αν άσκοπα τη γη ποτίζει

Το αίμα και το σφάγιο το μεγάλο

Σπαρνά, χωρίς κανένας να του πάρει

Την ύστερη ματιά.

Το ξαίρεις τάχα,

Ποιά μου άνοιξες πληγή; Και γιατί φεύγω,

Παιδιά; Δε με ρωτήσατε; Κι ως τώρα,

Το θάρρος μόνο να μη χάσετε, είπα,

Στο χωρισμό. Μα τώρα ελάτε, ελάτε

Κι ακόμα πιο σιμά, από την πληγή μου

Να πιείτε ν’ αλαφρώσει. Γιατί φεύγω

Να Σας το πω, κι αν φεύγω, γιατί μόνος,

Κι αν δεν ξανάρθω πίσω, τ’ όνομά μου

Γιατί Σας δίνω κι Ορφανούς Σας λέω,

Στη μοναξιά Σας νάστε ανταμωμένοι

Κι Ένα με με για πάντα.

Όχι, δεν είναι



Rose:

Η τάξη η σαρκική, δεν είν’ η δόξα

Όπου μετριέται, που μπορούν να δώσουν

Το πλήρωμα του πόθου, που ο Προφήτης

Το βλέπει μόνος μεσ’ απ’ τους αιώνες

Στα σκοτεινά να λάμπει, τι η ψυχή του,

Ριζωμένη στη θλίψη ωσά σε βράχο,

Βυζαίνει όλη τη νύχτα από τη ρώγα

Των άστρων και τη μέρα από τον ήλιο,

Και προχωρεί ως εκεί, που πια κι η μέρα

Κι η νύχτα φέγγουν γύρα του σα γάλα

Δεν είν’ η τάξη η σαρκική κι ο χρόνος

Οπού μετριέται, που θα δώσουν τούτο

Το πλήρωμα, είν’ ο Έρωτας, που λέει

Και δε σιγάει στιγμή μεσ’ στην καρδιά μας:

«Όλο ν’ αθλείς και να μην πείς ποτέ σου

Πως νίκησες τι όσο τρανά και νάναι

Ο άθλος και η νίκη, αληθινά είναι πάντα

Μικρά μπροστά στον Έρωτα».

Και τούτο

Τον Νόμο, κρύφιο στύλο του Όρθιου Λόγου,

Σαν την αυγήν εκείνη μπήκαμε όλοι

Στον άγιο τόπο, πούχε η Γη Μαντείο

Πανάρχαιο, στους Δελφούς, του κόσμου αφάλι,

Τον παραδίνω ακέριο, με το Μέτρο

Και το Ρυθμό, σκαλί-σκαλί απ’ την κούνια

Του μόχτου, εξηγημένο ένα προς ένα,

Στους ιερείς, και αδρά τους θωρακίζω

Με δύναμη διπλή, ζωή και γνώση,

Τη διπλή κορυφή για ν’ ανεβούνε

Των δυο τρανών Θεών και τη Συνθήκη

Τη μυστική τους να τη φέρουν πλέρια

Χαραγμένη σε πλάκες στα έρμα πλήθη,

Που καρτερούν ακόμα τ’ άγιο Μέτρο

Να τα στυλώσει όλα μαζί. Κι ακόμα,

Το Ρόδο το εκατόφυλλο τους δίνω,

Το σύμμετρο εκατόφυλλο, όπου όλα

Τα φύλλα του ένα, και καθένα είν’ όλα,

Της μύησης το στεφάνωμα. Και κείνοι,

Με τη ζωή μεθούν τους λαούς κι ολοένα

Στρέφουν τη γνώση ενάντια τους, κι αφήνουν

Της αγίας συμμετρίας τ’ Ολύμπιο δώρο,

Το μυστικό εκατόφυλλο, να ρέψει

Πότε σ’ αυτό και πότε πάνω στ’ άλλο

Σκαλί της Μέθης κι ο καθένας στέκει

Σε κείνο το σκαλί και λέει: «Είν’ όλος

Ο Διόνυσος δικός μου» και θαρρώντας,

Στην κορυφή πως έφτασε, με λόγο,

Με πράξη ή τρόπο κλείνει και στους άλλους

Τους δρόμους τ’ άγιου ανήφορου, όπου λάμπει

Η αγνή ψυχή του απάνω κόσμου ακέρια,

Που η Λευτεριά είναι Γνώση, η Γνώση Αγάπη,

Και πια, απ’ τη Γνώση τούτη, δεν είν’ άλλη.

Και να, αδερφοί μου! Αύριο ξημερώνει

Η αυγή, που στου Παγγαίου το κορφοβούνι

Τ’ Όργιο τ’ αγνό να λειτουργήσω μέλλω,

Στο βωμό πώχω στήσει απάνω-απάνω

Του Απόλλωνα, κομίζοντας το Ρόδο,

Που ζωής και γνώρας είδωλο, στους κάμπους

Με τόσην αναστήσαμε άγρυπνη έννια!

Το Ρόδο θέλω να του πάω, και ξαίρω,

Πως στου βουνού τα πλάγια καρτερούνε

Οι Μαινάδες, που μόλις εγευτήκαν

Του Βασσαρέα Διόνυσου τη χάρη

Και του Σαβάζιου του ρυθμούς, κι «ειν’ όλος»,

Φωνάζουνε, «ο Διόνυσος δικός μας,

Και το δικό μας το Ρόδο» και προσμένουν

Να μου το πάρουν απ’ τα χέρια, κι όλα

Σκορπίζοντας τα φύλλα του, κι εμένα

Σφάγιο τ’ Οργίου τους να με σύρουν. Κι όμως

Το Ρόδο πρέπει αυγή στο κορφοβούνι

Να φέρω του Παγγαίου, και να το φέρω

Δίχως οργή, αλαφρός, γαλήνιος, μόνος,’

Γεμάτος απ’ το θάμα του, γεμάτος

Από την πλέρια του ευωδιά, γεμάτος

Από την άγια συμμετρία του, όλος

Γεμάτος απ’ τη γνώρα του και μόνο.

Και τι να πω αύριο στον Ήλιο; «Σήκω,

Σαΐτεψε το φίδι, πώχει αφήκει

Η παλιά φιδομάνα και που τώρα

Πάλι τη γην ολόγυρα γυρεύει

Στις δίπλες του σφιχτά για να τυλίξει»;

«Ξύπνα», να πω, «Τιτάνα Εσύ, και πάλι,

Κυκλόφερε τα θεία πατήματά Σου,

Τα θεία Σου τα σκιρτήματα τριγύρω

Στο φοβερό ερπετό που ξαναζώνει

Τη γη κι ο οσκρός του αρχίνισε να τρέχει

Στις θείες πηγές Σου, φαρμακώνοντάς τις»;

Τέτια να πω τη μέρα, που να πάω

Μπροστά του πρέπει ανόργιστος, γαλήνιος,

Γεμάτος απ’ τη γνώρα του, γεμάτος

Από την άγια λάμψη του, γεμάτος

Από το φως το μάγο του, γεμάτος

Ακέριος απ’ το θάμα του και μόνο;

Τι αλλοίμονο, αν δεν πάω εγώ το Ρόδο

Στου μυστικού του γυρισμού τη μέρα,

Που, διασκελώντας τα υπερβόρεια πλάτη,

Παντέχει μόνο αγνάντια του ένα χέρι

Να του γνέψει: «Είμαι εδώ και Σε προσμένω»!

Και πως, το Ρόδο αν αύριο δεν του πάω,

Κατόπιν από με κανείς θ’ ανέβει,

Άντρας ή λαός, το χάος για να μαγέψει

Με την κρυφή του λάτρα κι από πάνω

Να γυρίσει γαλήνιος και μεγάλος

Στα σκοτεινά τα βάραθρα;

Ω καλοί μου,

Όλο ν’ αθλεί και να μη λέει ποτέ του

Κανένας πως νικά γιατί, όση νάναι

Η νίκη και η θυσία, θα νάναι πάντα

Μικρά μπροστά στον Έρωτα.

Ώ καλοί μου,

Σε λίγο Σας αφήνω, και τι τάχα

Για παρηγόρια να Σας πω; Είστε οι λίγοι

Σπόροι μιας άμετρης σποράς, νανθίσει

Που θα ν’ αργήσει αιώνες; Μα είστε οι σπόροι

Ενός ακέριου λυτρωμού, και φτάνει.

Κι, ω αγαπημένοι, αν θα δειπνήσω απόψε,

Σ’ ομοφαγία κρυφά μαζί Σας τ’ άγιο

Ψωμί και το Κρασί, τα φύλλα ακόμα

Του πρώτου του εκατόφυλλου, που σ’ Ένα

Την αναπνιά μας έσμιξε, κι αν τώρα

Ξερό ‘ναι, όλο και πιότερο ευωδάει,

Πηγή της τέλειας Μνήμης και του Πόνου

Και του Σκοπού, να Σας τ’ αφήσω θέλω,

Να Σας θυμίζει, κι απ’ τα βάθη του Άδη,

Τα μυστικά σκαλιά, που η κάθε Μούσα

Φυλάει κρυφά κι αλλάζει τ’ όνομά της

Καθώς του Διόνυσου και να, από μνήμη

Σε μνήμη, ο λογισμός Σας ν’ ανεβαίνει,

Και οι αιστήσεις και το θάρρος Σας κι η πνοή Σας,

Ως την ψηλή κορφή, που πια δε φτάνει

Τ’ άγιο Κρασί, τι ανοίγει πια στο νου Σας

Η ανάπνια, που όλα Σας τα δίνει σ’ Ένα,

Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη

Κι αγάπη, λαούς με λαούς, τόπους με τόπους,

Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες

Με τους αιώνες. Κι αυτή νάναι η ώρα

Του Ρόδου του εκατόφυλλου βαθιά Σας,

Κι η ώρα του Ορφέα νάναι σε Σας για πάντα,

Που, αίμα και πνέμα και ψυχή και σάρκα

Και λυτρωμός τεράστιος, θα Σας μπάζει

Στον κύκλο, όπου κι η πίστη περισσεύει,

Τι θάναι πίστη η ίδια ζωή στη μέση

Της καρδιάς Σας για πάντα αναστημένη!

Μα να, βραδιάζει ο Έσπερος εφάνη

Στον ουρανό κι είναι μακρύς ο δρόμος

Ως την κορφή. Τα χέρια δόστε τώρα

Ανάμεσό Σας και στεριώστε πάλι

Τη μαγικήν ασύντριφτη αλυσίδα,

Που με τον Όρκο εδέσατε τη νύχτα

Την πρώτη, που ολοφάνερα μπροστά Σας

Μέσα στα ουράνια δούλευε ο Πατέρας,

Τα σκότη οργώνοντας βαθιά, κι ο νους Σας

Δέχτη τα πρώτα φέγγη του κι ο πόθος

Ο μυστικός, από τη μαύρη βάση

Της γης, τινάχτη ως δόρυ πέρα απ’ τάστρα!

Κι εγώ τη Λύρα θα κρατήσω ακόμα

Για Σας απόψε μια φορά. Σκωθήτε,

Τι σκοτεινιάζει ο Έσπερος εφάνη

Χτυπάτε τις ασπίδες Σας κι αρχίστε

Το μυστικό πυρρίχιο το στερνό μου.

Τις ασπίδες χτυπάτε. Όρθιοι στον Όρθιο

Της ψυχής Σας Σκοπό. Κι αρχίστε αγάλι

Το φοβερό Χορό του Τέλειου Νόμου.

Τραγουδήστε τον Όρκο. Αυτόν αφήνω

Στον τόπο μου. Κι ακέρια την ψυχή Σας

Μεσ’ στον τιτάνα αιθέρα ριζωμένη

Κρατείτε πια. Ορφανά παιδιά, χορεύτε!

Την άγια Λύρα εχτύπησα. Ορκιστήτε!



(Όρθιος ο Ορφέας κρούει τη λύρα. Οι πολεμιστές σηκώνουν τις ασπίδες τους και αρχούνται γύρωθέν του. Τραγουδάν).



ΧΟΡΟΣ



Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων,

Ο Όρκος ετούτος ήτανε κρυφός

Βαθιά μας και βαθιά Σου αλλ’ ως το χνάρι

Το πρώτο του αχνοχάραξεν η χάρη

Του Αρματωμένου του Έρωτα, άγια θάρρη,

Γέμισε αργά, σιγά, σαν το φεγγάρι,

Όλος του ο μαύρος κύκλος από φως.

Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων,

Με θεούς κι ανθρώπους δένουμε τα χέρια εδώ,

Τι πάνω από των χρόνων και των τόπων

Τα σύνορα την άγια Σου επωδό

Μας χάρισες. Απ’ τ’ άραχλο σκοτάδι

Του πόνου μας ελέησες τη χαρά,

Μονάκριβη σα νάβγαινε απ΄τον Άδη

Με κρύφια παντοδύναμα φτερά.

Κι απ’ το βαθύ Σου αμέτρητο βασίλειο,

Ακούραστο Τιτάνα κάθε αυγή,

Απάνω από τις έχθρητες τον Ήλιο,

Ν’ αγκαλιάζει στα χέρια του τη Γη.

Κι από τη γην εμείς, που η άγια μέθη

Μας ύψωσε ως το μέγα μυστικό,

Που απ’ ουρανό και γην αντάμα εδέθη

Το Ρόδο, ω Νύχτα, τούτο το Ορφικό,

Της πιο κρυφής φροντίδας μας το θρέμα,

Τ’ ορκιζόμαστε, πάνω από ναούς,

Να το ποτίσουμε όλο μας το γαίμα,

Για να το δώσουμε αύριο στους λαούς.

Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων,

Ο Όρκος ετούτος ήτανε κρυφός

Βαθιά μας και βαθιά Σου αλλ’ ως το χνάρι

Το πρώτο του αλαφρόγραψεν η χάρη

Του Αρματωμένου του Έρωτα, άγια θάρρη,

Γιομίζει αργά, σιγά, σαν το φεγγάρι,

Όλος του ο μαύρος κύκλος από φως!